Θεσμικό παραλογισμό, ο οποίος αντίκειται στο Σύνταγμα καταλογίζει ο Ευάγγελος Βενιζέλος στην Κυβέρνηση, αναφορικά με τη στάση της στο θέμα της ονομασίας της πΓΔΜ.

Ο κ. Βενιζέλος, στο άρθρο που δημοσίευσε στην προσωπική του ιστοσελίδα με τίτλο: «Κοινοβουλευτική δημοκρατία, εξωτερική πολιτική και εθνικό συμφέρον», αναφέρει μεταξύ άλλων πως:

«Οι κυβερνητικοί εταίροι παρότι διαφωνούν γύρω από σοβαρό ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής και αυτό παραλύει την άσκηση της βασικής κυβερνητικής αρμοδιότητας, συμφωνούν μεταξύ τους να εξακολουθούν να συνεργάζονται σαν να μη συμβαίνει τίποτα και να καλέσουν την αντιπολίτευση να επωμισθεί το βάρος των σχετικών αποφάσεων. Η κυβέρνηση μετατρέπει έτσι την εξωτερική πολιτική σε εσωτερικό πολιτικό τέχνασμα. Ζητά από την αντιπολίτευση να επιδείξει εθνική υπευθυνότητα, ενώ η ίδια επιδεικνύει προκλητική και πρωτοφανή εθνική και συνταγματική ανευθυνότητα. Η κυβέρνηση θέλει, ως έχει και ευρίσκεται, χωρίς δική της πολιτική ενότητα, να εκπροσωπεί τη Χώρα, να διαπραγματεύεται, να συμφωνεί και μετά να καλεί την αντιπολίτευση να καλύψει το πολιτικό κενό της κυβέρνησης ψηφίζοντας ό,τι δεν ψηφίζει το ένα από τα δυο συνεργαζόμενα κυβερνητικά κόμματα. Αυτό το κόμμα μάλιστα δεν διαφωνεί απλώς αλλά οργανώνει ήδη δημαγωγική εκστρατεία εθνικολαϊκιστικής καταγγελίας όσων συμφωνήσουν με την κυβερνητική πρόταση!»

Όπως σημειώνει: «Η διαχείριση του θέματος γίνεται έως τώρα όχι μόνο με μικροπολιτική διάθεση αλλά και πρωθύστερα, γιατί αυτό το παιχνίδι θέλησε να στήσει η κυβέρνηση. Εξελίσσεται μια συζήτηση με εσωτερικούς πολιτικούς όρους που μειώνει το περιθώριο διπλωματικών χειρισμών και τη δυνατότητα απάντησης σε διεθνείς πιέσεις τη στιγμή που υποτίθεται ότι διεξάγεται διμερής διαπραγμάτευση με στόχο μια οριστική και πλήρη λύση που θα περιέχει συνθέτη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό για κάθε χρήση (erga omnes), λύση στην οποία έχουν όμως μεγάλη σημασία οι λεπτομέρειες».

Ο κ. Βενιζέλος επισημαίνει πως: «Είναι συνεπώς αναγκαίο να τοποθετηθούν τα πράγματα στη λογική τους σειρά τόσο από πλευράς συνταγματικών θεσμών, όσο και από πλευράς εξωτερικής πολιτικής. Πρώτον, οφείλει η κυβέρνηση να ενημερώσει για το αν υπάρχει συμφωνία και για το περιεχόμενό της. Δεύτερον, οφείλει η κυβέρνηση να ενημερώσει όχι μόνον για τη στάση των κυβερνητικών κομμάτων αλλά και για το πώς τοποθετείται πολιτικά και θεσμικά το καθένα από αυτά έναντι του άλλου. Τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης οφείλουν να τοποθετηθούν και μάλιστα δημόσια μόνο όταν η κυβέρνηση αποσαφηνίσει το τοπίο».