Σε λεπτές ισορροπίες περνούν οι σχέσεις των τριών εξουσιών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής) μετά την προχθεσινή επιστολή του υπουργού Δικαιοσύνης, Χαρ. Καστανίδη, προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ι. Τέντε, με την οποία ζητάει να πληροφορηθεί ποιοι και πόσοι (μη πολιτικά πρόσωπα) παραπέμφθηκαν σε δίκη για έξι υποθέσεις (Siemens, Βατοπέδι, κ.λπ.), που έχουν συγκλονίσει την κοινή γνώμη, αλλά και την απόφαση της Ολομέλειας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου να μην μεταβεί ο Ι. Τέντες για ακρόαση στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής.

Ειδικότερα, η Ολομέλεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου (16 από τους 19 εισαγγελείς) αποφάσισε ομόφωνα ότι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ι. Τέντες, δεν πρέπει να ανταποκριθεί στην κλήση της Ειδικής Επιτροπής θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής για ακρόαση επί θεμάτων Δικαιοσύνης. Και ότι δεν πρέπει να πάει, καθώς η σχετική διάταξη του κανονισμού της Βουλής, που προβλέπει ότι η εν λόγω επιτροπή μπορεί να καλεί σε ακρόαση την ηγεσία των Ανωτάτων Δικαστηρίων, είναι ασυμβίβαστη με τη Συνταγματική αρχή της διακρίσεως των εξουσιών (άρθρο 26 παράγραφος 1 του Συντάγματος).

Στις 26 Οκτωβρίου 2010 ο πρόεδρος της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής με έγγραφό του κάλεσε σε ακρόαση τον κ. Τέντε για τα προβλήματα διοίκησης και λειτουργίας της Δικαιοσύνης, καθώς και του Σωφρονιστικού συστήματος.

Ο πρόεδρος της συγκεκριμένης επιτροπής στο έγγραφό του προς τον κ. Τέντε επικαλέστηκε τον κανονισμό της Βουλής, που αναφέρει:

«Η Επιτροπή μπορεί να καλεί σε ακρόαση λειτουργούς του κράτους, καθώς και οποιοδήποτε δημόσιο πρόσωπο για θέματα που αφορούν στη λειτουργία των θεσμών και της διαφάνειας, η προσέλευση των οποίων είναι υποχρεωτική. Η Επιτροπή μπορεί να καλεί σε ακρόαση τον πρόεδρο και τους αντιπροέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τον γενικό επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τον γενικό επίτροπο των διοικητικών δικαστηρίων για θέματα που αφορούν σε λειτουργικά ζητήματα της δικαιοσύνης προς τον σκοπό της ενίσχυσης της διαφάνειας».

Ο χρόνος συνεδρίασης της επιτροπής στην οποία θα παρουσιαζόταν ο κ. Τέντες θα προσδιοριζόταν από κοινού. Ωστόσο, το θέμα είχε μείνει σε εκκρεμότητα από τον περασμένο Οκτώβριο.

Προχθές, Δευτέρα 28 Μαρτίου, μεσολάβησε η επιστολή του κ. Καστανίδη προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την οποία τον κάλεσε να απαντήσει σε ποιο στάδιο βρίσκονται οι έξι επίμαχες υποθέσεις της (Siemens κ.λπ.).

Την ίδια μέρα, αλλά και την επόμενη (Δευτέρα και Τρίτη, 28 και 29 Μαρτίου) συνήλθε προγραμματισμένα η Ολομέλεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου με μοναδικό θέμα το εάν είναι συνταγματικά επιτρεπτή η μετάβαση του κ. Τέντε στην Επιτροπή Θεσμών της Βουλής για ακρόαση.

Η Ολομέλεια υπογραμμίζει στην υπ’ αριθμόν 1/2011 απόφασή της ότι «η κλήση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για ακρόαση γίνεται με ρητή επίκληση διατάξεως του Κανονισμού της Βουλής. Ενόψει αυτού και με δεδομένη τη θέση και πεποίθηση ότι η διάταξη αυτή είναι ασυμβίβαστη με την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, δεν θα πρέπει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να ανταποκριθεί στην κλήση».

Μάλιστα, στην απόφαση της Εισαγγελικής Ολομέλειας σημειώνεται: «Η διάταξη του Κανονισμού της Βουλής (σσ: άρθρα 146 και 147) δεν συμβιβάζεται προς τη συνταγματική αρχή της διακρίσεως των εξουσιών (άρθρο 26 § 1 του Συντάγματος). Οι τρεις συντεταγμένες εξουσίες είναι ανεξάρτητες και ισότιμες. Περιπτώσεις επαφής και διασταυρώσεώς τους καθώς και η δυνατότητα προβλέψεως τέτοιας διασταυρώσεως με κοινό νόμο πρέπει να προκύπτουν σαφώς από το Σύνταγμα. Το τελευταίο τούτο ισχύει ιδίως ως προς τις σχέσεις της δικαστικής με τις λοιπές εξουσίες, ενόψει της ιδιαίτερης ευαισθησίας, που εμφανίζει το εν γένει ζήτημα της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης.

Η εν λόγω διάταξη, κατά το μέρος που προβλέπει την «κλήση» και «ακρόαση» κορυφαίων λειτουργών της Δικαιοσύνης, όπως των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ενώπιον της συνεδριάζουσας Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας αφενός εισάγει περίπτωση επαφής των δύο εξουσιών, που υποθέτει σχέση υπεροχής συγκεκριμένου Οργάνου της Βουλής έναντι Οργάνων της Δικαστικής Εξουσίας και αφετέρου ενέχει (υποκρύπτει) δυνατότητα ελέγχου.

Η σχέση υπεροχής ειδικότερα προκύπτει από την επιτακτική διατύπωση της διατάξεως, καθώς και από τη διαμόρφωση της προβλεπόμενης επαφής ως κλήσης προς ακρόαση εκπροσώπων της δικαστικής λειτουργίας κατ’ ενάσκηση εξουσίας εκ μέρους της νομοθετικής. Η δε δυνατότητα ελέγχου υπονοείται από την εξουσιαστική μορφή της κλήσεως και ακροάσεως και «διευκολύνεται» από τη γενικότητα του αντικειμένου της ακροάσεως (τι ακριβώς εννοείται με τον όρο «λειτουργικά ζητήματα της δικαιοσύνης»;)».

Επιπλέον, η εισαγγελική Ολομέλεια αναφέρει: «Πιστεύουμε πως είναι ιδιαίτερα χρήσιμος ο διάλογος μεταξύ εκπροσώπων των διαφόρων λειτουργιών και ιδίως ο διάλογος μεταξύ εκπροσώπων της νομοθετικής και της δικαστικής λειτουργίας, κάτι που επανειλημμένως έχει υποστηριχθεί δημοσίως, από την πλευρά της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, με αναφορά στην κοινή ευθύνη των τριών λειτουργιών του κράτους για την επίλυση των χρονιζόντων προβλημάτων της Δικαιοσύνης.

Με ικανοποίηση διαπιστώνουμε ότι η Επιτροπή επιδεικνύει ζωηρό ενδιαφέρον για τα ζητήματα αυτά. Το κοινό, όμως, ενδιαφέρον για την αντιμετώπισή τους μέσω διαλόγου, θα μπορούσε το ίδιο αποτελεσματικά να ικανοποιηθεί με συναντήσεις προς τον σκοπό της ανταλλαγής πληροφοριών και απόψεων επί συγκεκριμένων θεμάτων μεταξύ αφενός του Προέδρου και όλων ή ορισμένων μελών της Επιτροπής και αφετέρου του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου ή και άλλων μελών της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, μετά από συνεννόηση, όχι βέβαια με βάση την προαναφερόμενη διάταξη του Κανονισμού της Βουλής, αλλά υπό καθεστώς ισοτιμίας προς διαφύλαξη του κύρους και της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης».

Εισηγητής ενώπιον της Εισαγγελικής Ολομέλειας ήταν ο αντεισαγγελέας Εμμ. Παπαδάκης και η εισήγησή του έγινε αποδεκτή. Ο κ. Παπαδάκης, μεταξύ των άλλων, υποστήριξε: «Σε κάθε περίπτωση και υπό οποιαδήποτε εκδοχή σχετικά με το ζήτημα της συμβατότητας της διατάξεως προς το Σύνταγμα, η προσέλευση των κορυφαίων παραγόντων της Δικαιοσύνης προς ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής δεν είναι υποχρεωτική.

Αυτό προκύπτει εξ αντιδιαστολής από τον ίδιο τον Κανονισμό της Βουλής, ο οποίος, ενώ ορίζει ρητώς ότι η προσέλευση άλλων λειτουργών του κράτους και δημοσίων προσώπων είναι υποχρεωτική, δεν επαναλαμβάνει το ίδιο και προκειμένου για τους Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων, τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ.λπ.».

Και προσέθεσε ο κ. Παπαδάκης: «Στην προκειμένη περίπτωση η κλήση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για ακρόαση γίνεται με ρητή επίκληση διατάξεως του Κανονισμού της Βουλής. Ενόψει αυτού και με δεδομένη τη θέση και πεποίθηση ότι η διάταξη αυτή είναι ασυμβίβαστη με την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, δεν θα πρέπει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να ανταποκριθεί στην κλήση ως έχει».