Η κατάσταση με τους ελληνικούς νόμους παραμένει προβληματική και, δυστυχώς, σταθερά επαναλαμβανόμενη. Παρά την πρόοδο που υπόσχονται κατά καιρούς κυβερνήσεις και υπουργεία, η εικόνα που προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων, είναι αποκαρδιωτική: νόμοι υπερβολικά μεγάλοι, γεμάτοι δύσκολες διατυπώσεις, διατάξεις που δεν σχετίζονται με το βασικό τους θέμα και παροχή ελάχιστου χρόνου για ουσιαστική διαβούλευση πριν φθάσει το νομοσχέδιο στις αρμόδιες Επιτροπές του Κοινοβουλίου και ακολούθως στην Ολομέλεια προς ψήφιση. Όλα αυτά συνθέτουν ένα θολό και δυσλειτουργικό πλαίσιο που επηρεάζει κάθε πτυχή της νομοθέτησης.
Ένα από τα βασικότερα προβλήματα εντοπίζεται στην έκταση των νόμων. Σύμφωνα με τη νέα μελέτη του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦίΜ), με τίτλο «Η ποιότητα της νομοθέτησης στην Ελλάδα και την Ε.Ε.», που συνέταξε ο επικεφαλής ερευνών του φορέα Κωνσταντίνος Σαραβάκος, ο μέσος ελληνικός νόμος της περιόδου 2022 – 2024 είχε 54 άρθρα και κάλυπτε περίπου 60 σελίδες. Για να γίνει αντιληπτή η διαφορά, οι αντίστοιχες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν μόλις 25 σελίδες και 49 άρθρα.
Παρ’ όλα αυτά, η γλώσσα των ευρωπαϊκών κειμένων είναι συχνά ακόμη πιο περίπλοκη: οι οδηγίες της Ε.Ε. φτάνουν τις 36 λέξεις ανά πρόταση, ενώ οι ελληνικοί νόμοι γύρω στις 24. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι και πιο εύκολα κατανοητοί. Όταν ένας νόμος αγγίζει τις δεκάδες σελίδες και περιλαμβάνει διαφορετικές θεματικές, χρειάζεται πολύς χρόνος και εξειδίκευση για να διαβαστεί με προσοχή.
Πέρα από το μέγεθος, υπάρχει και ο παράγοντας του χρόνου διαβούλευσης. «Σύμφωνα με τις διεθνείς αρχές της καλής νομοθέτησης, η διαβούλευση πρέπει να λαμβάνει χώρα για όλα τα νομοθετήματα και για αρκετό χρονικό διάστημα, ώστε οι πολίτες, οι φορείς της κοινωνίας των πολιτών, και όλοι οι λοιποί ενδιαφερόμενοι να μπορούν αφενός να διαβάσουν και να αναλύσουν τις ρυθμίσεις του νόμου, και αφετέρου να υποβάλλουν τα σχόλια τους» διαβάζουμε στην έρευνα.
Στην Ελλάδα, οι πολίτες και οι φορείς έχουν κατά μέσο όρο 16 ημέρες για να διαβάσουν, να αξιολογήσουν και να σχολιάσουν ένα νομοσχέδιο. Η σύγκριση με την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αποκαλυπτική: εκεί η διαβούλευση διαρκεί περίπου 84 έως 95 ημέρες, δηλαδή σχεδόν πέντε έως έξι φορές περισσότερο. Όταν ο χρόνος είναι τόσο περιορισμένος, είναι πρακτικά αδύνατο να εντοπιστούν προβλήματα, αδυναμίες ή λάθη.
Τα πιο πρόσφατα στοιχεία για το 2025, που έχει συγκεντρώσει ο Λάμπρος Καφίδας, υποψήφιος διδάκτωρ του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στέλεχος της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και ερευνητής του θέματος, δείχνουν ότι η κατάσταση όχι μόνο δεν έχει βελτιωθεί αλλά και επιδεινώνεται. Από τις αρχές του χρόνου έως και τις 21 Νοεμβρίου, είχαν ψηφιστεί ήδη 85 νόμοι και είχαν εκδοθεί 99 προεδρικά διατάγματα. Το μέσο μέγεθος των νόμων φέτος αγγίζει τις 51 σελίδες, ενώ ο συνολικός όγκος της νομοθετικής παραγωγής έχει φτάσει τις 5.217 σελίδες. Πρόκειται για έναν τεράστιο αριθμό που αποδεικνύει ότι ο νομοθετικός χάρτης αλλάζει ταχύτατα — ίσως πιο γρήγορα απ’ όσο μπορεί να παρακολουθήσει η ίδια η πολιτεία.
Ακόμη ένα στοιχείο που προκαλεί προβληματισμό είναι η ανάλυση συνεπειών που συνοδεύει τα νομοσχέδια. Στην Ελλάδα, το 77% των νομοσχεδίων περιλαμβάνει κάποια μορφή ανάλυσης συνεπειών. Ωστόσο, οι ποσοτικές εκτιμήσεις —δηλαδή αριθμητικά στοιχεία που δείχνουν το πραγματικό κόστος ή το όφελος των μέτρων— υπάρχουν μόλις στο 10% αυτών. Αντίθετα, στις ευρωπαϊκές οδηγίες, αν και μόνο το 62% συνοδεύεται από τέτοια ανάλυση, στο 65% αυτών περιλαμβάνονται συγκεκριμένοι αριθμοί. Έτσι, στην Ελλάδα έχουμε πιο πολλά συνοδευτικά κείμενα, αλλά λιγότερη ουσία.
Ένα χρόνιο πρόβλημα που επίσης συνεχίζεται είναι η πρακτική των άσχετων διατάξεων. Σχεδόν κάθε μεγάλο νομοσχέδιο καταλήγει να «φορτώνεται» με ρυθμίσεις που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με το αρχικό αντικείμενό του. Αυτή η τεχνική θυμίζει τις παλιές, γνωστές τροπολογίες της τελευταίας στιγμής. Μόνο μέσα στο 2025, σύμφωνα με τα στοιχεία του κ. Καφίδα, το 71,43% των νόμων που δεν αφορούν την κύρωση διεθνών συμφωνιών περιείχαν τέτοιες “λοιπές διατάξεις”. Έτσι, ένας νόμος που υποτίθεται ότι αφορά, για παράδειγμα, την παιδεία ή την υγεία, καταλήγει να περιλαμβάνει αλλαγές για εντελώς διαφορετικά υπουργεία ή υπηρεσίες.
Όλα τα παραπάνω δημιουργούν ένα περιβάλλον όπου η νομοθεσία γίνεται ολοένα και πιο δύσχρηστη. Οι βουλευτές χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να μελετήσουν τα κείμενα, οι πολίτες δεν μπορούν να ενημερωθούν επαρκώς, οι φορείς της οικονομίας δεν έχουν ξεκάθαρη εικόνα για το τι αλλάζει και τι όχι, ενώ η δημόσια διοίκηση καλείται να εφαρμόσει σύνθετες και συχνά ασαφείς ρυθμίσεις. Το αποτέλεσμα είναι ένας κύκλος καθυστερήσεων, παρερμηνειών και νέων διορθωτικών νομοθετημάτων — δηλαδή ακόμη περισσότερων νόμων.
Όπως διαβάσουμε στα συμπεράσματα της μελέτης του ΚΕΦΙΜ και τις προτάσεις πολιτικής που καταθέτει το Κέντρο: «Συνολικά, η εικόνα που προκύπτει δείχνει ότι η Ελλάδα, παρά τα σημαντικά βήματα που έχει κάνει στη θεσμική ποιότητα των διαδικασιών παραγωγής νομοθεσίας ειδικά όσον αφορά τη διαβούλευση και τη συστηματική χρήση ανάλυσης συνεπειών ρύθμισης (ΑΣΡ), υπολείπεται σε ουσιώδεις δείκτες.
Οι ελληνικοί Νόμοι είναι εκτενέστεροι σε άρθρα και σελίδες, ωστόσο δεν εμφανίζουν την ίδια συντακτική πολυπλοκότητα με τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες, όπως αυτές μεταφέρονται στην ελληνική γλώσσα. Εντούτοις, αξίζει να σημειωθεί πως το 2024 παρατηρείται μία μεγάλη αύξηση της γλωσσικής πολυπλοκότητας στην Ελλάδα προσεγγίζοντας αυτή των Ευρωπαϊκών Οδηγιών.
Ακόμη, οι ελληνικοί Νόμοι ευθυγραμμίζονται σε μεγαλύτερο βαθμό με την τυπική υποχρέωση της διαβούλευσης και της συνοδείας του νόμου από έκθεση συνεπειών ρύθμισης σε σχέση με τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες. Ωστόσο, ως προς τους δείκτες που καταδεικνύουν την ουσία των διαδικασιών αυτών οι ελληνικοί Νόμοι φαίνεται να υστερούν, καθώς παρουσιάζουν σημαντικά χαμηλότερο μέσο όρο ημερών διαβούλευσης, ενώ η έκθεση συνεπειών ρύθμισης είναι φτωχή ως προς την παρουσίαση δεδομένων και ποσοτικών εκτιμήσεων.
Στην κατεύθυνση της βελτίωσης βασικών δεικτών καλής νομοθέτησης και ευθυγράμμισης της ελληνικής νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας με την Ευρωπαϊκή, προτείνονται τα εξής:
- Η απλοποίηση της γλώσσας των ρυθμίσεων σε κάθε νόμο από την Επιτροπή Αξιολόγησης Ποιότητας της Νομοπαρασκευαστικής Διαδικασίας ή από άλλη αρμόδια επιτροπή.
- Η μείωση της έκτασης των νόμων, με τη στόχευση ρύθμισης ενός μόνο ζητήματος κάθε φορά και την αποπομπή άσχετων διατάξεων.
- Η διάθεση όλων των νομοσχεδίων (συμπεριλαμβανομένων των κυρώσεων συμφωνιών) προς δημόσια διαβούλευση συνοδευόμενη από ανάλυση συνεπειών ρύθμισης με ποσοτικά στοιχεία.
- Η αύξηση του χρόνου διαβούλευσης στις 4 εβδομάδες, με τη δέσμευση η διαβούλευση μικρότερου χρονικού διαστήματος να έχει την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου. Επίσης, τις περιόδους διακοπών όπως Χριστούγεννα, Πάσχα και τους μήνες Ιούλιο – Αύγουστο, η διάρκεια της δημόσιας διαβούλευσης να προσαυξάνεται κατά μία εβδομάδα, ώστε να δίνεται ο απαραίτητος χρόνος αξιολόγησης και σχολιασμού σε πολίτες και ενδιαφερόμενους φορείς.
- Η διάθεση όλων των άρθρων των σχεδίων νόμων προς δημόσια διαβούλευση με υποχρέωση αιτιολόγησης εκ μέρους του προτείνοντος Υπουργού για τυχόν άρθρα που τελικώς δεν συμπεριλήφθηκαν στην δημόσια διαβούλευση.
- Η αλλαγή του ισχύοντος υποδείγματος Ανάλυσης Συνεπειών Ρύθμισης, καθώς θα πρέπει να υποδειχθούν πεδία σχετικά με τις ποσοτικές συνέπειες των ρυθμίσεων του νόμου στην οικονομία, στον κρατικό προϋπολογισμό και το περιβάλλον, τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, τον προσδιορισμό των διοικητικών επιβαρύνσεων με βάση στο τυπικό μοντέλο κόστους (standard cost model) όπως ορίζεται από τα διεθνή πρότυπα».
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την έρευνα ΕΔΩ