Ολοένα και μεγαλύτερες πιέσεις δέχεται το τελευταίο χρονικό διάστημα η Αθήνα από συμμάχους και εταίρους της στο ΝΑΤΟ, προκειμένου να αυξήσει τη βοήθεια που παρέχει στην Ουκρανία. Τα σχετικά αιτήματα μάλιστα προς την ελληνική κυβέρνηση έχουν ενταθεί μετά την πρόσφατη απόφαση του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, να αυξηθεί η στρατιωτική υποστήριξη προς το Κίεβο, γεγονός που δημιουργεί μεγαλύτερες προσδοκίες και προς τις υπόλοιπες χώρες – μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.
Σύμφωνα με πληροφορίες που επικαλείται η εφημερίδα «Καθημερινή», οι ΗΠΑ, η Γαλλία αλλά και αρκετές χώρες της ανατολικής πτέρυγας ζητούν από την Ελλάδα να εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο να μεταπωλήσει μέρος από τα 24 μαχητικά Mirage 2000-5 που διαθέτει η Πολεμική μας Αεροπορία. Ο τελικός παραλήπτης αυτών των αεροσκαφών θα ήταν η Ουκρανία, ενώ τη διαδικασία θα αναλάμβαναν σε μια τέτοια περίπτωση, μεγάλα κράτη του ΝΑΤΟ, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γερμανία και η Γαλλία, με την Τσεχία να λειτουργεί ως βασικός κόμβος διαμεσολάβησης. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, ακόμη και η Εσθονία έχει εκφράσει διάθεση να παίξει ρόλο σε μια τέτοια συμφωνία, παρά το μικρό της μέγεθος, καθώς συγκαταλέγεται στους πιο ένθερμους υποστηρικτές της Ουκρανίας.
Η Αθήνα, ωστόσο, δεν δείχνει πρόθυμη να προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση. Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει στο παρελθόν συζητήσει με το Παρίσι το ενδεχόμενο πώλησης των Mirage – ιδίως καθώς υπάρχει πρόθεση να αγοραστούν επιπλέον 6 έως 12 αεροσκάφη Rafale–, οι ελληνικές αρχές φοβούνται ότι μια τέτοια απόφαση θα μπορούσε να προκαλέσει ανεξέλεγκτες συνέπειες. Η λογική είναι ότι η παραχώρηση τόσο προηγμένων οπλικών συστημάτων θα έφερνε την Ελλάδα σε δύσκολη θέση, καθώς αυτά θα χρησιμοποιούνταν απευθείας εναντίον της Ρωσίας, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τις ελληνορωσικές σχέσεις οι οποίες ήδη έχουν επιδεινωθεί μετά το ξέσπασμα του πολέμου.
Μέχρι στιγμής, η Αθήνα έχει επιλέξει έναν διαφορετικό δρόμο. Αντί να δώσει σύγχρονα μαχητικά, προχωρά στην παραχώρηση παλαιότερων και λιγότερο κρίσιμων οπλικών συστημάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα 60 αυτοκινούμενα οβιδοβόλα Μ-110, τα οποία βρίσκονταν στο οπλοστάσιο του Στρατού Ξηράς ήδη από τη δεκαετία του ’60. Τα συγκεκριμένα όπλα θα παραδοθούν στην Τσεχία, η οποία θα τα προωθήσει στην Ουκρανία. Σε αντάλλαγμα, η χώρα μας θα λάβει πιο σύγχρονα πυρομαχικά 155 χιλιοστών με μεγαλύτερο βεληνεκές, καθώς και ανταλλακτικά για οχήματα παλαιάς τεχνολογίας που ήδη βρίσκονται σε χρήση.

Την ίδια στιγμή, οι πιέσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν περιορίζονται μόνο στα μαχητικά αεροσκάφη. Η Ουάσιγκτον ζητά από την Ελλάδα να συμμετάσχει στην πρωτοβουλία PURL, μέσω της οποίας χώρες-μέλη προμηθεύονται αμερικανικά όπλα (σ.σ. η PURL – Prioritized Ukraine Requirements List – είναι μια στρατηγική συνεργασία μεταξύ του ΝΑΤΟ και των Ηνωμένων Πολιτειών, που ξεκίνησε τον Αύγουστο του 2025, με σκοπό την ταχεία και αποτελεσματική ενίσχυση της Ουκρανίας με αμυντικό εξοπλισμό).
Μέχρι σήμερα, σε αυτό το πρόγραμμα έχουν μετάσχει κυρίως χώρες της Βαλτικής και της Σκανδιναβίας, ωστόσο η Ουάσιγκτον επιθυμεί να εμπλακούν και χώρες του νότου, όπως η Ελλάδα, ώστε να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η αλυσίδα υποστήριξης προς το Κίεβο. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, με αυτά τα δεδομένα η Ελλάδα βρίσκεται σε μια ιδιαίτερα δύσκολη φάση. Από τη μία πλευρά, θέλει να παραμείνει αξιόπιστος σύμμαχος στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συμμετέχοντας στην κοινή προσπάθεια υπέρ της Ουκρανίας. Από την άλλη, όμως, επιδιώκει να μην αποδυναμώσει την άμυνά της ούτε να εμπλακεί σε κινήσεις που θα μπορούσαν να την φέρουν σε ευθεία αντιπαράθεση με τη Μόσχα.