Ο Όμιλος BMJ προχώρησε στην ανάκληση κλινικής μελέτης που είχε δημοσιευθεί τον Μάρτιο του 2024 στο περιοδικό BMJ Nutrition, Prevention & Health και υποστήριζε ότι η καθημερινή κατανάλωση μίας κουταλιάς μηλόξιδου θα μπορούσε να βοηθήσει άτομα με υπερβάλλον βάρος ή παχυσαρκία να χάσουν κιλά. Τα ευρήματα της μελέτης είχαν πάρει εκτεταμένη δημοσιότητα παγκοσμίως και συνεχίζουν ακόμη να αναφέρονται στα μέσα ενημέρωσης, παρά την αμφισβήτηση που προέκυψε εκ των υστέρων.

Η απόφαση ανάκλησης ήρθε ύστερα από σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την ποιότητα της ερευνητικής εργασίας. Όπως επισημαίνει ο Όμιλος BMJ, τα προβλήματα αφορούσαν την προσέγγιση στη στατιστική ανάλυση, τις μη εύλογες στατιστικές τιμές, την αξιοπιστία των ακατέργαστων δεδομένων, την ανεπαρκή περιγραφή των μεθόδων και κυρίως την έλλειψη προεγγεγραμμένης καταχώρισης της δοκιμής, παραβιάζοντας την εκδοτική πολιτική του οργανισμού.

Οι πρώτες ανησυχίες εκφράστηκαν μέσω επιστολών κριτικής που δημοσιεύθηκαν στο ίδιο περιοδικό. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην ομάδα ακεραιότητας περιεχομένου του BMJ, η οποία με τη σειρά της ζήτησε τη συνδρομή ανεξάρτητων στατιστικών εμπειρογνωμόνων για να εξετάσουν την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων. Η διαδικασία περιλάμβανε προσπάθειες αναπαραγωγής των δεδομένων και ελέγχους της αυθεντικότητας του υλικού που είχαν καταθέσει οι συγγραφείς.

Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση, οι στατιστικολόγοι δεν κατάφεραν να αναπαράγουν τα ευρήματα της μελέτης και εντόπισαν πολλαπλά αναλυτικά σφάλματα. Επιπλέον, διαπιστώθηκαν παρατυπίες στα δεδομένα, με αποτέλεσμα η έκθεσή τους να καταλήξει ότι απαιτείται περαιτέρω ανεξάρτητος έλεγχος των δεδομένων από κάθε συμμετέχοντα.

Οι συγγραφείς της μελέτης χαρακτήρισαν τα σφάλματα «ειλικρινή λάθη» και δήλωσαν ότι συμφωνούν με την απόφαση ανάκλησης.

Η Δρ. Helen Macdonald, Υπεύθυνη Δεοντολογίας Δημοσιεύσεων και Ακεραιότητας Περιεχομένου του BMJ Group, υπογράμμισε τη σημασία της διαφάνειας: «Αυτή η ανάκληση αντικατοπτρίζει τη στρατηγική και προληπτική μας προσέγγιση στη διερεύνηση ανησυχιών που εγείρονται σχετικά με το περιεχόμενο που δημοσιεύουμε. Ενεργούμε όπου είναι απαραίτητο προς το συμφέρον της διαφάνειας και της σημασίας της διόρθωσης του επιστημονικού αρχείου.

Ενώ αντιμετωπίζουμε τους ισχυρισμούς το συντομότερο δυνατό, είναι πολύ σημαντικό να ακολουθείται η δέουσα διαδικασία. Οι έρευνες είναι συχνά περίπλοκες. Αυτή η έρευνα περιλάμβανε λεπτομερή έλεγχο δεδομένων και αλληλογραφίας με ερευνητές, ιδρύματα και άλλους εμπειρογνώμονες. Η επίτευξη μιας ορθής, δίκαιης και τελικής απόφασης μπορεί επομένως να διαρκέσει αρκετούς μήνες».

Η Δρ. Macdonald τόνισε ότι, παρότι «είναι δελεαστικό να ενημερώνουμε το κοινό για ένα φαινομενικά απλό και χρήσιμο βοήθημα απώλειας βάρους, τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης κρίνονται πλέον αναξιόπιστα και δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ή να αναφέρονται σε καμία μελλοντική δημοσιογραφική ή επιστημονική αναφορά».

Από την πλευρά του, ο καθηγητής Martin Kohlmeier, αρχισυντάκτης του BMJ Nutrition, Prevention & Health, αναγνώρισε ότι η απόφαση να δημοσιευθεί η μελέτη χωρίς καταχώριση δοκιμών ήταν σφάλμα:

«Εκ των υστέρων, αυτή ήταν η λάθος απόφαση. Αλλά οι συγγραφείς προέρχονται από ένα επιστημονικό περιβάλλον που υποεκπροσωπείται στην έρευνα για τη διατροφή και το περιοδικό στοχεύει να δώσει προτεραιότητα σε στοιχεία υψηλής ποιότητας, τα οποία συνήθως προέρχονται από κλινικές δοκιμές. Αυτά είναι σχετικά ασυνήθιστα στην έρευνα για τη διατροφή, καθώς μπορεί να είναι δύσκολο να διεξαχθούν λόγω του αριθμού των συμμετεχόντων και του χρόνου που απαιτείται για την επίτευξη ουσιαστικών αποτελεσμάτων».

Η υπόθεση αναδεικνύει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα επιστημονικά περιοδικά στην εξασφάλιση της ακεραιότητας των δημοσιεύσεων, αλλά και τη σημασία της αυστηρής αξιολόγησης και της έγκαιρης διόρθωσης του επιστημονικού αρχείου.