Τη σοβαρότητα της covid-19 και την ανοσιακή αντίδραση του οργανισμού στη λοίμωξη μπορεί να επηρεάσει η ποικιλομορφία και η ποσότητα των βακτηρίων που απαρτίζουν το -διαφορετικό σε κάθε άνθρωπο- μικροβίωμα του εντέρου, σύμφωνα με μία νέα επιστημονική μελέτη, την πρώτη που κάνει αυτήν τη διαπίστωση.

Οι ανισορροπίες του εντερικού μικροβιακού «οικοσυστήματος» μπορούν, επίσης, να εμπλέκονται στην παραμονή των συμπτωμάτων επί μήνες (η λεγόμενη «μακρά Covid-19»). Η νόσος είναι πρωτίστως αναπνευστική, αλλά -όπως δείχνει και η νέα μελέτη- το έντερο μπορεί επίσης να παίζει έναν ρόλο, όπως έχει ήδη φανεί σε άλλες παθήσεις του εντέρου και όχι μόνο, όπως σημειώνει το ΑΜΠΕ.

Το έντερο είναι το μεγαλύτερο ανοσολογικό όργανο στον ανθρώπινο οργανισμό και είναι ήδη γνωστό ότι τα μικρόβιά του επηρεάζουν τις ανοσιακές αντιδράσεις. Συνεπώς, δεν είναι παράξενο που κάτι ανάλογο φαίνεται να συμβαίνει και στην περίπτωση της Covid-19.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Ιατρικής Σίου Νγκ του Κινεζικού Πανεπιστημίου του Χονγκ Κονγκ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο γαστρεντερολογικό περιοδικό «Gut», ανέλυσαν δείγματα αίματος και κοπράνων από 100 ασθενείς Covid-19 σε νοσοκομεία και 78 υγιείς (ομάδα ελέγχου). Η σοβαρότητα της Covid-19 θεωρήθηκε ήπια εάν δεν υπήρχαν ενδείξεις πνευμονίας στις ακτινογραφίες, μέτρια εάν υπήρχε πνευμονία με πυρετό και αναπνευστικά συμπτώματα, σοβαρή εάν οι ασθενείς δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν κανονικά και κρίσιμη εάν χρειάζονταν διασωλήνωση σε ΜΕΘ ή εμφάνιζαν οργανική ανεπάρκεια.

Διαπιστώθηκε ότι η σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος εμφάνιζε σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους με Covid-19 και χωρίς τη νόσο, άσχετα με το εάν είχαν κάνει φαρμακευτική θεραπεία (π.χ. με αντιβιοτικά). Οι ασθενείς Covid-19 είχαν πολύ υψηλότερους αριθμούς των βακτηρίων Ruminococcus gnavus, Ruminococcus torques και Bacteroides dorei. Είχαν, επίσης, πολύ μικρότερες ποσότητες εκείνων των ειδών των βακτηρίων που μπορούν να επηρεάσουν την ανοσιακή απόκριση του οργανισμού, όπως Bifidobacterium adolescents, Faecalibacterium prausnitzii και Eubacterium rectale. Οι χαμηλότεροι αριθμοί των τελευταίων βακτηρίων συνδέονταν ιδιαίτερα με σοβαρότερη λοίμωξη. Οι αριθμοί αυτών των μικροοργανισμών παρέμεναν χαμηλοί στα δείγματα που συλλέχθηκαν από το έντερο έως 30 ημέρες μετά την αποδρομή του κορονοϊού από το σώμα των ασθενών.

Η λοίμωξη Covid-19 ωθεί το ανοσοποιητικό σύστημα να παράγει τις κυτταροκίνες της φλεγμονής. Σε μερικές περιπτώσεις υπάρχει υπεραντίδραση της άμυνας του οργανισμού («καταιγίδα κυτταροκινών»), με συνέπεια να προκαλείται εκτεταμένη βλάβη στους ιστούς, σηπτικό σοκ και πολυοργανική ανεπάρκεια.

Η ανάλυση των δειγμάτων αίματος έδειξε ότι η μικροβιακή ανισορροπία που παρατηρείται στους ασθενείς Covid-19 σχετίζεται με αυξημένα επίπεδα κυτταροκινών και άλλων βιοδεικτών που προδίδουν βλάβες στους ιστούς, όπως η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη και ορισμένα ένζυμα. Αυτό, κατά τους ερευνητές, δείχνει ότι το εντερικό μικροβίωμα μπορεί πράγματι να επηρεάσει την ανοσιακή αντίδραση απέναντι στη λοίμωξη Covid-19 και πιθανώς τη σοβαρότητα της εξέλιξης της νόσου.

«Με δεδομένο ότι ορισμένοι αναρρώσαντες ασθενείς Covid-19 εμφανίζουν επίμονα συμπτώματα, όπως κόπωση, δύσπνοια και πόνους στις αρθρώσεις, μερικοί για περισσότερες από 80 ημέρες μετά την αρχική εκδήλωση των συμπτωμάτων τους, εκτιμούμε ότι το δυσβιοτικό εντερικό μικροβίωμα μπορεί να συμβάλει στα σχετιζόμενα με την ανοσία προβλήματα υγείας της μακράς Covid-19», αναφέρουν οι ερευνητές. Εκτιμούν, έτσι, ότι «η τόνωση των “καλών” ειδών βακτηρίων στο έντερο, τα οποία λιγοστεύουν εξαιτίας της Covid-19, μπορεί να αποτελέσει μία νέα προσέγγιση για την αντιμετώπιση της σοβαρής μορφής της νόσου, αναδεικνύοντας τη σημασία της διαχείρισης του εντερικού μικροβιώματος των ασθενών τόσο κατά τη διάρκεια της λοίμωξης Covid-19 όσο και μετά από αυτήν».