Η πανδημία του κορονοϊού έχει αλλάξει δραματικά την καθημερινότητά μας. Έχει φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή μας κι ακόμη συνήθειες αυτονόητες, στα χρόνια του Covid-19, δεν είναι πια. Οι αλλαγές είναι μεγάλες, άλλες ακόμη και δραματικές. Μοιάζουν με παράλογες, αδιανόητες, τις οποίες ο ανθρώπινος νους δε μπορούσε ποτέ να διανοηθεί.

Γιατί αλήθεια, ποιος θα μπορούσε για παράδειγμα να διανοηθεί πώς θα φύγει από τη ζωή ο συγγενής, ο φίλος, ο γείτονάς του και δεν θα μπορεί να είναι εκεί για να του πει το τελευταίο «αντίο»; Να τον συνοδεύσει στην τελευταία του κατοικία, να τον τιμήσει, να δώσει τον τελευταίο ασπασμό. Ο τρόπος που τελούνται οι κηδείες στα χρόνια του κορονοϊού και λόγω των μέτρων που έχουν παρθεί, έχει αλλάξει. Πλέον, οι τελετές γίνονται παρουσία μόνο του ιερέα και των πολύ στενών συγγενών του θανόντος.

Σε ένα χωριό στην επαρχία, έφυγε από τη ζωή ένας 72χρονος άνδρας από φυσικά αίτια. Ήταν ο πρώτος θάνατος αυτή την περίοδο και ο τρόπος που έγινε η κηδεία του, τόσο πρωτόγνωρος και τόσο ξένος για μια μικρή κοινωνία, που σύσσωμη αποχαιρετά κάθε συγχωριανό της, που ξεκινάει για το μεγάλο ταξίδι.

Η είδηση του θανάτου του έγινε γνωστή στη γειτονιά. Η οικογένειά του βγήκε στην αυλή κι ενημέρωσε τους γείτονες από απόσταση. Κανονικά, οι γειτόνισσες θα πήγαιναν στο σπίτι και θα βοηθούσαν την οικογένεια στο «συμμάζεμα» του σπιτιού, μέχρι να έρθουν οι άλλοι από το χωριό με το κερί και να ξενυχτήσουν όλοι μαζί το νεκρό.

Όμως, τώρα, κανείς δεν πήγε στο σπίτι του. Από την αυλή τους η καθεμιά προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει την ασυνήθιστη αυτή κατάσταση. Από μακριά θυμήθηκαν ιστορίες με τον γείτονα που έφυγε, έκλαψαν και γέλασαν με κάποιες από αυτές. Γιατί, γάμος χωρίς κλάμα και κηδεία χωρίς γέλιο, μάλλον δεν γίνεται.

Το «ξενύχτι» του νεκρού – παράδοση που τηρούνταν ακόμη και στα αρχαία χρόνια – έγινε μονάχα από τα μέλη της οικογένειάς του: την χήρα και τα τρία τους παιδιά. Και το μοιρολόι το ίδιο. Οι ελάχιστες μοιρολογίστρες του χωριού που θα πήγαιναν στο σπίτι για να πουν τα θλιβερά τραγούδια (επίσης, έθιμο από τα αρχαία χρόνια) παρέμειναν στα δικά τους σπίτια.

Και ήρθε η επόμενη ημέρα, της κηδείας. Το γραφείο τελετών, έχοντας πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα προστασίας, πήγε να παραλάβει το νεκρό για να τον πάει στην εκκλησία του χωριού. Η καθιερωμένη πομπή μέχρι την εκκλησία, δεν έγινε. Στην εξόδιο ακολουθία παρόντες ήταν μόνο ο ιερέας του χωριού, η οικογένειά του και δύο στενοί συγγενείς. Εφτά άτομα.

Η γειτονιά βγήκε στο δρόμο – τηρώντας αυστηρά τις αποστάσεις – για να πει στον γείτονα, έστω και με αυτό τον τρόπο το «καλό κατευόδιο». Βουβό, μοναχικό, παράξενο. Μετά την ταφή, η οικογένεια επέστρεψε στο σπίτι. Υπό κανονικές συνθήκες, οι γυναίκες της γειτονιάς θα είχαν φτιάξει το παραδοσιακό για την περιοχή, ψάρι στο φούρνο και τον καφέ της παρηγοριάς. Τώρα, το «περίδειπνο», όπως έλεγαν οι αρχαίοι το δείπνο της παρηγοριάς, ήταν αυστηρά οικογενειακό.

Αλλά αυτό που ζούμε τώρα δεν είναι «κανονικές συνθήκες». Πολλά έχουν αλλάξει. Και είτε ζεις σε κάποια μεγαλούπολη, είτε σε ένα μικρό χωριό της επαρχίας, καλείσαι να προσαρμοστείς στα νέα δεδομένα.

Και χαρακτηριστικό της παραπάνω αληθινής ιστορίας, είναι πως στο χωριό, αυτοί που μένουν στον άλλο «μαχαλά», έμαθαν για το θάνατο του, ημέρες μετά. Η καμπάνα την ημέρα που έφυγε, χτύπησε πένθιμα. Όμως, όλοι ήταν στα σπίτια τους και πολλοί δεν κατάλαβαν πως κάποιος συγχωριανός τους, μόλις είχε κινήσει για το μεγάλο ταξίδι.