«Για να αγοράσει ένα παντελόνι ο Έλληνας καταναλωτής, πρέπει να το πουλάς στα 10 ευρώ και να βάλεις στην τσέπη του και ένα… πενηντάρικο!».

Με αυτά τα λόγια αποτυπώνει με τον πλέον παραστατικό τρόπο την οικονομική δυσπραγία των πελατών του γνωστός έμπορος, ο οποίος δραστηριοποιείται για περίπου τέσσερις δεκαετίες στο χώρο της ένδυσης σε έναν από τους δρόμους του ιστορικού εμπορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης. Η απογοήτευση και η απαισιοδοξία του ξεχειλίζουν σε σημείο που τα λόγια δε βγαίνουν.

Η πωλήτρια σπεύδει να συμπληρώσει πως αυτό που ζει τους τελευταίους μήνες η αγορά δεν έχει προηγούμενο. «Η κατάσταση είναι δραματική. Δεν κουνιέται φύλλο», λέει, και γελά ειρωνικά όταν έρχονται στο νου της οι ευοίωνες προβλέψεις… αρμοδίων περί κύματος τουριστών που θα κατέκλυζαν τη Θεσσαλονίκη αλλά και την υπόλοιπη χώρα και θα καθιστούσαν επιβεβλημένη τη λειτουργία της αγοράς και τις Κυριακές. Ειδικά για την Ερμού, όπως σημειώνει η έμπειρη πωλήτρια, οι παλιές μέρες δόξας φαίνεται πως έχουν περάσει προ πολλού. «Ο δρόμος μας έχει νεκρώσει», σημειώνει και δείχνει τα λουκέτα στα γειτονικά καταστήματα αλλά και την υποτονική κίνηση που σε τίποτα δε θυμίζει τα πρωινά στην Ερμού σε περιόδους εκπτώσεων παλαιότερων εποχών.

«Κάθε χρόνο και χειρότερα»

Τη δική της άποψη ενστερνίζεται η συντριπτική πλειοψηφία των εμπόρων, οι οποίοι κατέθεσαν στον «Αγγελιοφόρο της Κυριακής» τις πρώτες τους εντυπώσεις από την περίοδο των (επίσημων) εκπτώσεων που μετρά ήδη ένα εικοσαήμερο.

«Κάθε χρόνο και χειρότερα», λέει η κυρία Παναγιώτα που να εγκαταλείπουν τη Βαλαωρίτου και οι τελευταίες εναπομείνασες βιοτεχνίες. Με τα πιο μελανά χρώματα περιγράφει την κατάσταση και ο συνάδελφός της Παύλος Νικολόπουλος, ο οποίος δραστηριοποιείται στην ίδια περιοχή στο χώρο της ένδυσης από το 1983. «Δεν έχει υπάρξει χειρότερη περίοδος από αυτήν που βιώνουμε σήμερα. Η βουτιά στον τζίρο ξεπερνά το 50% σε σχέση με πέρυσι. Και ο Θεός βοηθός…», λέει ο κ. Νικολόπουλος παρότι, όπως ο ίδιος σημειώνει, οι τιμές στα είδη ένδυσης στη Βαλαωρίτου είναι ιδιαίτερα ελκυστικές. Οπως φαίνεται, ούτε και οι λεγόμενες «τιμές βιοτεχνίας» αποτελούν δέλεαρ για τους Ελληνες καταναλωτές, οι οποίοι αγοράζουν πλέον μόνο τα απαραίτητα. Οσο για τους τουρίστες; «Δεν κυκλοφορεί ψυχή στη Βαλαωρίτου», λέει ο κ. Νικολόπουλος ο οποίος πιστεύει πως για να αντιστραφεί το κλίμα στην αγορά «πρέπει να δώσουν χρήμα στον κόσμο και να σταματήσουν τα χαράτσια. Και βέβαια πρέπει οι τράπεζες να διευκολύνουν καταναλωτές και επιχειρήσεις για να γυρίσει πάλι ο τροχός». Διαφορετικά, όπως λέει, «δε βλέπω φως πουθενά».

Ασφυξία

Συνθήκες οικονομικής ασφυξίας περιβάλλουν και τις περιφερειακές αγορές, οι οποίες τα προηγούμενα χρόνια είχαν ιδιαίτερη δυναμική, όπως αυτή των Αμπελοκήπων.

«Η κατάσταση και στις εκπτώσεις είναι δραματική. Αλλά το περιμέναμε, καθώς η κρίση έχει πλέον βαθύνει», λέει η Εφη Βαρβάτη, η οποία διατηρεί εδώ και 13 χρόνια κατάστημα με εσώρουχα, πιζάμες και μαγιό στο κέντρο των Αμπελοκήπων. Οι ντόπιοι έχουν περιορίσει τις αγορές και πιέζουν όλο το χρόνο για εκπτώσεις, παρότι, όπως λέει η κυρία Βαρβάτη, «έχουμε ρίξει εδώ και χρόνια τις τιμές για να είμαστε προσιτοί στο καταναλωτικό κοινό αφού οι μισθοί έχουν μειωθεί και η ανεργία έχει εκτοξευθεί στα ύψη». Τα καταστήματα των Αμπελοκήπων κινήθηκαν σε ένα μικρό βαθμό λίγο πριν την επίσημη έναρξη των εκπτώσεων αλλά με μείωση των τιμών στο ταμείο. Τώρα, όπως λέει η Εφη Βαρβάτη, ελπίζουν στη νέα σεζόν, αφού ο Αύγουστος είναι ξεγραμμένος. «Οποιοι –από τους εν δυνάμει πελάτες μας- έχουν λίγα χρήματα στην τσέπη θα προτιμήσουν να τα διαθέσουν για ολιγοήμερες διακοπές και όχι για ψώνια».

Σε ρόλο πωλήτριας…

Και δεν είναι μόνον οι έμποροι της Βαλαωρίτου και των πιο απομακρυσμένων από το ιστορικό κέντρο δρόμων ή των περιφερειακών αγορών που φυτοζωούν. Ακόμη και συνάδελφοί τους σε κάποια από τα πιο «εμπορικά» (για την… εφορία) σημεία του με δυσκολία καλύπτουν πλέον τις τρέχουσες υποχρεώσεις. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις ιδιοκτήτριες καταστημάτων δουλεύουν ως… πωλήτριες σε άλλα μαγαζιά καλύπτοντας τις άδειες του προσωπικού για να συμπληρώσουν το ποσό που απαιτείται για την πληρωμή του λογαριασμού ρεύματος ή ενοικίου. Και για να μείνει ανοιχτό το δικό τους κατάστημα συνήθως «επιστρατεύονται» υπερήλικοι γονείς και φίλοι που προσφέρουν ένα χέρι βοήθειας, εννοείται αφιλοκερδώς.

«Ανάσα παίρνουν» μόνον οι δρόμοι που βρίσκονται στο «απόλυτο κέντρο», όπως η Τσιμισκή, η Μητροπόλεως και η Αγίας Σοφίας, όπου κατευθύνονται οι όποιοι τουρίστες φτάνουν στην πόλη. Μάλιστα οι τιμές είναι μειωμένες έως και 70% και δε θυμίζουν σε τίποτα το παρελθόν των συγκεκριμένων δρόμων. Είναι χαρακτηριστικό πως στην Τσιμισκή μπορεί να βρει κανείς πέδιλα από 12 ευρώ, ενώ κάποια καταστήματα έχουν ήδη προχωρήσει σε «δεύτερη μείωση τιμών». Ωστόσο, τα ταμεία των εμπόρων δεν έχουν ακόμη ζεσταθεί με εξαίρεση τα ταμεία των πολυεθνικών που αποτελούν πόλο έλξης για τους ξένους. Οι εκπτώσεις δεν έχουν πια το ίδιο νόημα που είχαν κάποτε για την αγορά και τους καταναλωτές». Και αυτό διότι στην πράξη, όπως λέει η Αγγελική Ασημακοπούλου, ιδιοκτήτρια καταστήματος με λευκά είδη στην Τσιμική, «έχουμε επιμηκύνει την περίοδο των εκπτώσεων άτυπα είτε με τη μορφή του ”δεκαήμερου προσφορών” είτε με κάποιες ειδικές τιμές σχεδόν όλο το χρόνο για να προσελκύουμε το αγοραστικό κοινό. Ετσι, είναι δύσκολο να καταλάβουμε τη διαφορά σε σχέση με την «επίσημη» περίοδο των εκπτώσεων».

Η κ. Ασημακοπούλου δεν είναι απόλυτα ικανοποιημένη από την κίνηση των τελευταίων ημερών, παρότι στα καταστήματα μπαίνουν πολλοί Βαλκάνιοι τουρίστες οι οποίοι σπεύδουν να επωφεληθούν των χαμηλών τιμών. Αλλωστε, όπως λέει, «ένα χελιδόνι δε φέρνει την άνοιξη» και οι τουρίστες δεν μπορεί να καλύψουν τη «μαύρη τρύπα» που δημιούργησε η κρίση στην αγορά. Οσο για τους Ελληνες; «Αυτοί προσπαθούν με το χαμηλότερο κόστος να αγοράσουν την υψηλότερη ποιότητα». Μάλιστα δηλώνουν ξεκάθαρα στους καταστηματάρχες ότι θα περιμένουν μέχρι τα τέλη Αυγούστου, «μήπως πέσουν κι άλλο οι τιμές».