Ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος πριν από τέσσερις μήνες κρέμασε τα γάντια βάζοντας τέλος σε ένα υπέροχο ταξίδι, όπως χαρακτήρισε τη διαδρομή του από την Προοδευτική στον Ολυμπιακό, στη Σιένα, στη Μίλαν, στη Ρόμα, στην Ασκολι, στη Μεσίνα, στον ΠΑΣ Γιάννινα, στον Ηρακλή και στον Πανιώνιο. Προβληματισμένος αλλά όχι απελπισμένος με όσα συμβαίνουν στην ελληνική κοινωνία και στο ποδόσφαιρο, επιμένει να σκέπτεται θετικά ελπίζοντας ότι οι νέοι με τις πράξεις τους θα πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους.

Η βία και τα στημένα είναι εισβολείς που μπήκαν σπίτι και μας βίασαν, υποστηρίζει με συνέντευξη του στο Βήμα, καλώντας όλους όσοι εμπλέκονται με το ποδόσφαιρο να αξιοποιήσουν την ευκαιρία που δίνει η οικονομική κρίση, χτίζοντας καινούργιες νοοτροπίες και διαπαιδαγωγώντας ποδοσφαιριστές σκεπτόμενους, ευφυείς και με δομημένη άποψη.

Ο πρώην διεθνής τερματοφύλακας ετοιμάζεται να συνεχίσει το υπέροχο ταξίδι από τη θέση του προπονητή. Ο λόγος;

«Επειδή είχε αρχίσει να με κουράζει η κατάσταση στο ελληνικό πρωτάθλημα και ένιωθα να μην το αγαπάω με πάθος το ποδόσφαιρο όπως πριν, αποφάσισα να το σταματήσω προτού αρχίσει να φθείρεται μέσα μου. Ηθελα να δοκιμάσω αν μπορώ να το δω από άλλη οπτική γωνία. Πήγα στη σχολή προπονητών της ΕΠΟ με την προοπτική να αποκτήσω κάποια διπλώματα και να συνεχίσω στην Ιταλία. Διαπίστωσα ότι το επίπεδο είναι υψηλότατο χάρη στον κ. Τέλη Μπατάκη που πήρε τη σχολή σε ανυποληψία και την έκανε εφάμιλλη των ευρωπαϊκών. Απέκτησα το πρώτο δίπλωμα, συνεχίζω για το δεύτερο και ενδιάμεσα θα παρακολουθήσω σεμινάριο διαχείρισης ανθρώπινου προσωπικού στο εξωτερικό. Μου φαίνεται ενδιαφέρουσα η προπονητική».

Παρ’ ότι την είχες χαρακτηρίσει ψυχοφθόρα.

«Οντως είναι ψυχοφθόρα. Είναι θέση με μεγαλύτερο άγχος και από εκείνη του τερματοφύλακα. Ισως το έχει η μοίρα μου να επιλέγω θέσεις με μεγάλο άγχος. Οπως λέει ο Γκουαρντιόλα, πρέπει να μάθουμε να διαχειριζόμαστε τα συναισθήματά μας».

Το πτυχίο της Ψυχολογίας το πήρες τελικά;

«Απέμεινε η τελευταία εξεταστική. Φοίτησα τέσσερα χρόνια. Διάβασα αρκετά. Η σχολή είχε ενδιαφέρον, πήρα πολλές γνώσεις, αλλά στο τέλος όταν είδα την ψυχολογία επαγγελματικά, η αλήθεια είναι ότι τρόμαξα μπροστά στο γεγονός ότι θα ήμουνα υπόλογος απέναντι σε ανθρώπινες ζωές και θα έπαιζα σημαντικό ρόλο στη ζωή τους. Είμαι ενοχικός άνθρωπος και επειδή θεωρώ την ενοχικότητα από τα μεγαλύτερα προτερήματα, θα μου ήταν δύσκολο να ξεπεράσω μια κακή συνεδρία».

Πώς βιώνεις την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στο ελληνικό ποδόσφαιρο, όπου ιστορικές ομάδες κινδυνεύουν με πτώχευση, αποτελέσματα αμφισβητούνται και η οπαδική βία σκιάζει τα πάντα;

«Η βία και τα στημένα δεν είναι παιδιά του ποδοσφαίρου. Είναι εισβολείς στους οποίους εμείς επιτρέψαμε να μπούνε σπίτι μας και να μας βιάσουν. Φταίμε που βρήκαν την πόρτα ανοιχτή. Το ποδόσφαιρο τα τελευταία χρόνια, όπως εξελίχθηκε ως άθλημα αγωνιστικά, μπορεί να προσφέρει ένα παράδειγμα στην κοινωνία. Βρήκε λύσεις ακόμη και στις αγωνιστικές δυσκολίες. Ο ποδοσφαιριστής δέχεται μεγάλη πίεση από τον αντίπαλο και καλείται να λειτουργήσει σε ελάχιστο χώρο και χρόνο. Κατ’ επέκταση το ποδόσφαιρο μπορεί να αποτελέσει έναν καλό οδηγό για την κοινωνία, ως προς το πώς θα προσαρμοστούμε στις απαιτήσεις της. Κυνηγώντας τον χαμένο θησαυρό η κοινωνία μάς επέβαλε τρελούς ρυθμούς».

Αισιοδοξείς δηλαδή ότι υπάρχει ένα καλύτερο αύριο;

«Οταν σκεφτόμαστε θετικά, υπάρχουν λύσεις. Θεωρώ τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή μια ευκαιρία να χτιστούν νοοτροπίες. Από τη στιγμή που δεν υπάρχουν χρήματα για να αγοράζουμε όποιον θέλουμε, είναι μια καλή ευκαιρία να καταλάβουν όλοι ότι μπορούμε να χτίσουμε νοοτροπίες. Θα με ενδιέφερε να δουλέψω με κάποιον άνθρωπο που έχει ανάλογες ιδέες. Τον ποδοσφαιριστή οι απ’ έξω τον θεωρούν τεμπέλη. Διαφωνώ. Απλά δεν του έχουν δείξει τον δρόμο που πρέπει να περπατήσει. Τον ποδοσφαιριστή τον θέλουμε πλέον σκεπτόμενο. Το μοντέλο του υπάκουου σε εντολές ποδοσφαιριστή έχει τελειώσει. Μόνο ο σκεπτόμενος ποδοσφαιριστής που δουλεύει επαγγελματικά μπορεί να κάνει τη διαφορά».

Υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στο ιταλικό και το ελληνικό ποδοσφαιρικό μοντέλο;

«Τεράστιες. Στην Ιταλία αγαπούν τον ποδοσφαιριστή και αυτός από την πλευρά του δουλεύει σκληρά τιμώντας και το τελευταίο ευρώ που παίρνει. Στην Ελλάδα τον ποδοσφαιριστή δεν τον αγαπούν ούτε οι οπαδοί ούτε οι δημοσιογράφοι. Αλλά και ο ποδοσφαιριστής δεν τιμάει 100% τη δουλειά του».

Τι θα έλεγες σε ένα νέο παιδί που μεγαλώνει σε κλίμα οπαδικού φανατισμού και βίας;

«Να οδηγηθεί στα ευρωπαϊκά πρότυπα, να απολαμβάνει το ποδόσφαιρο το οποίο είναι ένα σοβαρό παιχνίδι για τους παίκτες και μια παράσταση για τους θεατές. Να είναι απαιτητικός από την ομάδα του, να μην τον ενδιαφέρει η νίκη με κάθε τίμημα και να διασκεδάζει με το καλό θέαμα. Κατά πόσο αυτό είναι εφικτό με τα τόσα κοινωνικά προβλήματα, δεν το γνωρίζω».