Σε ένα μικρό σπίτι δύο υπνοδωματίων, ο Κωνσταντίνος Παπαϊωάννου ζει με τη γυναίκα του, τα δύο παιδιά του και τη μητέρα του. Το πρώην σπίτι του 51χρονου αγρότη στο χωριό Μεταμόρφωση έχει μετατραπεί σε ένα άδειο κουφάρι: μούχλα στους τοίχους και η γραμμή της πλημμύρας να φαίνεται πάνω από την πόρτα.

Δύο χρόνια μετά την κακοκαιρία Ντάνιελ, που μετέτρεψε τη γεωργική ζώνη της Ελλάδας σε λιμνοθάλασσα, η Μεταμόρφωση είναι ένα από τα δεκάδες χωριά που παραμένουν μισοεγκαταλελειμμένα.

Όπως αναφέρει το Politico που πραγματοποίησε στις πληγείσες περιοχές της Θεσσαλίας, οι οικογένειες που εγκατέλειψαν τα χωριά λένε ότι είναι από τους πρώτους κλιματικούς πρόσφυγες στην Ευρώπη, εκτοπισμένοι από ακραία καιρικά φαινόμενα, αδύνατο να βρουν προσιτή στέγη.

«Μόνο οι τοίχοι και τα παράθυρα έχουν μείνει στο σπίτι μας», λέει ο Παπαϊωάννου. «Είναι αδύνατο να ξαναχτίσεις από την αρχή». Το ενοίκιο για το νέο σπίτι τους επιδοτείται από το κράτος, αλλά οι πληρωμές καθυστερούν και η γραφειοκρατία είναι βαριά. Η επιδότηση πρόκειται να λήξει και η οικογένεια ελπίζει σε παράταση. Η κυβέρνηση είχε υποσχεθεί να μεταφέρει το χωριό σε ασφαλέστερη περιοχή, δύο χρόνια μετά, οι μελέτες για τη μετεγκατάσταση παραμένουν ατελείς.

Για τη 70χρονη μητέρα του Κωνσταντίνου, Ζωή Παπαϊωάννου, το να φύγει από το σπίτι της είναι κάτι που ποτέ δεν ήθελε. «Οι οικογένειες με μικρά παιδιά δεν επιστρέφουν στα χωριά. Αν ζούσε ο σύζυγός μου, θα είχαμε επιστρέψει. Γεννήθηκα εδώ και θέλω να πεθάνω εδώ. Αλλά θα πάω όπου πάνε τα παιδιά μου».

Η περιοχή έχει μακρά ιστορία πλημμυρών, αλλά η μεγαλύτερη πλημμύρα της 5ης Σεπτεμβρίου 2023, όταν το νερό έφτασε στα κεραμίδια, ήταν διαφορετική. Η Ζωή Παπαϊωάννου πρόλαβε να πάρει μαζί της μια εικόνα της Παναγίας, ένα πιεσόμετρο και το βιβλιάριο υγείας πριν τη σώσουν οι συγγενείς. Μετανιώνει που δεν πρόλαβε να σώσει τις οικογενειακές φωτογραφίες.

Στη Μεταμόρφωση, ο 60χρονος Κωνσταντίνος Τσιούκας είπε ότι εκείνος και η γυναίκα του κατάφεραν να σώσουν μόνο τα στέφανα του γάμου τους. «Δεν θέλουμε να επιστρέψουμε εδώ. Θα φοβόμαστε πάντα τις πλημμύρες. Γιατί να περάσω ξανά αυτό το δράμα; Γιατί να βάλω τα παιδιά μου σε αυτό;», διερωτάται.

Υπολογίζει ότι περίπου 40 οικογένειες έχουν επιστρέψει, παρόλο που, όπως υποστηρίζει, κανένας κυβερνητικός υπάλληλος δεν έχει ελέγξει την ασφάλεια των σπιτιών. Οι επιστροφές έγιναν κυρίως λόγω προβλημάτων με το ενοίκιο. Ο ίδιος πηγαινοέρχεται στη Μεταμόρφωση για να φροντίσει τα χωράφια του, αλλά ούτε εκείνος ούτε τα παιδιά του θέλουν να συνεχίσουν τη γεωργία. «Δεν αξίζει τον κόπο», λέει και συμπληρώνει: «Θέλω να πεινάσουν τα παιδιά μου; Όχι».

Στο μοναδικό καφέ του χωριού που επαναλειτούργησε, η 55χρονη Φανή Ντάντου λέει ότι η κίνηση περιορίζεται σε μερικές δεκάδες άτομα που πίνουν καφέ, τσίπουρο ή μεζέ. «Αν ήμουν 30, θα φεύγαμε. Θα πηγαίναμε στη Γερμανία να πλύνουμε πιάτα», λέει και τονίζει ότι: «αυτό ήταν ένα ζωντανό χωριό με τρία ή τέσσερα καφέ, τώρα μόνο κηδείες έχουμε».

Μια περιοχή κάτω από το νερό

Η κακοκαιρία Ντάνιελ έριξε βροχή περισσότερη από όση συνήθως πέφτει σε έναν χρόνο στην κεντρική Ελλάδα μέσα σε λίγες ώρες. Σύμφωνα με την υπηρεσία παρακολούθησης Copernicus της ΕΕ, περίπου 750 τετραγωνικά χιλιόμετρα της Θεσσαλικής πεδιάδας, περίπου όσο η Νέα Υόρκη, πλημμύρισαν, κυρίως γεωργικές εκτάσεις. Η πεδιάδα παράγει το 25% της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, με σιτάρι, κριθάρι, ρεβίθια, φακές και φυστίκια.

«Δεν υπήρξε απολύτως καμία σχεδιασμένη πρόληψη», λέει ο Δημήτρης Κουρέτας, περιφερειάρχης Θεσσαλίας, δείχνοντας τρεις χάρτες στο γραφείο του στη Λάρισα που δείχνουν ότι η κυβέρνηση υποσχέθηκε έργα αντιπλημμυρικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένων αλλαγών σε ποτάμια και φράγματα στα βουνά, κανένα από τα οποία δεν έχει υλοποιηθεί. «Το υπάρχον σύστημα μπορεί να χειριστεί μόνο περίπου το 40% του όγκου νερού της κακοκαιρίας Ντάνιελ», αναφέρει μιλώντας στο Politico.

Η κλιματική αλλαγή επιδεινώνει την κατάσταση, φέρνοντας όχι μόνο πλημμύρες αλλά και ξηρασία. Οι ξηρότεροι καλοκαιρινοί μήνες και η υπεράντληση υπόγειων υδάτων έχουν προκαλέσει σοβαρές ελλείψεις. Οι αγρότες των χωριών διαφωνούν για την κατανομή του νερού.

«Το χειμώνα δουλεύουμε για να διατηρούμε τα αναχώματα ώστε να μην πλημμυρίσουμε», λέει ο 77χρονος αγρότης Κωνσταντίνος Τασιόπουλος, που εγκατέλειψε τις πλημμυρισμένες περιοχές για την Καρδίτσα μετά την κακοκαιρία. «Το καλοκαίρι δεν έχουμε αρκετό νερό για άρδευση. Σύντομα δεν θα έχουμε ούτε νερό για να πιούμε. Θα γίνει έρημος», αναφέρει.

Η πλημμύρα του 2023 σκότωσε επίσης περίπου 100.000 ζώα, ενώ εκατοντάδες πρόβατα και κατσίκες θανατώθηκαν μετά από εκδηλώσεις ταχύτατης εξάπλωσης ασθενειών.

«Αυτό το μέρος ήταν γεμάτο ζωή, πάντα υπήρχαν χιλιάδες χοίροι», λέει ο Γιώργος Διδαγέλος, χοιροτρόφος στο χωριό Κοσκινά και πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Κτηνοτρόφων, που έχασε 6.600 χοίρους από την κακοκαιρία. «Ακόμη βλέπω εφιάλτες εκείνης της νύχτας», λέει.

Η δυσκολία στην απομάκρυνση των πτωμάτων ήταν τέτοια που τα υπολείμματα των πνιγμένων χοίρων φαίνονται ακόμη στην πλέον εγκαταλελειμμένη εκτροφική μονάδα του Διδαγέλου.

Επανακατασκευή ή μετεγκατάσταση

Οι κάτοικοι παραμένουν διασκορπισμένοι, αλλά κάποιοι συζητούν αν είναι καλύτερα να ξαναχτίσουν ή να μετακινηθούν. Το χωριό Βλοχός πριν από την πλημμύρα είχε περίπου 400 κατοίκους. Σήμερα, λιγότεροι από το ένα τρίτο έχουν επιστρέψει.

Ένα πρόσφατο δημοψήφισμα για τη μετεγκατάσταση διχάζει την κοινότητα. Το 65% δήλωσε ότι θέλει να φύγει, αλλά οι αρχές απαντούν ότι αυτό δεν αρκεί.

«Μας λένε ότι για να γίνει μετεγκατάσταση πρέπει να συμφωνήσουμε όλοι. Αλλά αυτό είναι αδύνατο», λέει ο Βασίλης Καλογιάννης, πρόεδρος του χωριού.

«Είναι σαν μια οικογένεια, σπάνια συμφωνούν όλοι ομόφωνα. Οι γονείς αποφασίζουν. Μια απόφαση πρέπει να τη λάβει το κράτος», λέει ο Ιωάννης Κουκας, 52 ετών, προκάτοχος του Καλογιάννη.

Ο 54χρονος τεχνίτης και ζωγράφος Βασίλης Γαλάνης ζει τώρα στην Καρδίτσα με τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του. Αν η μετεγκατάσταση δεν προχωρήσει, σκέφτεται να φύγει από τη χώρα. «Δεν πρόκειται να ξοδέψω μια περιουσία εδώ και να την ξαναχάσω. Τα παιδιά μου δεν θα μείνουν ούτως ή άλλως», αναφέρει χαρακτηριστικά.