Περισσότερο από το αναμενόμενο βελτιώθηκε το επιχειρηματικό κλίμα στη Γερμανία τον Αύγουστο, καθώς η δραστηριότητα τόσο του μεταποιητικού τομέα όσο και του τομέα των υπηρεσιών επιταχύνθηκε, σύμφωνα με έρευνα του ινστιτούτου Ifo, ενισχύοντας τις ελπίδες ότι η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία θα έχει μία ισχυρή ανάκαμψη μετά το μεγάλο σοκ του κορονοϊού.

Ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος του Ifo αυξήθηκε στις 92,6 μονάδες από τις αναθεωρημένες προς τα κάτω 90,4 μονάδες του Ιουλίου. Πρόκειται για την τέταρτη συνεχόμενη μηνιαία αύξηση του δείκτη, η οποία είναι καλύτερη από τις προσδοκίες των οικονομολόγων για 92,2 μονάδες, όπως σημειώνει το ΑΜΠΕ.

«Η γερμανική οικονομία είναι στον δρόμο της ανάκαμψης», ανέφερε ο πρόεδρος του ινστιτούτου Κλέμενς Φούεστ σε ανακοίνωσή του, προσθέτοντας ότι οι εταιρείες αξιολογούν πολύ πιο αισιόδοξα την τρέχουσα κατάσταση της δραστηριότητάς τους σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα.

Τα ισχυρότερα κέρδη όσον αφορά το επιχειρηματικό κλίμα κατέγραψαν οι μεταποιητικές εταιρείες και οι εταιρείες παροχής υπηρεσιών, ενώ το κλίμα βελτιώθηκε περαιτέρω και μεταξύ των κατασκευαστικών εταιρειών.

Ο οικονομολόγος του ινστιτούτου Κλάους Φολράμπε δήλωσε ότι αναμένει πως η γερμανική οικονομία θα αναπτυχθεί σχεδόν 7% στο τρίτο τρίμηνο του έτους μετά τη βουτιά – ρεκόρ 9,7% που έκανε στο δεύτερο τρίμηνο, κατά το αποκορύφωμα της πανδημίας.

«Η ανάκαμψη είναι ακόμη εύθραυστη. Δεν έχουμε φθάσει ακόμη στο προ της κρίσης επίπεδο», είπε ο Φολράμπε στο Reuters, προσθέτοντας ότι η τελευταία αύξηση των νέων μολύνσεων υπογραμμίζει τον κίνδυνο ενός δεύτερου κύματος που μπορεί να εκτροχιάσει ξανά την ανάκαμψη.

Ο οικονομολόγος του Ifo σημείωσε επίσης ότι οι προσδοκίες για τις εξαγωγές υποχώρησαν ξανά λίγο, καθώς η δραστηριότητα στο εξωτερικό παραμένει δύσκολη για πολλές γερμανικές εταιρείες. «Εν όψει της εύθραυστης κατάστασης σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η γερμανική εξαγωγική βιομηχανία τα πάει σχετικά καλά», τόνισε.

Γαλλία: Εγγυήσεις για μακροπρόθεσμα δάνεια ύψους 3 δισ. ευρώ σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έχουν υψηλό χρέος

Η γαλλική κυβέρνηση προτίθεται να εγγυηθεί για τη χορήγηση μαροπρόθεσμων δανείων ύψους 3 δισ. ευρώ σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα, τα οποία θα καταγράφονται στους ισολογισμούς τους ως μετοχικό κεφάλαιο, δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών της χώρας, Μπρουνό Λεμέρ, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Les Echos.

Το χρέος των γαλλικών εταιρειών κινείτο σε επίπεδα – ρεκόρ ακόμη και πριν από την έξαρση του κορονοϊού, ενώ πολλές από αυτές αύξησαν τον δανεισμό τους για να συνεχίσουν να λειτουργούν καθώς η ροή μετρητών μειώθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Το γαλλικό κράτος έχει ήδη προσφερθεί να δώσει εγγυήσεις ύψους 300 δισ. ευρώ σε τραπεζικά δάνεια, αλλά η κακή κατάσταση των ισολογισμών ορισμένων μικρότερων επιχειρήσεων οδήγησε σε εκκλήσεις από την κεντρική τράπεζα και οικονομολόγους για την παροχή στήριξης με τη μορφή μετοχικού κεφαλαίου, προκειμένου να αποτραπεί ένα νέο κύμα χρεοκοπιών.

Ο Λεμέρ δήλωσε στη συνέντευξή του ότι το κράτος θα εγγυηθεί δάνεια ύψους 3 δισ. ευρώ σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα οποία θα έχουν ελάχιστη διάρκεια τα επτά έτη, βοηθώντάς τις να αντλήσουν 10-15 δισ. ευρώ.

Τα δάνεια θα καταγράφονται λογιστικά ως μετοχικό κεφάλαιο στα βιβλία των εταιρειών, κάτι που σημαίνει ότι δεν θα προστίθενται στο χρέος τους, ενώ δεν προβλέπεται η παροχή δικαιωμάτων στην εταιρική διακυβέρνηση, όπως συμβαίνει συνήθως με τις μετοχές.

«Αυτά τα μακροπρόθεσμα δάνεια είναι απαραίτητα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έχουν πολύ υψηλά επίπεδα χρέους, τα οποία εμποδίζουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις τους», δήλωσε ο Λεμέρ.

Ο ίδιος πρόσθεσε ότι είναι σε εξέλιξη συζητήσεις με τις τράπεζες σχετικά με το ύψος της χρέωσης των εταιρειών για τα δάνεια και σημείωσε ότι θα είναι οι τράπεζες αυτές που θα αποφασίζουν ποιες θα παίρνουν τα δάνεια για να διασφαλιστεί ότι θα πηγαίνουν σε εταιρείες με βιώσιμες δραστηριότητες.

Ο Λεμέρ είπε επίσης ότι οι τράπεζες συμφώνησαν να χρεώνουν (επιτόκιο)1-3% μετά το πρώτο έτος για τα δάνεια στο πλαίσιο του προγράμματος των εγγυήσεων ύψους 300 δισ. ευρώ, ανάλογα με τη διάρκεια του δανείου. Το πρώτο έτος, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις πληρώνουν (επιτόκιο) μόνο 0,25% με βάση το πρόγραμμα και οι μεγαλύτερες εταιρείες 0,50%.