«Πριν από δέκα ημέρες ενδεχομένως πολλοί να πίστευαν πως οι τράπεζες έχουν αφήσει πίσω τους τον εφιάλτη της οικονομικής κρίσης του 2007 – 2009. Τώρα είναι σαφές ότι εξακολουθούν να προκαλούν τρόμο». Αυτό σχολιάζει ο Economist σε δημοσίευμά του με τίτλο «Τι πάει λάθος με τις τράπεζες;». Η κατάρρευση της Silicon Valley Bank ήταν η «σπίθα» για την ανάφλεξη του πανικού στις αγορές και παρά τις παρεμβάσεις των ρυθμιστικών αρχών, επενδυτές και καταθέτες δεν φαίνεται να καθησυχάζονται.

Στις ΗΠΑ σχεδόν 230 δισ. δολάρια έχουν κάνει «φτερά» από τη χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών, με το σχετικό δείκτη να καταγράφει πτώση 17% τον Μάρτιο. Ανάλογη είναι η τάση και στην Ευρώπη, όπου η «κατρακύλα» της μετοχής της Credit Suisse  (έχασε το ¼ της αξίας της στις 15 Μαρτίου και αναγκάστηκε να προσφύγει για βοήθεια στην Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας), παρέσυρε στο «κόκκινο» τον ευρύτερο τραπεζικό τομέα.

Δεκατέσσερα χρόνια μετά, οι εφιαλτικές μνήμες επιστρέφουν, όπως και τα ερωτήματα για το πόσο εύθραυστες είναι οι τράπεζες και αν οι ρυθμιστικές αρχές έχουν πάρει το μήνυμά τους.

αμερικανική σημαία

Στο προσκήνιο ένας υποτιμημενός κίνδυνος

Η κατάρρευση της Silicon Valley Bank, σημειώνει ο Economist, έριξε φως σε έναν – μέχρι πρότινος – αρκετά υποτιμημένο ενδοσυστημικό κίνδυνο. Όταν τα επιτόκια ήταν χαμηλά η τράπεζα «φόρτωσε» το χαρτοφυλάκιό της με μακροπρόθεσμα ομόλογα.

Όταν η FED αποφάσισε να προχωρήσει σε αυξήσεις επιτοκίων, με πρωτοφανή ρυθμό εδώ και τέσσερις δεκαετίες, η τράπεζα βρέθηκε αντιμέτωπη με τεράστιες λογιστικές απώλειες. Αν τώρα μια τράπεζα – όπως συνέβη στην περίπτωση της Silicon Valley Bank – αναγκαστεί σε αυτή τη φάση να ρευστοποιήσει τα ομόλογά της, τότε η λογιστική ζημιά μετατρέπεται άμεσα σε πραγματικές απώλειες.

Την ίδια στρατηγική με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ακολουθεί και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, θέλοντας να «χτυπήσει» τον πληθωρισμό. Και στην Ευρώπη οι ανησυχίες για τα προβλήματα που προκαλεί αυτή η πολιτική εντείνονται με πολλούς επενδυτές να αντιδρούν και να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τις σοβαρές παρενέργειες στον τραπεζικό τομέα, αλλά και στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά.

Σύμφωνα με τον Economist, σε ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ, οι μη αναγνωρισμένες απώλειες λόγω της αύξησης των επιτοκίων είναι τεράστιες: Εκτιμώνται σε 620 δισεκατομμύρια δολάρια στο τέλος του 2022. Οι περισσότερες τράπεζες φαίνεται να μην κινδυνεύουν, καθώς έχουν την απαραίτητη ρευστότητα. Όμως  η αύξηση των επιτοκίων έχει αφήσει το σύστημα ευάλωτο.

Η οικονομική κρίση του 2007-09 ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα αλόγιστων δανειοδοτήσεων και της «φούσκας» των ακινήτων. Οι κανονισμοί, μετά την κρίση, ανάγκασαν τις τράπεζες να κατέχουν πιο ασφαλή περιουσιακά στοιχεία. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ενθαρρύνθηκαν να αγοράσουν κρατικά ομόλογα μεγάλης διάρκειας και πολλά χρησιμοποιήσαν τις συσσωρευμένες καταθέσεις – την περίοδο της πανδημίας – προς αυτήν την κατεύθυνση.

Όμως η διατήρηση ενός ομολόγου μέχρι τη λήξη του, ιδιαίτερα για τις μικρότερες τράπεζες είναι ένα αρκετά δύσκολο στοίχημα και απαιτεί την αντιστοίχιση με τις καταθέσεις. Όταν ένα μεγάλο ποσοστό καταθετών σπεύδει να τραβήξει τα χρήματά του, είτε λόγω έλλειψης ρευστότητας, είτε επειδή θέλει να τα επενδύσει σε πιο αποδοτικά προγράμματα (σ.σ. που προσφέρουν υψηλότερα επιτόκια), τότε η κατάσταση γίνεται οριακή. Προσπαθώντας οι μικρότερες τράπεζες να ανταποκριθούν στα αιτήματα για ρευστότητα, αναγκάζονται να πουλήσουν περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή ομόλογα, και οι απώλειες «αποκρυσταλλώνονται».

Ο Economist υπογραμμίζει πως οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να οικοδομήσουν ένα καθεστώς που να αναγνωρίζει τους κινδύνους από την αύξηση των επιτοκίων. Ενδεχομένως, όπως αναφέρει, να πρέπει να αποφασιστεί οι τράπεζες να έχουν ακόμη μεγαλύτερα κεφαλαιακά αποθέματα, ώστε να ενισχύσουν την ασφάλεια των καταθετών και επενδυτών.

Επιμένουν στην αύξηση επιτοκίων, καθησυχάζουν για την κρίση

Πάντως και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εμφανίζονται καθησυχαστικές και συνεχίζουν να υποστηρίζουν την πολιτική της αύξησης των επιτοκίων ως «φάρμακο» κατά του πληθωρισμού.

Στην Ευρώπη, η κατάρρευση της μετοχής της Credit Suisse αποδίδεται στα προβλήματα της ίδιας της τράπεζας και υπογραμμίζεται πως ο τραπεζικός τομέας της ευρωζώνης έχει πλεονάζουσα ρευστότητα. Όπως επισημαίνουν αξιωματούχοι η τρέχουσα κατάσταση των τραπεζών σε καμία περίπτωση δεν είναι συγκρίσιμη με αυτή του 2008 και δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας.

Πάντως το «σωσίβιο» στην Credit Suisse από την Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας, όπως και η παρέμβαση των ρυθμιστικών αρχών για τη διασφάλιση των καταθέσεων στη Silicon Valley Bank, αλλά και η σωτηρία με δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια της First Republic από ένα γκρουπ μεγάλων τραπεζών, δεν συντελούν στη διαμόρφωση ενός κλίματος «ηρεμίας» και «κανονικότητας».

Credit Suisse

Οι φόβοι παραμένουν παρά τις καθησυχαστικές δηλώσεις και είναι ενδεικτικό πως Credit Suisse επέστρεψε στα «κόκκινα» την Παρασκευή, μετά από μια μικρή ανάπαυλα στην «κατρακύλα» την Πέμπτη, ύστερα από την ανακοίνωση της χρηματοδότησης από την Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας.

Αναλυτές επισημαίνουν το αυξημένο ρίσκο της επιμονής της επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ στην πολιτική της αύξησης των επιτοκίων. Δεν είναι λίγοι μάλιστα αυτοί που «στοιχηματίζουν» πως με την αβεβαιότητα να παραμένει, η ΕΚΤ ενδεχομένως να αναγκαστεί να περιορίσει αυτή την πρακτική τον Μάιο.

«Σε κάθε περίπτωση όσο παραμένει ο τραπεζικός κλάδος υπό πίεση δεν θα πρέπει να αποκλείουμε την πιθανότητα όσο περνάει ο καιρός να βρεθούμε αντιμέτωποι και με κάποια άλλη χρεοκοπία μικρότερη ή μεγαλύτερη», σημειώνει στο Newsbeast, ο Χρήστος Αλωνιστιώτης, Senior Portfolio Manager της XSpot Wealth και προσθέτει:

«Όλες οι τράπεζες αντιμετωπίζουν πρόβλημα, όλες οι τράπεζες έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους κρατικά ομόλογα και από τις αυξήσεις των επιτοκίων καταγράφουν απώλειες. Μπορεί σε αυτή τη φάση να είναι λογιστικές, αλλά αν για κάποιο λόγο μια τράπεζα χρειαζόταν να προχωρήσει σε ρευστοποίηση σημαίνει πως θα έχανε ένα μεγάλο μέρος των κεφαλαίων που έχει στην άκρη για τέτοιες περιπτώσεις. Αυτό θα μπορούσε να πυροδοτήσει ένα κύμα πανικού από τις μικρότερες τράπεζες προς τις μεγαλύτερες»