Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καθορίζει τη μοίρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι είναι κοινώς κατανοητό και παραδεκτό.

Ο έλεγχος της νομισματικής πολιτικής, που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία για την οικονομική επιβίωση ενός κράτους, παραχωρείται από τα κράτη-μέλη της ΕΕ στην ΕΚΤ με την είσοδό τους στην Ευρωζώνη. Σύμφωνα με δημοσίευμα του περιοδικού «Επίκαιρα», αυτό γίνεται με την πίστη και την ελπίδα των κρατών της ΕΕ και τη δέσμευση της ΕΚΤ ότι η άσκηση της νομισματικής πολιτικής θα γίνεται με γνώμονα το κοινό συμφέρον της Ευρωζώνης.

Σύμφωνα μάλιστα με αυτό, η πολιτική της ΕΚΤ στα τέλη του 2008 προκάλεσε την άνοδο του ευρώ στο 1,60 έναντι του δολαρίου, κάνοντας το ενιαίο νόμισμα το ακριβότερο στον κόσμο, σκοτώνοντας με αυτό τον τρόπο τις ευρωπαϊκές οικονομίες, οι οποίες, πέρα απ’ τα υψηλότερα επιτόκια στη Δύση, είχαν να αντιμετωπίσουν και το ακριβό ευρώ.

Αργότερα, κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης, η ΕΚΤ προχώρησε σε μια νέα ανεξήγητη και για πολλούς καταστροφική κίνηση, αυξάνοντας τα επιτόκια του ευρώ, την ώρα που ολόκληρος ο κόσμος προσδοκούσε μείωση.

Στο δημοσίευμα του περιοδικού γίνεται λόγος για την μυστικότητα με την οποία δρα η ΕΚΤ. Και αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η ΕΚΤ αύξησε τον ισολογισμό της κατά 1,8 τρισ. ευρώ τα τελευταία τέσσερα έτη, αλλά δεν έχει ενημερώσει την ΕΕ σχετικά με τα προϊόντα που αγόρασε, σε ποιες τιμές και με ποιους όρους τα απέκτησε και, το κυριότερο, από ποιον τα αγόρασε. Κανείς δεν γνωρίζει πώς αξιολογεί τις τιμές των προϊόντων που αγοράζει η ΕΚΤ, πώς επιβάλλει τα «κουρέματα» κι αν αυτά είναι ίδια σε αντίστοιχες περιπτώσεις.

Κανείς δεν ξέρει γιατί η ΕΚΤ αγόρασε το συγκεκριμένο ύψος κρατικών ομολόγων διαφόρων κρατών και όχι λιγότερο ή περισσότερο, γιατί αποφάσισε να παράσχει στις ευρωπαϊκές τράπεζες δάνεια ύψους 1 τρις ευρώ στα τέλη του 2011 και όχι νωρίτερα, στην αρχή της κρίσης. Η ΕΚΤ δεν δικαιολογείται, δεν απολογείται και δεν κρίνεται.

Όπως αναφέρεται πάντως στο δημοσίευμα των «Επίκαιρων», ο δρόμος στον οποίο έχει μπει η ΕΚΤ προκαλεί τεράστιες αποκλίσεις εντός της ΕΕ, υπονομεύοντας το μέλλον των κρατών-μελών της και της ίδιας της Ένωσης και δημιουργώντας μια εκκολαπτόμενη κρίση Δημοκρατίας.