Στην προαγγελία ότι μέχρι το τέλος του τρίτου τριμήνου του 2012 οι ελληνικές τράπεζες θα κληθούν να προχωρήσουν σε πλήρη επαναπροσδιορισμό των επιχειρησιακών τους σχεδίων, ώστε να είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες προκλήσεις που δημιουργεί η ύφεση και να προβούν σε σημαντικού ύψους ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης, προβαίνει η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2011-2012 που υποβλήθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής και το Υπουργικό Συμβούλιο.

Σύμφωνα με την Έκθεση, οι επιπρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις τράπεζες θα προκύψουν με την ολοκλήρωση της άσκησης ανακεφαλαιοποίησης που διεξάγει η Τράπεζα της Ελλάδος, σε συνεργασία με την τριμερή επιτροπή (ΔΝΤ/ΕΕ/ΕΚΤ), βάσει δύο σεναρίων μακροοικονομικών παραδοχών, ενός βασικού και ενός δυσμενούς. Για τον προσδιορισμό δε του ελάχιστου ύψους των αναγκαίων πρόσθετων κεφαλαίων θα ληφθούν υπόψη:

-Η απομείωση της αξίας των χαρτοφυλακίων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου που κατέχουν οι τράπεζες, η οποία προκύπτει από τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα κατ’ εφαρμογή της απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου 2011.

-Οι εκτιμηθείσες αναμενόμενες ζημίες στα χαρτοφυλάκια δανείων των τραπεζών.

-Οι ήδη σχηματισθείσες προβλέψεις για τις προαναφερθείσες ζημίες.

-Η εκτιμώμενη για την προσεχή περίοδο κερδοφορία των τραπεζών.

Το τελικό ύψος των απαιτήσεων σε κεφάλαια θα πρέπει επίσης να είναι επαρκές ώστε ο Δείκτης Κύριων Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων (Core Tier 1) να διαμορφωθεί κατ’ ελάχιστον σε 9% και 10% μέχρι το τέλος του τρίτου τριμήνου του 2012 και του δευτέρου τριμήνου του 2013 αντίστοιχα.

Επίσης, οι εν λόγω απαιτήσεις σε κεφάλαια διασφαλίζουν ότι για κάθε ένα από τα τρία έτη, 2012-2014, ο ανωτέρω δείκτης διαμορφώνεται σε 7% με βάση το δυσμενές σενάριο.

Όσον αφορά στην κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών, προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην προσέλκυση κεφαλαίων από επενδυτές του ιδιωτικού τομέα. Τυχόν δε απαιτούμενα πρόσθετα κεφάλαια μπορούν να αντληθούν από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

Στην Έκθεση υποστηρίζεται ότι με την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης και τη βελτίωση των δυνατοτήτων των τραπεζών να προσελκύσουν αποταμιευτικούς πόρους και να αντλήσουν ρευστά διαθέσιμα από τις αγορές είναι εύλογο να υπάρξει ευνοϊκότερη εξέλιξη της προσφοράς τραπεζικών πιστώσεων. Παράλληλα, οι τράπεζες θα έχουν τη δυνατότητα να μειώσουν σταδιακά την εξάρτησή τους όσον αφορά την παροχή ρευστότητας από το Ευρωσύστημα.

Σύμφωνα με την έκθεση οι πιέσεις στο τραπεζικό σύστημα εντάθηκαν το 2011 και συνεχίζονται και τους πρώτους μήνες του 2012. Όπως τονίζεται, οι ελληνικές τράπεζες συνέχισαν να αντιμετωπίζουν σημαντικού ύψους εκροή καταθέσεων από επιχειρήσεις και νοικοκυριά (ύψους περίπου 35 δισ. ευρώ συνολικά για το έτος), ενώ και οι εξασφαλίσεις μέσω των οποίων αντλούν χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα συνέχισαν να υφίστανται απομείωση της αξίας τους ή και να μη γίνονται αποδεκτές μετά τις υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδος σε πρώτη φάση και των τραπεζών σε δεύτερη.

Παράλληλα, η ένταση της ύφεσης επέτεινε τη δυσκολία των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών να εκπληρώνουν με συνέπεια τις δανειακές τους υποχρεώσεις, εξέλιξη που επιδείνωσε την ποιότητα των δανείων σε όλες τις κατηγορίες, ιδίως στα καταναλωτικά δάνεια. Ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων ανήλθε στο τέλος Σεπτεμβρίου 2011 σε 14,7%, από 10,5% στο τέλος Δεκεμβρίου 2010, ενώ εκτιμάται περαιτέρω άνοδός του στο τέλος Δεκεμβρίου 2011.

Επίσης, ο περιορισμός των τραπεζικών εργασιών στο πλαίσιο της οικονομικής ύφεσης οδήγησε σε περαιτέρω υποχώρηση της οργανικής κερδοφορίας των τραπεζών, δηλαδή των καθαρών εσόδων τους από τόκους και προμήθειες. Περιορισμένη δε θετική επίδραση στα αποτελέσματα είχε η μικρή, συγκριτικά με το μέγεθος των προκλήσεων, περιστολή των εξόδων.