Την πεποίθηση ότι είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας να τηρήσει στάση ουδετερότητας στο σκηνικό των ραγδαίων εξελίξεων, που σηματοδοτεί παγκοσμίως η αναμενόμενη εφαρμογή των πολυμερών εμπορικών συμφωνιών TTIP και CETA, εξέφρασε μιλώντας στο Αθηναϊκό Πρακτορείο, ο καθηγητής Γρηγόρης Ζαρωτιάδης, αντιπρόεδρος της ΑSECU (Ένωση των Οικονομικών Πανεπιστημίων της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης και της Παρευξείνιας Ζώνης). Ενόψει αποψινής του διάλεξης, ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ, τόνισε: «Αν δούμε τις εξελίξεις διεθνοπολιτικά, η Ελλάδα δεν πρέπει να επιλέξει άρμα, αλλά να παίξει ένα ρόλο βασισμένο σε μια σύγχρονη ουδετερότητα, αντίστοιχη εκείνης που είχαν υιοθετήσει στο παρελθόν η Αυστρία και η Ελβετία».

Πρόσθεσε δε, ότι ευρισκόμενη στο μέσο του γεωγραφικού τόξου συνάντησης των δύο πόλων που αναμένεται να διαμορφώσουν οι συμφωνίες -της ευρωατλαντικής συμμαχίας από τη μία και του σινορωσικού άξονα από την άλλη- η Ελλάδα χρειάζεται να συνδυάσει αυτή την ουδετερότητα με τα ιστορικά της κεκτημένα. Ερωτηθείς δε, αν η χώρα έχει τα περιθώρια να μην προσαρτηθεί σε κανένα από τα δύο «στρατόπεδα», απάντησε ότι αυτό είναι μεν δύσκολο, αλλά λόγω της γεωγραφικής της θέσης είναι εφικτό, ώστε να μπορέσει να «ποντάρει» στην εξειδικευμένη ποιοτική παραγωγή, αντί για την παραγωγή με τη λογική της συγκεντροποίησης. «Φυσικά, για να γίνει αυτό, απαιτείται συνολική αλλαγή των πολιτικών που εφαρμόζονται» υπογραμμίζει.

Πιο επιθετικές οι διεκδικήσεις των ΗΠΑ μετά και την εκλογή Τραμπ

Κατά τον κ.Ζαρωτιάδη, οι συμφωνίες αυτές έχουν ως στόχο να γενικεύσουν την πορεία ενός φιλελεύθερου μετασχηματισμού ανά τον πλανήτη, σε συνέχεια της βαθύτατης κρίσης, που βιώνει το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα τα τελευταία χρόνια. «Οι κύκλοι που τις υποστηρίζουν θεωρούν ότι έτσι θα ξεπεραστεί η συστημική κρίση» σημειώνει. Στο πλαίσιο αυτό και ιδίως μετά την πρόσφατη εκλογή Τραμπ, ο οποίος έχει ήδη διατυπώσει συγκεκριμένες απόψεις για τις συμφωνίες, πρεσβεύοντας γενικότερες θέσεις περιστολής κοινωνικών δαπανών (πχ, κατάργηση του προγράμματος κοινωνικής ασφάλισης «Obamacare», θεωρούμενου ως ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του προηγούμενου Αμερικανού Προέδρου), «οι ΗΠΑ, σε αυτές τις διαπραγματεύσεις, θα γίνουν πολύ πιο επιθετικές και θα διεκδικήσουν περισσότερα», με απώτερο στόχο «να δημιουργηθεί ένας ζωτικός χώρος προώθησης των κεφαλαίων και των εμπορευμάτων τους, όπου θα έχουν προστασία απέναντι στην επιθετικά ανταγωνιστική πολιτική της Κίνας».

Ο ίδιος υποστηρίζει ότι συμφωνίες όπως η ΤΤΙP αποτελούν ευθεία απειλή για το μοντέλο της αστικής δημοκρατίας, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, υπό την έννοια ότι παραχωρούν σε πολυεθνικές επιχειρήσεις τη δυνατότητα να μηνύουν τις κυβερνήσεις όταν κρίνουν ότι λαμβάνουν αποφάσεις που πλήττουν τα μελλοντικά τους κέρδη, ανοίγουν το δρόμο για μεγαλύτερες ιδιωτικοποιήσεις στην εκπαίδευση και την υγεία, αποδυναμώνουν τα εργασιακά δικαιώματα και συνιστούν απειλή για το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία. «Πρόκειται για εξελίξεις, που ακυρώνουν στην πράξη την παράδοση της αστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας» σημειώνει ο κ. Ζαρωτιάδης.

Όπως ισχυρίζεται, η Ελλάδα της κρίσης και των μνημονιακών πολιτικών, έχει ήδη αναπτύξει βηματισμό προς αυτή την κατεύθυνση. «Η Ελλάδα, λόγω της κρίσης και της παρακμής, ήταν η πλέον κατάλληλη για να δεχτεί και να εφαρμόσει ένα σχέδιο προωθημένης εφαρμογής του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού» υποστηρίζει ο κ. Ζαρωτιάδης, σύμφωνα με τον οποίο μια χώρα με τη δημοσιονομική δυσχέρεια της δικής μας έχει εκ των πραγμάτων περιορισμένες πολιτικές επιλογές, σε περίπτωση που μια μεγάλη πολυεθνική την απειλήσει με πιθανό καταλογισμό αποζημιώσεων. Όπως λέει, αν κάτι τέτοιο είναι δύσκολο αλλά διαχειρίσιμο για μια ισχυρή οικονομικά χώρα όπως η Γερμανία, για την Ελλάδα είναι πολύ πιο δύσκολο. «Στον Καναδά ήδη εκκρεμούν δεκάδες ανάλογες αιτήσεις, που βρίσκονται σε διαδικασία διαπραγμάτευσης. Φαντάζεστε τι θα σήμαινε κάτι αντίστοιχο για την ισορροπία της ελληνικής οικονομίας εν γένει;» διερωτάται.

Κατάργηση επιζήμιων για τη δημόσια υγεία προϊόντων μόνο εκ των υστέρων;

‘Ετερο μεγάλο πρόβλημα που ανακύπτει από τις προβλέψεις της ΤΤΙΡ είναι, σύμφωνα με τους πολέμιούς της, η απειλή που συνιστά για την ασφάλεια των τροφίμων, καθώς μέσω της εναρμόνισης των σχετικών κανονισμών, τα αυστηρά πρότυπα της ΕΕ για ζητήματα όπως οι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί (ΓΤΟ) θα πρέπει να εναρμονιστούν με τα «χαλαρότερα» των ΗΠΑ. «Οι συμφωνίες αυτές επιβάλλουν την αρχή της απαγόρευσης προϊόντων και υπηρεσιών μόνο αφότου αποδειχτεί στην πράξη η επίπτωσή τους, ενώ στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, για να εγκριθεί ένα προϊόν πρέπει εξαρχής να αποδειχτεί ότι δεν είναι επιζήμιο και δεν προκαλεί προβλήματα στη δημόσια υγεία. Αν η εφαρμογή των συμφωνιών προχωρήσει, αυτό αλλάζει» σημειώνει ο κ. Ζαρωτιάδης, η ομιλία του οποίου διοργανώνεται από την Επιτροπή Κοινωνικής Πολιτικής και Υγείας του ΑΠΘ, με την υποστήριξη της Πρυτανείας, και θα πραγματοποιηθεί στις 7 απόψε, στην Αίθουσα Τελετών του ΑΠΘ.

Τα επόμενα βήματα

Οι συμφωνίες CETA (Comprehensive Economic and Trade Agreement) και TTIP (Transatlantic Trade and Investment Partnership) διαμορφώνουν το πλαίσιο συγκρότησης του ενιαίου διατλαντικού οικονομικού χώρου. Τον περασμένο Οκτώβριο, ο πρωθυπουργός του Καναδά και οι επικεφαλής της Κομισιόν και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου υπέγραψαν την εμπορική και επενδυτική συμφωνία Ε.Ε.- Καναδά, CETA καθώς και μια χωριστή συμφωνία Στρατηγικής Συνεργασίας ΕΕ-Καναδά. Τα σχετικά κείμενα τελούν υπό την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για ψήφιση (η συμφωνία αναμένεται να τεθεί σε ψηφοφορία το Φεβρουάριο στο Στρασβούργο) και μόνο εφόσον εγκριθεί, η CETA αναμένεται να τεθεί σε προσωρινή εφαρμογή από τον Απρίλιο του 2017. Η CETA, που κρίθηκε από την Κομισιόν ως «μεικτή συμφωνία» τον περασμένο Ιούλιο, χρειάζεται επίσης να επικυρωθεί από τα εθνικά και περιφερειακά κοινοβούλια.