Από την 1η Σεπτεμβρίου μπορούν οι δανειολήπτες που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους να υποβάλουν αιτήσεις για εξωδικαστικό συμβιβασμό με τους πιστωτές τους, ενώ τα Ειρηνοδικεία θα κρίνουν αν ο ενδιαφερόμενος βρίσκεται ή όχι σε αδυναμία πληρωμής.

Εκτιμάται ότι περίπου 150.000 δανειολήπτες θα προσπαθήσουν να ενταχθούν στο νόμο περί «Ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων», που ψηφίστηκε χθες από τη Βουλή.

Επίσης, απαγορεύονται για άλλους 6 μήνες από τη δημοσίευση του νόμου οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας για χρέη προς τράπεζες ή προς άλλα φυσικά πρόσωπα, εφόσον η αξία της πρώτης κατοικίας δεν υπερβαίνει το αφορολόγητο όριο προσαυξημένο κατά 50 %. Ενδεικτικά, το αφορολόγητο για άγαμο φορολογούμενο είναι 200.000 ευρώ, οπότε η αντικειμενική αξία της κατοικίας για να μη βγει σε πλειστηριασμό δεν θα πρέπει να ξεπερνά τις 300.000 ευρώ.

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, από το 2003 έως το 2008 η καταναλωτική πίστη τετραπλασιάστηκε, στο ίδιο διάστημα τα επιχειρηματικά δάνεια από 60% του συνόλου έπεσαν στο 48% και από το 2001 ως το 2008 ο λόγος των καταναλωτικών δανείων προς το σύνολο της ιδιωτικής κατανάλωσης ανέβηκε από το 9,8 στο 21%.

Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τη Λούκα Κατσέλη, «ήταν να δημιουργηθεί η φούσκα της καταναλωτικής πίστης η οποία έσκασε».

Τα βήματα που απαιτούνται για την ένταξη των δανειοληπτών στις ρυθμίσεις του νόμου και τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται είναι τα παρακάτω:

-Στη ρύθμιση υπάγονται φυσικά πρόσωπα, καταναλωτές και επαγγελματίες (με εξαίρεση τους εμπόρους), που βρίσκονται σε αποδεδειγμένη μόνιμη αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους. Υπάγονται επίσης όλα τα χρέη, με εξαίρεση οφειλές από αδικοπραξία, διοικητικά πρόστιμα, φόροι και τέλη προς το Δημόσιο και προς Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης.

-Η διαδικασία ρύθμισης των οφειλών διακρίνεται σε 4 φάσεις που έχουν ως εξής:

Α’ φάση, Εξωδικαστικός συμβιβασμός: Πριν την υποβολή της αίτησης ο οφειλέτης υποχρεούται να κάνει προσπάθεια συμβιβασμού με τους πιστωτές η οποία αποδεικνύεται με βεβαίωση του φορέα που την έχει αναλάβει. Τον εξωδικαστικό συμβιβασμό μπορούν να αναλάβουν ο Συνήγορος του Καταναλωτή, η Επιτροπή Φιλικού Διακανονισμού, οι Ενώσεις Καταναλωτών, ο Μεσολαβητής Τραπεζικών Επενδυτικών Υπηρεσιών, Δικηγόρος ή άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα φορέας. Για το συμβιβασμό θα συντάσσεται πρακτικό που θα επικυρώνεται από τον Ειρηνοδίκη.

Β’ Φάση, Αίτηση στο Ειρηνοδικείο: Η αίτηση περιλαμβάνει κατάσταση της περιουσίας και των εισοδημάτων οφειλέτη και συζύγου, κατάσταση με τις απαιτήσεις των πιστωτών, σχέδιο διευθέτησης των οφειλών, βεβαίωση για τη διενέργεια του εξωδικαστικού συμβιβασμού και υπεύθυνη δήλωση ορθότητας των δηλωθέντων στοιχείων. Ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει την αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης (πλειστηριασμοί κλπ) με ασφαλιστικά μέτρα. Για τη χορήγησή της αρκεί η πιθανολόγηση της αποδοχής της αίτησης.

Γ’ Φάση, Προσπάθεια συμβιβασμού ενώπιον του Ειρηνοδικείου: Ο συμβιβασμός μπορεί να επιτευχθεί εφόσον συμφωνούν οι πιστωτές με απαιτήσεις που υπερβαίνουν το 51% των οφειλών. Θα πρέπει όμως υποχρεωτικά να συμφωνήσουν οι πιστωτές με εμπράγματες εξασφαλίσεις. Η διαδικασία του δικαστικού συμβιβασμού έχει ως εξής:

-Στον πρώτο μήνα από την υποβολή της αίτησης επιδίδεται το σχέδιο διευθέτησης στους πιστωτές.

-Στο δεύτερο μήνα η απάντηση ή πρόταση τροποποιήσεων από πιστωτές.

-Στο πρώτο 15νθήμερο του τρίτου μήνα η υποβολή τροποποιημένου σχεδίου από οφειλέτη.

-Στις επόμενες είκοσι ημέρες η αποδοχή ή μη από πιστωτές. Αν παρέλθει το διάστημα χωρίς παρατηρήσεις θεωρείται ότι ο πιστωτής έχει αποδεχθεί το σχέδιο.

Δ’ Φάση, Δικαστική ρύθμιση των οφειλών σε περίπτωση που αποτύχει ο δικαστικός συμβιβασμός: Το Δικαστήριο μετά τον έλεγχο, εφόσον κρίνει ότι δεν επαρκούν τα περιουσιακά στοιχεία και τα εισοδήματά του για την αποπληρωμή των χρεών, προχωρά στη ρύθμιση των οφειλών.

Ο οφειλέτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει κάθε μήνα για τέσσερα χρόνια, μέρος του εισοδήματός του στους πιστωτές. Το ύψος των μηνιαίων καταβολών καθορίζεται από το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τα εισοδήματά του, τη δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου, τις βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευομένων μελών της οικογενείας του. Αν υπάρχει ακίνητη περιουσία, το Ειρηνοδικείο διατάσσει τη ρευστοποίησή της για την ικανοποίηση των πιστωτών, εκτός από την κύρια ή μοναδική κατοικία του οφειλέτη για την οποία υπάρχει ειδική προστασία. Το υπόλοιπο του χρέους (μετά από την πληρωμή των δόσεων επί 4 χρόνια) διαγράφεται.

Αν ο οφειλέτης δεν έχει τη δυνατότητα να καταβάλει κανένα ποσό για την εξόφληση μέρους των χρεών το δικαστήριο μπορεί να ορίσει πολύ μικρό ποσό ή και μηδενική καταβολή στους πιστωτές εφόσον πχ είναι άνεργος ή συντρέχουν σοβαρά προβλήματα υγείας ή δεν έχει επαρκές εισόδημα. Το δικαστήριο επανεξετάζει μετά από 5-6 μήνες την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο οφειλέτης.

Τι ισχύει για την πρώτη κατοικία: Ο οφειλέτης μπορεί να εξαιρέσει και να σώσει από τον πλειστηριασμό την ιδιόκτητη κύρια ή μοναδική κατοικία του εφόσον αυτή δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά 50%. Το μοναδικό ακίνητο οικιακής χρήσης που διαθέτει προστατεύεται ακόμη και αν δεν κατοικεί σε αυτό ο οφειλέτης.

Προϋπόθεση είναι να αναλάβει ο οφειλέτης την εξυπηρέτηση χρεών που αντιστοιχούν στο 85% της εμπορικής αξίας της κατοικίας, για χρονικό διάστημα που μπορεί να φθάνει μέχρι 20 έτη, με το μέσο επιτόκιο ενός στεγαστικού δανείου. Για παράδειγμα: αν ένας οφειλέτης έχει κατοικία αξίας 100.000 ευρώ, και χρέη ύψους 300.000 ευρώ θα πρέπει να εξοφλήσει το 85 % της αξίας του σπιτιού, δηλαδή 85.000 ευρώ, και το ποσό που θα ορίσει το δικαστήριο ως μηνιαία δόση επί τέσσερα χρόνια. Το υπόλοιπο του χρέους μέχρι τις 300.000 ευρώ διαγράφεται.

Η ρύθμιση για την πρώτη κατοικία δεν μπορεί να καταγγελθεί με καθυστέρηση μικρότερη των 4 δόσεων.

Σημειώνεται τέλος ότι ο οφειλέτης παραμένει στη «μαύρη λίστα» του Τειρεσία για τρία χρόνια μετά την πάροδο της τετραετίας της ρύθμισης. Ο εγγυητής του δανείου, αν υπάρχει, δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση πληρωμής του χρέους εκτός αν βρίσκεται και ο ίδιος σε αντικειμενική αδυναμία πληρωμής, οπότε εντάσσεται και αυτός στις διατάξεις του νόμου. Η αίτηση για εξωδικαστικό συμβιβασμό, δηλαδή η πρώτη φάση της διαδικασίας, πρέπει να έχει γίνει το πολύ έξι μήνες πριν την αίτηση στο Ειρηνοδικείο.