Η τάση των Ελλήνων να παραμένουν στο πατρικό τους σπίτι μέχρι σχετικά μεγαλύτερη ηλικία επιβεβαιώνεται και από τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, τα οποία καταγράφουν την ηλικία αποχώρησης από το οικογενειακό σπίτι στην ΕΕ και τις επιπτώσεις του αυξανόμενου κόστους στέγασης. Σύμφωνα με τα δεδομένα του 2024, η μέση ηλικία αποχώρησης στην Ελλάδα φτάνει τα 30,7 έτη, κατατάσσοντας τη χώρα στην τρίτη θέση πανευρωπαϊκά, πίσω μόνο από την Κροατία (31,3 έτη) και τη Σλοβακία (30,9 έτη).
Αντιθέτως, σε χώρες της Βόρειας Ευρώπης, όπως η Φινλανδία (21,4 έτη), η Δανία (21,7 έτη) και η Σουηδία (21,9 έτη), οι νέοι εγκαταλείπουν το πατρικό σπίτι πολύ νωρίτερα. Η διαφορά αυτή δεν είναι νέα, αλλά, όπως επισημαίνει η Eurostat, η ψαλίδα έχει ανοίξει αισθητά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και ιδίως μετά το 2020, όταν η εκτίναξη των τιμών ακινήτων και των ενοικίων κατέστησε την αυτονομία των νέων ιδιαίτερα δύσκολη.
Η κατάσταση επιβαρύνεται περαιτέρω από το υψηλό ποσοστό δαπανών για στέγαση: σχεδόν το 30,3% των Ελλήνων αφιερώνει πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για στέγη. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, με τους Δανούς να ακολουθούν σε κοντινή απόσταση (28,9%) και τις υπόλοιπες χώρες να εμφανίζουν σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά, όπως η Ολλανδία (15,3%), η Γερμανία (14,8%) και η Σουηδία (13,5%). Στον αντίποδα, χώρες όπως η Κροατία (2,1%), η Κύπρος (2,8%) και η Σλοβενία (3%) παρουσιάζουν πολύ χαμηλή επιβάρυνση των νοικοκυριών για στέγη.

Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στους νέους έως 29 ετών, οι οποίοι σε 16 από τις 27 χώρες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, επιβαρύνονται σημαντικά από το κόστος στέγασης σε σχέση με το εισόδημά τους. Σε χώρες όπως η Δανία, η Ολλανδία, η Γερμανία, η Σουηδία και η Φινλανδία, η πρώιμη αυτονομία των νέων -αμέσως μετά την ολοκλήρωση του σχολείου ή χωρίς σημαντική εργασιακή εμπειρία- καθιστά το υψηλό κόστος της στέγης προβλέψιμο και ενσωματωμένο στον οικογενειακό προγραμματισμό. Στην Ελλάδα, όμως, η πραγματικότητα είναι διαφορετική: οι νέοι εγκαταλείπουν το πατρικό σπίτι σε μεγαλύτερη ηλικία και, παρ’ όλα αυτά, το κόστος στέγασης παραμένει υπερβολικά υψηλό, επιβαρύνοντας τα νοικοκυριά και περιορίζοντας την οικονομική τους αυτονομία.
Η Eurostat υπογραμμίζει ότι η αυξημένη παραμονή στο πατρικό σπίτι συνδέεται άμεσα με την εκτίναξη των τιμών κατοικίας και των ενοικίων, αλλά και με τα χαμηλά ποσοστά νέων που μπορούν να αποκτήσουν ιδιόκτητο ακίνητο σε προσιτές τιμές. Η τάση αυτή επηρεάζει όχι μόνο τη διαμόρφωση της οικογενειακής ζωής, αλλά και ευρύτερα την αγορά ακινήτων, τη ζήτηση ενοικίων και τις προοπτικές της νεανικής ανεξαρτησίας στην Ελλάδα.