Η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις θα πραγματοποιηθεί σε δύο φάσεις, επηρεάζοντας περίπου 671.000 συνταξιούχους και ανοίγοντας τον δρόμο για τις ετήσιες αυξήσεις που είχαν στερηθεί τα τελευταία τρία χρόνια. Το μέτρο αυτό αποτελεί μια προσπάθεια να ενσωματωθούν οι αυξήσεις που είχαν «παγώσει» και να επανέλθει η σχέση των συντάξεων με την πορεία του πληθωρισμού και της ανάπτυξης, η οποία είχε διαταραχθεί λόγω της εφαρμογής της προσωπικής διαφοράς.
Σύμφωνα με τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού, τα δημοσιονομικά περιθώρια δεν επέτρεψαν την άμεση πλήρη κατάργηση της προσωπικής διαφοράς. Παράλληλα, δεν υπήρξε καμία αλλαγή στο επίδομα των 250 ευρώ, το οποίο, όπως έχει ήδη ανακοινωθεί, θα δοθεί κανονικά τον Νοέμβριο. Το γεγονός αυτό διατηρεί μια σταθερή στήριξη για συνταξιούχους που βρίσκονται σε χαμηλότερα εισοδηματικά επίπεδα, αλλά δεν επεκτείνει άμεσα την ανακούφιση στην πλειονότητα των δικαιούχων.
Όπως τόνισε ο πρωθυπουργός στην ομιλία του στη 89η ΔΕΘ, η πλήρης ενσωμάτωση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το 2027. Στο πλαίσιο αυτό, όσοι εξακολουθούν να διατηρούν προσωπική διαφορά θα δουν την ετήσια αύξησή τους το 2026 «κουρεμένη» κατά 50%, ενώ το 2027 θα έχουν πλήρη αύξηση. Με άλλα λόγια, για τη χρονιά του 2026 οι αυξήσεις θα εφαρμοστούν μερικώς, ώστε να ελαχιστοποιηθεί η δημοσιονομική επιβάρυνση, αλλά θα αποκατασταθούν πλήρως την επόμενη χρονιά.
90.000 συνταξιούχοι θα αποκτήσουν από τον Ιανουάριο δικαίωμα στις αυξήσεις
Εκτιμήσεις αρμόδιων παραγόντων αναφέρουν ότι περίπου 90.000 συνταξιούχοι θα αποκτήσουν από τον Ιανουάριο του 2026 δικαίωμα στις αυξήσεις. Για 240.000 έως 250.000 άλλους, η μετάβαση στο νέο καθεστώς θα γίνει σταδιακά, με τη μερική εφαρμογή το 2026 και την πλήρη ενσωμάτωση το 2027. Η κατηγοριοποίηση αυτή βασίζεται στο ύψος της προσωπικής διαφοράς και στο επίπεδο των κύριων συντάξεων. Το βασικό κέρδος για τους δικαιούχους αυτής της κατηγορίας είναι ότι θα μπουν σε ένα καθεστώς τακτικών αυξήσεων ήδη από το 2026, ενώ υπό το προηγούμενο σύστημα θα έπρεπε να περιμένουν 5 έως και 10 χρόνια προκειμένου να μηδενιστεί πλήρως η προσωπική τους διαφορά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι συνταξιούχοι με προσωπική διαφορά έχουν χάσει τα τελευταία τρία χρόνια αυξήσεις ύψους 13,15%. Με βάση τις προβλέψεις για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη, οι κύριες συντάξεις για το 2026 αναμένεται να αυξηθούν κατά 2,5% έως 2,7%. Μεταφράζοντας αυτά τα ποσοστά σε μηνιαία ποσά, η αύξηση θα κυμαίνεται από 14 έως 81 ευρώ, ανάλογα με το ύψος της σύνταξης. Οι μέσες συντάξεις, μετά την ενσωμάτωση της προσωπικής διαφοράς, που κυμαίνονται μεταξύ 1.300 και 1.700 ευρώ, θα δουν μηνιαία αύξηση 32 έως 42 ευρώ. Για τους υψηλότερους συνταξιούχους με μεγαλύτερη προσωπική διαφορά, οι αυξήσεις θα είναι αντίστοιχα μεγαλύτερες, ενώ για όσους έχουν μικρότερα ποσά, το όφελος θα είναι περιορισμένο αλλά σημαντικό ως ποσοστό εισοδήματος.
Παράλληλα με τις συνταξιοδοτικές αλλαγές, οι χθεσινές εξαγγελίες περιλαμβάνουν μισθολογικές αυξήσεις για 151.422 στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας μέσω της αναμόρφωσης των ειδικών μισθολογίων τους. Οι αυξήσεις αυτές θα εφαρμοστούν ήδη από τη μισθοδοσία του Οκτωβρίου και αφορούν όλα τα στελέχη σε στρατό, αστυνομία, πυροσβεστική και λιμενικό. Πρόκειται για μέτρο που εντάσσεται στη σταδιακή αναβάθμιση των αποδοχών του δημόσιου τομέα με στόχο την αντιμετώπιση της φθίνουσας αγοραστικής δύναμης.
Σημαντική αναβάθμιση προβλέπεται και για τις αποδοχές του Διπλωματικού Σώματος, ενώ επιπλέον προβλέπεται η κατασκευή 200 διαμερισμάτων σε πρώην στρατόπεδα. Από αυτά, το 25% θα διατεθεί σε στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και το 75% σε πολίτες που δεν διαθέτουν πρώτη κατοικία, συνδέοντας τις στεγαστικές ανάγκες με την κοινωνική πολιτική. Το πρόγραμμα αυτό φιλοδοξεί να καλύψει ανάγκες στεγαστικής στέγης, αλλά σε σχέση με τη συνολική ζήτηση, η συνεισφορά του παραμένει περιορισμένη, αποτελώντας περισσότερο ένα στοχευμένο μέτρο ανακούφισης παρά συνολικό σχεδιασμό.
Συνολικά, το νέο καθεστώς για τις συντάξεις και τις αυξήσεις των ενστόλων επιχειρεί να αποκαταστήσει κάποιες ανισότητες που είχαν δημιουργηθεί τα προηγούμενα χρόνια και να προσφέρει σταδιακή οικονομική ανακούφιση. Παράλληλα, τα μέτρα για τη στέγαση και την κοινωνική πολιτική αποσκοπούν στην ενίσχυση συγκεκριμένων ομάδων, αφήνοντας ωστόσο εκτός ευρύτερα στρώματα πολιτών που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν πιέσεις στο εισόδημά τους.