Θετικά είναι τα μηνύματα που εκπέμπει η αγορά εργασίας στο ξεκίνημα του 2025, καθώς η πλήρης απασχόληση ενισχύεται, η ανεργία συνεχίζει την πτωτική της πορεία, ενώ υποχωρούν σημαντικά και οι κενές θέσεις εργασίας. Αυτό προκύπτει από τη δεύτερη τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, για τον Ιούνιο του 2025, η οποία επισημαίνει ότι η γενική εικόνα της αγοράς παραμένει θετική, παρά τις επιμέρους ενδείξεις επιβράδυνσης της δυναμικής.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το α’ τρίμηνο του 2025, η αύξηση της συνολικής απασχόλησης αποδίδεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην ενίσχυση των θέσεων πλήρους απασχόλησης, οι οποίες κατέγραψαν άνοδο 3,1% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024. Αντίθετα, οι θέσεις μερικής απασχόλησης υποχώρησαν κατά 23,6%, εξέλιξη που καταδεικνύει μία μετατόπιση της αγοράς προς σταθερότερες μορφές εργασίας.
Τα στοιχεία της Eurostat επιβεβαιώνουν αυτήν την τάση, καθώς το ποσοστό της μερικής απασχόλησης στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 5,9% του συνόλου των εργαζομένων το πρώτο τρίμηνο του έτους, σημαντικά μειωμένο σε σχέση με το 7,8% του αντίστοιχου τριμήνου του 2024. Η Ελλάδα παραμένει αισθητά κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου το αντίστοιχο ποσοστό παραμένει σταθερό στο 18,7%.
Το ισοζύγιο ροών απασχόλησης (προσλήψεις μείον απολύσεις) διατηρήθηκε θετικό, αν και εμφανώς μειωμένο. Συγκεκριμένα, καταγράφηκαν 53.156 καθαρές νέες θέσεις εργασίας το α’ τρίμηνο του 2025, αριθμός μειωμένος κατά 5,5% έναντι του ίδιου διαστήματος του προηγούμενου έτους. Οι συνολικές προσλήψεις ανήλθαν σε 658.454, εκ των οποίων το 54,7% αφορούσε θέσεις πλήρους απασχόλησης. Οι κλάδοι που παρουσίασαν τα υψηλότερα θετικά ισοζύγια είναι τα Καταλύματα, το Χονδρικό και το Λιανικό Εμπόριο, γεγονός που αντανακλά και την εποχική τόνωση του τουριστικού και εμπορικού τομέα.
Την ίδια στιγμή, παρατηρείται σημαντική μείωση και στις κενές θέσεις εργασίας, οι οποίες ανήλθαν σε 48.230 το πρώτο τρίμηνο, έναντι 63.301 το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024, καταγράφοντας πτώση 23,7%. Ο μεγαλύτερος αριθμός κενών θέσεων εντοπίζεται στους κλάδους των Καταλυμάτων και της Εστίασης (19,3%), στο Εμπόριο (17,3%) και στη Μεταποίηση (11,7%).
Ωστόσο, παρά την ενίσχυση της απασχόλησης, καταγράφεται μια οριακή μείωση στη συμμετοχή του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό. Το σχετικό ποσοστό διαμορφώθηκε σε 61,1%, μειωμένο σε σχέση με το 61,6% του 2024, γεγονός που υποδεικνύει ότι ένα τμήμα του πληθυσμού εξακολουθεί να παραμένει εκτός αγοράς εργασίας. Το ποσοστό συμμετοχής στην Ελλάδα υπολείπεται αισθητά του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ο οποίος διαμορφώνεται στο 65,9%.
Αξιοσημείωτο παραμένει το χάσμα μεταξύ των φύλων, με τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας να βρίσκεται στο 54,2%, έναντι 68,2% για τους άνδρες. Παράλληλα, η συμμετοχή των νέων ηλικίας 15-29 ετών μειώθηκε ελαφρώς στο 43,5%, από 45,6% το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, εξέλιξη που ενδεχομένως αποτυπώνει τις επιφυλάξεις των νεότερων γενεών απέναντι στις συνθήκες της αγοράς ή τη στροφή προς παρατεταμένες σπουδές.
Το πλέον αισιόδοξο στοιχείο της περιόδου είναι η υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας, το οποίο διαμορφώθηκε στο 9,7% το α’ τρίμηνο του 2025 (εποχικά διορθωμένα στοιχεία), από 11,5% το ίδιο τρίμηνο του 2024. Σε απόλυτους αριθμούς, ο αριθμός των ανέργων μειώθηκε κατά 93.000 άτομα, φθάνοντας τα 459.000. Η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει τη σταδιακή αποκλιμάκωση της ανεργίας, η οποία επανέρχεται στα προ πανδημίας επίπεδα, αν και παραμένει μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρωζώνη.
Συνολικά, η εικόνα της αγοράς εργασίας αποτυπώνει σταθεροποίηση και επιλεκτική ενίσχυση της απασχόλησης, με σαφή προτίμηση στις θέσεις πλήρους απασχόλησης και διατηρούμενη δυναμική σε βασικούς κλάδους της οικονομίας. Παράλληλα, η μείωση της ανεργίας και η συρρίκνωση της μερικής απασχόλησης συνιστούν ενδείξεις θετικής κατεύθυνσης, αν και η υποχώρηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και οι ανισότητες ως προς την ηλικία και το φύλο εξακολουθούν να αποτελούν προκλήσεις για την αγορά εργασίας της χώρας.