Σε ένα ιδιότυπο μπρα ντε φερ έχουν επιδοθεί η Fed και η ΕΚΤ, για το ποια κεντρική τράπεζα θα προχωρήσει πρώτη στη μείωση των επιτοκίων. Όλα δείχνουν ότι η Ευρώπη θα σύρει τον χορό, δεδομένου ότι η εικόνα από το μέτωπο του πληθωρισμού στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού μάλλον δεν είναι η επιθυμητή.

Αντίθετα, στην Ευρώπη τα πράγματα δείχνουν να εξελίσσονται λίγο καλύτερα, κάτι που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ΕΚΤ να πατήσει πρώτη το κουμπί στη μείωση των επιτοκίων, και αν δεν αλλάξει κάτι, αυτό μπορεί να συμβεί είτε τον επόμενο είτε τον μεθεπόμενο μήνα.

Εστίες πληθωριστικών πιέσεων συνεχίζουν να υπάρχουν τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ. Ωστόσο, η αγορά και η οικονομία ζητούν άμεσα παρεμβάσεις από τις κεντρικές τράπεζες, προκειμένου να αναστραφεί το κλίμα και να ξεκινήσει η οικονομία να ανεβάζει στροφές. Εκτός από τα νοικοκυριά που επιζητούν τη μείωση των επιτοκίων, έτσι ώστε να φύγει ένας μοχλός πίεσης από πάνω τους εξαιτίας της υπέρμετρης αύξησης στα επιτόκια των δανείων, κυρίως των στεγαστικών, και οι επιχειρήσεις θέλουν να μειωθεί το κόστος δανεισμού ώστε να μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν τα επενδυτικά τους σχέδια, τα οποία αναβάλλουν λόγω των ιδιαίτερα υψηλών επιτοκίων που καθιστούν το χρηματοδοτικό κόστος μάλλον απαγορευτικό.

Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ φαίνεται να κάνει δεύτερες σκέψεις αναφορικά με το πότε θα αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια, ενώ αντίθετα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μάλλον έχει βάλει σε τροχιά την υλοποίηση της πρώτης μείωσης των επιτοκίων της. Η ΕΚΤ αναμένεται να μειώσει το κόστος δανεισμού στην επόμενη συνεδρίασή της στις 6 Ιουνίου ή, στη χειρότερη περίπτωση, τον Ιούλιο. Αυτό που αναμφίβολα προκαλεί σκέψεις και προβληματισμούς είναι ότι παραδοσιακά η ΕΚΤ μείωνε τα επιτόκιά της μετά την Fed και πολλές φορές μετά την Τράπεζα της Αγγλίας, και αυτή τη φορά καλείται να είναι αυτή που θα σύρει τον χορό.

Ωστόσο, μία τέτοια ενδεχόμενη κίνηση, εκτός από τα θετικά, έχει και τα ρίσκα της. Το γεγονός ότι έχει ελεγχθεί καλύτερα ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη, κάτι που φέρνει νωρίτερα την έναρξη της διαδικασίας μείωσης των επιτοκίων, συνοδεύεται από μια σειρά προβλημάτων, συμπεριλαμβανομένης της αδυναμίας του νομίσματος, όπως τουλάχιστον σημειώνουν οι διεθνείς αναλυτές.

Τα χαμηλότερα επιτόκια συνήθως μειώνουν τη σχετική αξία ενός νομίσματος, καθιστώντας τις ξένες επενδύσεις λιγότερο ελκυστικές. Το ευρώ έχει ήδη υποχωρήσει κατά 1,6% στα 1,09 δολάρια το 2024, καθώς η αγορά έχει καταλήξει στην άποψη ότι η ΕΚΤ θα μειώσει τα επιτόκια πριν από τη Fed. Ωστόσο, η ισχύς του δολαρίου έναντι του ευρώ μπορεί να είναι περιορισμένη, παρά το προβάδισμα της ΕΚΤ στη χαλάρωση.

Η αίσθηση, αν όχι η βεβαιότητα, που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην αγορά είναι ότι η ΕΚΤ θα προβεί σε μειώσεις τον Ιούνιο, τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο, αφήνοντας μία συνεδρίαση στο ενδιάμεσο κάθε απόφασης ώστε να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει υπό έλεγχο. Αλλά με όλες τις πολυπλοκότητες, η πορεία προς τα χαμηλότερα επιτόκια υπόκειται σε μεγάλο βαθμό σε αλλαγές.