Η ζήτηση για νέες κατοικίες στην Κίνα πρόκειται να μειωθεί κατά περίπου 50% κατά την επόμενη δεκαετία, γεγονός που θα δυσχεράνει το Πεκίνο να ενισχύσει γρήγορα τη συνολική ανάπτυξη της χώρας. Αυτό προκύπτει από την τελευταία έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την Κίνα, η οποία ολοκληρώθηκε στα τέλη Δεκεμβρίου και δημοσιεύθηκε την Παρασκευή.

Το Ταμείο αναμένει ότι η «θεμελιώδης ζήτηση για νέες κατοικίες» στην Κίνα θα μειωθεί κατά 35% έως 55% λόγω της μείωσης των νέων αστικών νοικοκυριών και του μεγάλου αποθέματος ημιτελών ή κενών ακινήτων.

Η επιβράδυνση της ζήτησης για νέες κατοικίες θα καταστήσει πιο δύσκολη την απορρόφηση του πλεονάζοντος αποθέματος, «παρατείνοντας την προσαρμογή μεσοπρόθεσμα και επιβαρύνοντας την ανάπτυξη», αναφέρει η έκθεση.

Ο τομέας των ακινήτων της Κίνας και οι συναφείς βιομηχανίες αντιπροσώπευαν περίπου το ένα τέταρτο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της χώρας. Η τελευταία ύφεση στην αγορά ακινήτων ακολουθεί την καταστολή του Πεκίνου το 2020 στην υψηλή εξάρτηση των κατασκευαστών από το χρέος ως προς την ανάπτυξη.

Ο τομέας των ακινήτων της Κίνας αναπτύχθηκε με ταχείς ρυθμούς τις τελευταίες δεκαετίες, γεγονός που ώθησε τις αρχές να προειδοποιήσουν ότι «τα σπίτια είναι για να ζούμε σε αυτά, όχι για κερδοσκοπία».

Το ΔΝΤ επεσήμανε ότι στη δεκαετία του 2010, το μερίδιο των επενδύσεων σε κατοικίες στο ΑΕΠ της Κίνας ήταν κοντά ή πάνω από τα ανώτατα επίπεδα της έκρηξης της αγοράς ακινήτων σε άλλες χώρες στο παρελθόν.

«Η μεγάλη διόρθωση στην αγορά ακινήτων, μετά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να περιορίσει τη μόχλευση το 2020-21, ήταν δικαιολογημένη και πρέπει να συνεχιστεί”» αναφέρει η έκθεση του ΔΝΤ.