Ένα χρόνο μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η κατάσταση στα πεδία των μαχών δεν θυμίζει τίποτα την αρχική ρωσική επέλαση και την περικύκλωση του Κίεβου. Ο ουκρανικές δυνάμεις, με την ενίσχυση της Δύσης και τους ομολογουμένως λανθασμένους σχεδιασμούς του ρωσικού στρατού, πρώτα άντεξαν, στη συνέχεια ανασυντάχθηκαν και τελικά πέρασαν και στη φάση της αντεπίθεσης, απωθώντας τους Ρώσους πίσω από τον ποταμό Δνείπερο στην ανατολική Ουκρανία.

Η στρατιωτική ανωτερότητα που είχε η Ρωσία κατά την έναρξη του πολέμου, στις 24 Φεβρουαρίου του 2022, έχει σε σημαντικό βαθμό περιοριστεί και η σύγκρουση έχει εξελιχθεί σε έναν συμβατικό πόλεμο. Ωστόσο οι αντοχές και οι προοπτικές νίκης της Ουκρανίας εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την παροχή του κατάλληλου στρατιωτικού εξοπλισμού από τους Δυτικούς συμμάχους.

ΗΠΑ και Ευρώπη αυξάνουν σταδιακά – αλλά όχι ικανοποιητικά για το Κίεβο – τον εξοπλισμό των ουκρανικών δυνάμεων. Το κρίσιμο ερώτημα που θέτουν πολλοί με τη συμπλήρωση ενός χρόνου πολέμου είναι «γιατί η Δύση εμφανίζεται τόσο διστακτική και δεν έχει δώσει ακόμη μαχητικά αεροσκάφη, πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς και άλλα σύγχρονα όπλα, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν καθοριστικά την εξέλιξη της σύγκρουσης;».

Ένα απλό ερώτημα, μια σύνθετη απάντηση

Ένα πρώτο αφήγημα των δυτικών ηγεσιών, μεταξύ αυτών και των ΗΠΑ, είναι πως πάντα θα πρέπει να γίνεται μια ανάλυση κόστους – οφέλους. Μέσω αυτής της ανάλυσης καθορίζεται ποια όπλα χρειάζονται και ποιες οικονομικές δυνατότητες υπάρχουν από την πλευρά των συμμάχων για την παροχή τους. Οι ανάγκες της Ουκρανίας διαρκώς αλλάζουν, επειδή ο ίδιος ο πόλεμος αλλάζει. Για παράδειγμα, στις αρχές του πολέμου οι ουκρανικές δυνάμεις ήταν ασύντακτες και διάσπαρτες, έτσι απαιτούνταν ευέλικτα αντιαρματικά όπλα. Σήμερα, μετά την ουκρανική αντεπίθεση, εξετάζεται μεγαλύτερη θωράκιση και πιο βαρύς εξοπλισμός.

Μια ακόμη διάσταση που προβάλλεται ως περιοριστικός παράγοντας είναι το ζήτημα της ικανότητας του ουκρανικού στρατού. Η παροχή πιο εξελιγμένων και βαρύτερων όπλων απαιτεί και περισσότερο χρόνο για εκπαίδευση. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για αεροσκάφη για τα οποία απαιτούνται και σύγχρονες υποστηρικτές υποδομές για την ασφάλεια πτήσης. Σε άρθρο του Guardian αναφέρεται πως οι Δυτικοί σε αυτή τη φάση δεν μπορούν να δώσουν μια αξιόπιστη απάντηση στο πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η αεράμυνα της Ρωσίας, ώστε τα μαχητικά αεροσκάφη να είναι αποτελεσματικά.

Το ίδιο συμβαίνει και με τα άρματα μάχης, όπως τα Leopard, η πρώτη αποστολή των οποίων αποφασίστηκε πριν από μερικές ημέρες. Για την αξιοποίησή τους στα πεδία των μαχών απαιτείται ένας συντονισμός όλων των δυνάμεων (πχ  πεζικού και πυροβολικού), διότι αν απομονωθούν αποτελούν εύκολο στόχο, όπως αποδείχθηκε και από τις μεγάλες ρωσικές απώλειες αρμάτων έξω από το Κίεβο.

Πόλεμος στην Ουκρανία

Ο φόβος της ρωσικής αντίδρασης

Τα παραπάνω ασφαλώς και έχουν βάση, ωστόσο το σημαντικότερο σημείο της απάντησης στην κρίσιμη ερώτηση φαίνεται πως είναι η ανησυχία της Δύσης για τη ρωσική αντίδραση. Πόσο μάλλον όταν εκφράζονται φόβοι και για ενδεχόμενη εμπλοκή της Κίνας, ιδιαίτερα μετά την τελευταιά παρέμβαση του Πεκίνου που ανακοίνωσε πως επιθυμεί να παίξει ρόλο στον τερματισμό της σύγκρουση. Από την πρώτη ημέρα του πολέμου, ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε προειδοποιήσει πως οι συνέπειες για όσους απειλήσουν τη Ρωσία θα είναι πρωτοφανείς. Αν και απέφυγε να διευκρινίσει τί ακριβώς εννοούσε, όλοι «κοίταξαν» προς το πυρηνικό οπλοστάσιο.

Και οι ανησυχίες εντείνονται ύστερα από την απόφαση του Ρώσου προέδρου να αποχωρήσει από τη συνθήκη New START για τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων, να ενισχύσει περαιτέρω το πυρηνικό οπλοστάσιό της Ρωσίας και να ξεκινήσει τη μαζική παραγωγή υπερηχητικών πυραύλων.

Κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου στην Ουάσινγκτον με τον Ουκρανό Πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο Τζο Μπάιντεν, υπογράμμισε πως οι ΗΠΑ «δεν θέλουν να πάνε σε πόλεμο με τη Ρωσία, δεν θέλουν έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο». Αυτός ο φόβος για έναν «Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο» είναι αναμφισβήτητα και η αιτία που οι ΗΠΑ απέκλεισαν άμεσα το ενδεχόμενο αποστολής στρατευμάτων στην Ουκρανία και τη δημιουργία μιας «ζώνης απαγόρευσης πτήσεων», που θα μπορούσε να φέρει σε απευθείας σύγκρουση ρωσικά και αμερικανικά αεροσκάφη.

Με την τακτική της «σαλαμοποίησης» η Δύση αυξάνει σταδιακά το επίπεδο οπλισμού της Ουκρανίας, ζυγίζοντας ταυτόχρονα την αντίδραση της Ρωσίας. Η αποστολή μαχητικών αεροσκαφών ή όπλων μεγάλου βεληνεκούς που θα μπορούσαν να χτυπήσουν εντός της ρωσικής επικράτειας ενέχει τον κίνδυνο μιας καταστροφικής ρωσικής απάντησης. Οι Ρώσοι, σύμφωνα με διεθνείς αναλυτές, έχουν θέσει δύο «κόκκινες» γραμμές: Η μία είναι η μη παρουσία νατοϊκών στρατευμάτων στην Ουκρανία και η δεύτερη είναι η μη εισβολή στη Ρωσική επικράτεια. Επί της παρούσης η Δύση φέρεται να τις σέβεται και τις δύο.

Οι Δυτικοί «ζυγίζουν» μια νίκη της Ουκρανίας

Σε άρθρο – ανάλυση στον Guardian, υπογραμμίζεται εύστοχα πως συχνά υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ των ενθαρρυντικών δηλώσεων για το πώς μπορεί να κερδηθεί ο πόλεμος και της σκληρής πραγματικότητας στο έδαφος. Πρόκειται για μια δύσκολη εξίσωση των πολεμικών στόχων και των μεταπολεμικών επιδιώξεων, είτε αυτές αφορούν τα σύνορα της Ουκρανίας, την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ ή την ΕΕ, τις αποζημιώσεις από τη Ρωσία, τις δίκες για εγκλήματα πολέμου και τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη συνέχιση των κυρώσεων κ.α. «Είναι εύκολο να πλειοδοτείς σε μια ιστορική αγανάκτηση που προκαλείται από τον πόλεμο του Πούτιν, αλλά ενδεχομένως να καταστείς όμηρος των υποσχέσεων που δίνεις στο παρόν σε ένα απρόβλεπτο μέλλον. Η ειρήνη επιβάλλει διαφορετικές προτεραιότητες».

Η υποστήριξη στην Ουκρανία από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ παραμένει σταθερή, όπως όμως και η αντίθεση τους στην άμεση στρατιωτική εμπλοκή. Υπάρχει λοιπόν μια λεπτή ισορροπία, που σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται και από την κόπωση που μπορεί να επέλθει στις δυτικές κοινωνίες από την υποστήριξη μιας μακραίωνης σύγκρουσης. Ήδη το ζήτημα του κεφαλαίου, οικονομικού και διπλωματικού, που δαπανάται για την Ουκρανία βρίσκεται στην ατζέντα της πολιτικής αντιπαράθεσης στις ΗΠΑ, με φόντο τις εκλογές του 2024.

Αυτός ο προβληματισμός ενισχύει όσους υποστηρίζουν την άμεση παροχή ισχυρότερων και πιο εξελιγμένων όπλων που θα μπορούσαν να επιφέρουν καίρια και αποφασιστικά πλήγματα στις ρωσικές δυνάμεις, αναγκάζοντας τον Πούτιν να υποχωρήσει. Ωστόσο ένα τέτοιο σενάριο δεν απαντάει στην αβεβαιότητα που θα προκληθεί από μια ήττα της Ρωσίας, η οποία θα προκαλέσει το αίσθημα της ταπείνωσης στους Ρώσους. Ιδιαίτερα όταν είναι το μεγαλύτερο μέρος της ρωσικής κοινωνίας υποστηρίζει την εισβολή στην Ουκρανία και κατηγορεί το ΝΑΤΟ και τη Δύση για τις επιδιώξεις τους, που προκάλεσαν τον πόλεμο.

Την Τετάρτη, ο πρώην πρωθυπουργός της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ δήλωσε πως η Ρωσία κινδυνεύει να «εξαφανιστεί» εάν χάσει τον πόλεμο στην Ουκρανία. «Εάν η Ρωσία σταματήσει την ειδική στρατιωτική επιχείρηση χωρίς να πετύχει τη νίκη, η Ρωσία θα εξαφανιστεί, θα γίνει κομμάτια», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Το Politico, σε ανάλυσή του, σημειώνει πως αυτό το σενάριο απασχολεί ήδη σοβαρά τους ισχυρούς της Δύσης, από το Βερολίνο μέχρι την Ουάσινγκτον. Πολιτικοί και στρατιωτικοί εξετάζουν τους σοβαρους κινδύνους από ένα μεταπολέμικό σενάριο στο οποίο η χώρα οδηγείται σε μια ταπεινωτική ήττα και ακολούθως σε αποσύνθεση. Το θέμα, αναφέρει το Politico, είναι τόσο ευαίσθητο που αξιωματούχοι αρνούνται να μιλήσουν δημόσια για αυτό ή ακόμη και να αναγνωρίζουν τους σχεδιασμούς έκτακτης ανάγκης, φοβούμενοι πως θα έδιναν στον Βλαντιμίρ Πούτιν έναν «χαρτί» για ενίσχυση της ρωσικής υποστήριξης στον πόλεμο. Εξάλλου ο Ρώσος Πρόεδρος έχει τονίσει επανειλημμένα πως στόχος «των ελίτ της Δύσης είναι να καταστρέψουν τη Ρωσία».  

Αυτό που κάνει την πιθανότητα μιας ρωσικής κατάρρευσης τόσο ανησυχητική είναι, φυσικά, το πυρηνικό οπλοστάσιο της χώρας, ιδιαίτερα αν υπάρξει σύγκρουση μεταξύ των μελών του ρωσικού κατεστημένου και αγώνας για τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων, σημειώνει το Politico. Και προσθέτει πως αν και η διάλυση της Ρωσίας εξακολουθεί να είναι ένα γεγονός χαμηλής πιθανότητας, δεν είναι κάτι που οι δυτικοί σχεδιασμοί μπορούν να αγνοήσουν στρατιωτικά και οι οικονομικά. Η ιστορία διδάσκει και αρκεί κανείς να ανατρέξει στα αποτελέσματα της συνθήκης των Βερσαλλιών που τερμάτισε τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.