Πριν από 20 χρόνια η Ρωσία και ολόκληρος ο κόσμος παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα τους τις ρωσικές ειδικές δυνάμεις να περικυκλώνουν ένα θέατρο όπου κρατούνταν όμηροι σχεδόν 1.000 άτομα. Η πολιορκία κατέληξε σε τραγωδία και εξακολουθεί να προκαλεί αντεγκλήσεις. Ήταν 23 Οκτωβρίου 2002, όταν 40 Τσετσένοι μαχητές με επικεφαλής τον πολέμαρχο Movsar Barayev πήραν 912 ομήρους στο θέατρο Dubrovka στη Μόσχα, όπου προβαλλόταν το δημοφιλές μιούζικαλ Nord-Ost. Την εξέλιξη της τρομοκρατικής επίθεσης παρακολουθούν επί δύο ημέρες και τρεις νύχτες εκατομμύρια τηλεθεατών, μέχρι την επίθεση των ρωσικών ειδικών δυνάμεων που εξουδετερώνουν τα εκρηκτικά και σώζουν μεγάλο μέρος των ομήρων. Ωστόσο, το αέριο που χρησιμοποιήθηκε από τις ρωσικές ειδικές δυνάμεις κατά την διάρκεια της επιχείρησης, άγνωστης σύνθεσης, προκαλεί τον θάνατο 125 ανθρώπων, ανάμεσά τους και 10 παιδιών. Πέντε ακόμη όμηροι εκτελούνται από τους τρομοκράτες.

«Για μένα, όλα τελείωσαν»: είκοσι χρόνια μετά την σύλληψη των ομήρων στο θέατρο Ντουμπρόφκα της Μόσχας από απόσπασμα θανάτου Τσετσένων, οι πρώην όμηροι μιλούν ακόμη για την τραγωδία με 130 νεκρούς και αναρωτιούνται για τα «ξεχασμένα λάθη».

Επί 20 χρόνια, η Σβετλάνα Γκουμπάρεβα, 65 ετών, δεν μπορεί να σταματήσει να σκέφτεται εκείνη την βραδιά που πήγε στο θέατρο με την 13χρονη κόρη της και τον αμερικανό αρραβωνιαστικό της Σάντι. Εκείνη την ημέρα, η Σβετλάνα και ο Σάντι Αλαν Μπούκερ, 49χρονος μηχανικός από την Οκλαχόμα, με τον οποίο είχε γνωριστεί μέσω site γνωριμιών, ήθελαν να γιορτάσουν την κατάθεση αίτησης για βίζα στην αμερικανική πρεσβεία της Μόσχας. Και αγόρασαν τα τρία τελευταία εισιτήρια για το μουσικό σόου.

57ωρη πολιορκία

Στην αρχή της δεύτερης πράξης, το κοινό περιμένει την σκηνή της προσγείωσης ενός αεροπλάνου, για την οποία μιλά όλη η Μόσχα. Αντ’ αυτού όμως, μασκοφόροι με στολές καμουφλάζ βγαίνουν στην σκηνή και πυροβολούν στον αέρα. Τρία χρόνια αφού ο Βλαντίμιρ Πούτιν έχει εξαπολύσει τον δεύτερο πόλεμο της Τσετσενίας, η απειλή τρομοκρατικών ενεργειών υπάρχει στον αέρα, αλλά η Σβετλάνα νομίζει για μια στιγμή ότι οι μασκοφόροιι ένοπλοι περιλαμβάνονται στο σόου.

«Ο Σάντι κατάλαβε καλύτερα από μένα τι συνέβαινε και μας έσπρωξε στο πάτωμα ανάμεσα στις θέσεις», λέει. Τελικά, το τσετσενικό απόσπασμα, που αποτελείται από είκοσι άνδρες και γυναίκες, ανακοινώνει το αίτημά του: την αποχώρηση των ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων από την Τσετσενία, μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Ακολουθούν 57 ώρες πολιορκίας που η Σβετλάνα ζει και ξαναζεί διαρκώς έκτοτε: χίλιοι όμηροι καθηλωμένοι στις θέσεις του, γυναίκες καμικάζι, οι γνωστές τότε ως «μαύρες χήρες», ζωσμένες με εκρηκτικά, περιπολούν στους διαδρόμους ανάμεσα στις θέσεις. Ο χώρος της ορχήστρας έχει μετατραπεί σε δημόσια τουαλέτα. Πολίτες του Καζακστάν, η Σβετλάνα και η κόρη της, περιλαμβάνονται σε αλλοδαπούς που οι τρομοκράτες έχουν υποσχεθεί ότι θα απελευθερώσουν έπειτα από την επέμβαση των πρεσβειών τους. Την τελευταία νύχτα αποκοιμούνται και οι τρεις περιμένοντας την απελευθέρωσή τους στις 08.00. Αλλά τα ξημερώματα, αέριο που διοχετεύθηκε μέσα από το σύστημα εξαερισμού αναισθητοποίησε τους πάντες, ομήρους και τρομοκράτες, ανοίγοντας τον δρόμο για την επέμβαση των ρωσικών ειδικών δυνάμεων.

Σφάλματα ή, απλώς, ο modus operandi της ηγεσίας και του κράτους της Ρωσίας;

Λίγες ώρες αργότερα, η Σβετλάνα ξύπνησε στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου για να μάθει από το ραδιόφωνο ότι η κόρη της και ο αρραβωνιαστικός της συγκαταλέγονται στους νεκρούς. «Για μένα, όλα είχαν τελειώσει». Είκοσι χρόνια μετά, οι οικογένειες των ομήρων εξακολουθούν να αναρωτιούνται: Γιατί τόσα θύματα; Γιατί οι γιατροί δεν είχαν αντίδοτα; Γιατί τα ασθενοφόρα παρέμειναν μπλοκαρισμένα στο κυκλοφοριακό χάος; Πώς οι τρομοκράτες μπόρεσαν να τοποθετήσουν τόσα εκρηκτικά στο εσωτερικό του θεάτρου;

Η επίσημη έρευνα διήρκεσε περισσότερα από τρία χρόνια και έκλεισε χωρίς να δώσει απαντήσεις.

Το ρωσικό Κράτος δεν λογοδότησε ποτέ. Και οι αγωγές που κατατέθηκαν από τις οικογένειες και την οργάνωση Nord-Ost εξακολουθούν να απορρίπτονται από την ρωσική δικαιοσύνη, ενώ το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδίκασε το 2011 την Ρωσία για την μη απόδοση ευθυνών για την έλλειψη συντονισμού της επιχείρησης.

Δύο χρόνια μετά την Ντουμπρόφκα, νέα επίθεση από τσετσενικό απόσπασμα θανάτου πραγματοποιείται στο Μπεσλάν, της Βόρειας Οσετίας, με την ομηρία χιλίων ανθρώπων σε σχολείο, που αφήνει 300 νεκρούς, ανάμεσά τους 186 παιδιά. Οι ρωσικές δυνάμεις επικρίνονται πάλι για την ασυντόνιστη επίθεσή τους κατά του σχολείου.

Ανεξάρτητη έρευνα και μία σειρά θανάτων

Ανεξάρτητη έρευνα για την τραγωδία της Ντουμπρόφκα πραγματοποιήθηκε από τους ρώσους πολιτικούς Σεργκέι Γιούσενκοφ και Σεργκέι Κοβαλιόφ, την δημοσιογράφο Αννα Πολιτκόφσκαγια, τον Τζον Μπ. Ντάνλοπ του Hoover Institute και τους πρώην πράκτορες της FSB Αλεξάντερ Λιτβινιένκο και Μιχάηλ Τρεπάσκιν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες γνώριζαν μέσω του ανθρώπου τους που συμμετείχε στο τσετσενικό απόσπασμα Χανπασά Τερκιμπάγεφ για την άφιξη των καμικάζι στην Μόσχα και το κατηύθυναν στο θέατρο Ντουμπρόφκα Ο Λιτβινιένκο έδωσε την πληροφορία αυτή στον Σεργκέι Γιούσενκοφ στο Λονδίνο και εκείνος πέρασε τον φάκελο στα χέρια της Πολιτκόφσκαγια που μπόρεσε να συναντήσει τον Τερκιμπάγεφ στην φυλακή.

Λίγες ημέρες μετά ο Σεργκέι Γιούσενκοφ δολοφονήθηκε σε ένοπλη επίθεση. Ο Χανπασά Τερκιμπάγεφ σκοτώθηκε αργότερα σε τροχαίο στην Τσετσενία. Ακολούθησαν η Αννα Πολιτκόφσκαγια, που δολοφονήθηκε τον Οκτώβριο 2006 και ο Αλεξάντερ Λιτβινιένκο, που δολοφονήθηκε στο Λονδίνο τον Νοέμβριο 2006. Ο Μιχαήλ Τρεπάσκιν είναι νομικός, πρώην πράκτορας της FSB, αντιφρονών. Φυλακίστηκε για την έρευνά του για τις περιώνυμες βομβιστικές επιθέσεις κατά συγκροτημάτων κατοικιών στην Ρωσία το 1999, με 300 νεκρούς, που έσπειραν τον τρόμο στην χώρα και με έναν αξιοπρόσεκτο αυτοματισμό οδήγησαν στην αύξηση της δημοφιλίας του Πούτιν, την εκτίναξή του στην εξουσία και στον δεύτερο πόλεμο της Τσετσενίας.

Ο Σεργκέι Κοβαλιόφ, πολιτικός και αντιφρονών, πέθανε το 2021 σε ηλικία 91 ετών στον ύπνο του.