Οι ανησυχίες για το χρηματικό κόστος των εκτελέσεων στις ΗΠΑ, των ελαττωματικών δικαστικών διώξεων και των ελλείψεων στα φάρμακα που χρειάζονται για να γίνουν οι θανατηφόρες ενέσεις οδήγησαν στη μείωση του αριθμού τους, σύμφωνα με το Κέντρο Ενημέρωσης για τη Θανατική Ποινή.

Το 2013 πραγματοποιήθηκαν στις ΗΠΑ 39 εκτελέσεις, λιγότερες από τις 43 που είχαν γίνει καθένα από τα δύο τελευταία χρόνια, αναφέρει στην ετήσια έκθεσή του η οργάνωση αυτή, η οποία θεωρείται έγκυρη πηγή δεδομένων για την εσχάτη των ποινών.

Ο αριθμός των ανθρώπων που εκτελούνται μειώνεται γενικά από το 1999, όταν είχαν εκτελεστεί 98 άνθρωποι.

«Η συνειδητοποίηση ότι μπορεί να γίνουν λάθη και ότι έχουν αποφυλακιστεί αθώοι που θα μπορούσαν να είχαν εκτελεστεί, κάνει τους ενόρκους να διστάζουν. Οι εισαγγελείς γνωρίζουν ότι είναι πλέον δυσκολότερο να επιτύχουν μια θανατική καταδίκη», δήλωσε ο διευθυντής του κέντρου Ρίτσαρντ Ντίτερ.

Η τελευταία προγραμματισμένη για το 2013 εκτέλεση στις ΗΠΑ πραγματοποιήθηκε την Τρίτη στην Οκλαχόμα, όταν το κράτος σκότωσε με θανατηφόρα ένεση έναν άνδρα που είχε καταδικασθεί επειδή μαχαίρωσε και ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου έναν εκπαιδευτή αλόγων τον οποίο είχε περάσει για κάποιον άλλο.

Το κέντρο ανακοίνωσε πως ως τώρα φέτος 80 άνθρωποι έχουν καταδικασθεί σε θάνατο, λιγότεροι από τους 315 που είχαν καταδικασθεί τόσο το 1994 όσο και το 1996 και είναι οι περισσότεροι στην αμερικανική ιστορία. Ο απολογισμός του 2013 ήταν επίσης ο χαμηλότερος σε μια χρονιά από το 1976 που το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ επανέφερε την εσχάτη των ποινών.

Δύο πολιτείες, το Τέξας και η Φλόριντα, ευθύνονται για το 59% των εκτελέσεων, καθώς έγιναν σ’ αυτές 16 και 7 εκτελέσεις αντιστοίχως. Όμως ακόμη και στο Τέξας, ο αριθμός των καταδίκων σε θάνατο έχει μειωθεί από το 1999 κατά σχεδόν 80%.

Οι 39 εκτελέσεις του 2013 καταγράφηκαν σε εννέα Πολιτείες, οι περισσότερες στο Νότο των ΗΠΑ. Ωστόσο Πολιτείες που υποστηρίζουν τη θανατική ποινή, όπως η Νότια Καρολίνα, η Βιρτζίνια, το Τενεσί και η Λουιζιάνα, δεν πραγματοποίησαν καμιά μέσα στο 2013.

Περίπου το 60% των Αμερικανών λένε πως υποστηρίζουν την επιβολή της θανατικής ποινής σε καταδικασμένους δολοφόνους, ανακοίνωσε τον Οκτώβριο το ινστιτούτο δημοσκοπήσεων Γκάλοπ.

Σύμφωνα με το Γκάλοπ, το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο που έχει μετρηθεί από το Νοέμβριο του 1972, όταν το 57% είχε εκφρασθεί υπέρ της θανατικής ποινής. Η υποστήριξη της θανατικής ποινής είχε φτάσει στο υψηλότερο σημείο το 1994, με ποσοστό 80%.

Ο Ντίτερ δήλωσε πως η μείωση των καταδικών σε θάνατο συνοδεύτηκε από μια αύξηση στις καταδίκες σε ισόβια κάθειρξη χωρίς αναστολή. «Στους ενόρκους αρέσει αυτή η επιλογή», επισήμανε.

Εισαγγελείς που υποστηρίζουν τη θανατική ποινή, όπως η Σούζαν Ριντ, εισαγγελέας στο Σαν Αντόνιο, δηλώνουν πως παίρνουν υπόψη το κόστος που έχει το να επιδιώξουν μια καταδίκη σε θάνατο, κάτι που συνήθως σημαίνει χρόνια ακριβών και υποχρεωτικών εφέσεων.

«Είμαστε τώρα πολύ επιλεκτικοί όσον αφορά τις υποθέσεις στις οποίες επιδιώκουμε τη θανατική ποινή, αντί να αποφασίζουμε πως κάθε φόνος που δικάζουμε αποτελεί περίπτωση εφαρμογής της εσχάτης των ποινών», λέει η Ριντ.

Αρκετές Πολιτείες δυσκολεύονται να προμηθευθούν τα φάρμακα για τις θανατηφόρες ενέσεις επειδή οι φαρμακευτικές εταιρείες αποφεύγουν να τα πωλούν άμεσα, καθώς δεν θέλουν να συνδέονται με εκτελέσεις. Έξι Πολιτείες κατήργησαν τα επτά τελευταία χρόνια τη θανατική ποινή, ανακοίνωσε το κέντρο, με πιο πρόσφατη αυτή του Μέριλαντ.

Η νέα τεχνολογία, η οποία χρησιμοποιείται από τους υποστηρικτές προσώπων που ισχυρίζονται ότι καταδικάσθηκαν εσφαλμένα, έχει οδηγήσει από το 1989 στις ΗΠΑ σε 311 απαλλαγές καταδικασμένων, σύμφωνα με την οργάνωση Innocence Project.

Μεταξύ αυτών που απαλλάχθηκαν, 18 βρίσκονταν στα κελιά των μελλοθανάτων και άλλοι 16 κατηγορούνταν για εγκλήματα που τιμωρούνται με τη θανατική ποινή, η οποία ωστόσο δεν τους είχε επιβληθεί.