Η υγειονομική κρίση στην Ιταλία, μία από τις σοβαρότερα πληγείσες περιοχές της Ευρώπης από την πανδημία του κορονοϊού, έχει καταστήσει πολλές οικογένειες και επιχειρήσεις ευάλωτες, προκαλώντας συναγερμό στη γείτονα χώρα αναφορικά με τη δράση της μαφίας και το γεγονός ότι σιγά σιγά γεμίζει το κενό με πολλούς τρόπους. Ως είθισται να πράττει, άλλωστε, πάντοτε σε εποχές κρίσεων.

Υπάρχει, λοιπόν, πραγματικός κίνδυνος οι εγκληματικές οργανώσεις να επωφεληθούν από αυτήν την περίοδο έκτακτης ανάγκης για την υγεία και την οικονομική κρίση και να προσπαθήσουν να ενισχύσουν τη θέση τους.

Επιπλέον, σύμφωνα με την Paola Severino, καθηγήτρια νομικής και πρώην Υπουργού Δικαιοσύνης, και όσα ανέφερε στο Institute Montaigne, «οι εγκληματικές οργανώσεις έχουν αποδυναμωθεί στην Ιταλία από ένα κανονιστικό και δικαστικό σύστημα που τους έχει πολεμήσει σθεναρά με κάθε μέσο που έχουν στη διάθεσή τους».

Έτσι, η Ιταλία κατάφερε όχι μόνο να καταδικάσει τους ηγέτες των μεγάλων συμμοριών μαφίας, αλλά και να καταλάβει τον τεράστιο πλούτο που παράγεται από εγκλήματα μαφίας. Ωστόσο, η αποδυνάμωση δεν σημαίνει ήττα και η φωτιά εξακολουθεί να καίει κάτω από τις στάχτες.

Αυτό που παρατήρησε, ωατόσο, η Severino είναι το ότι ένας αδύναμος αλλά αήττητος οργανισμός αναζητά όλες τις πιθανές οδούς για να ενισχυθεί. Για παράδειγμα, εξηγεί, «χρησιμοποιεί κάθε αδυναμία του κοινωνικού ιστού για να προσηλυτίσει κόσμο ή προσπαθεί να διεισδύσει στις επιχειρήσεις για να επενδύσει χρήματα από εξαιρετικά επικερδείς παράνομες δραστηριότητες, όπως το εμπόριο όπλων και το εμπόριο ναρκωτικών».

Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο επικεφαλής πρόληψης του εγκλήματος Francesco Messina σε συνέντευξή του στην ιταλική εφημερίδα «La Repubblica» ο οποίος προειδοποιεί ενάντια στη διείσδυση της μαφίας σε ένα αποδυναμωμένο οικονομικό σύστημα μέσω παράνομων χρηματοδοτήσεων. Όπως χαρακτηριστικά εξηγεί «η αφθνονία χρημάτων που έχουν τα διάφορα εγκληματικά συνδικάτα χάρη στο εμπόριο ναρκωτικών, καθώς και οι αυξανόμενες οικονομικές δυσκολίες των εταιρειών θα ενθαρρύνουν την εκμετάλλευση και την εξαγορά, ακόμη, και ολόκληρων επιχειρήσεων».

Αυτό που πρέπει να κατανοήσει ο κόσμος είναι το ότι η μαφία πρέπει να θεωρηθεί ως ένας ιός που μπορεί να διεισδύσει σε κάθε πολιτικό και κοινωνικό χώρο. Ακόμα κι αν η κοινωνική τάξη αλλάξει και η εξαίρεση γίνει ο νέος κανόνας, το έγκλημα προσαρμόζεται για να μεγιστοποιήσει τα δικά του κέρδη.

Πάμε να δούμε, λοιπόν, την δράση, την ιστορία και την εξέλιξη τριών από τις πιο διάσημες «φαμίλιες» στην ιστορία της Ιταλίας.

Το οργανωμένο έγκλημα στην Ιταλία

Το οργανωμένο έγκλημα και τα συνδικάτα του έχουν επικρατήσει στην Ιταλία, και κυρίως στη Νότια Ιταλία, εδώ και εκατοντάδες χρόνια, επηρεάζοντας την κοινωνική και οικονομική ζωή πολλών περιοχών της γείτονος, τουλάχιστον από τον 19ο αιώνα.

Αυτό που επέτρεψε την ιδιαίτερη επιτυχία στη δράση της είναι η λεγόμενη Ομερτά. Μια πρακτική που ακολουθείται από κάθε μέλος της Μαφίας, κατά την οποία προστατεύει τις πληροφορίες σχετικά με τις συναλλαγές και τις υποδομές της, κρατώντας τα πάντα επτασφράγιστο μυστικό ακόμη κι όταν κάποιος έρθει αντιμέτωπος με την καταδίκη και την φυλάκση.

Σήμερα, στην Ιταλία υπάρχουν πέντε μεγάλες εγκληματικές οργανώσεις που απαρτίζουν τη μαφία της χώρας, με τις τρεις από αυτές να συγκαταλέγονται στις παλαιότερες και ισχυρότερες «φαμίλιες» που άρχισαν να δραστηριοποιούνται στο χώρο την περίοδο μεταξύ 1500-1800. Ανάμεσά τους διακρίνονται η περίφημη Cosa Nostra, η αυθεντική Μαφία της Σικελίας, η Ndrangheta, που δραστηριοποιείται στην περιοχή της Καλαβρίας και η Camorra της Νάπολης.

Cosa Nostra, η περίφημη Mαφία της Σικελίας

Κατά κοινή ομολογία η μαφία ξεκίνησε στη Σικελία, κυρίως μέσω των πρώτων μεγάλων ηγεμόνων και των πεινασμένων ομάδων που κατέλαβαν το νησί. Το μεγαλύτερο και ισχυρότερο οργανωμένο έγκλημα στην ιστορία, λοιπόν, ακούει στο όνομα Cosa Nostra.

Η σύνθεσή της αποτελείται από πολλές οικογένειες που ελέγχουν συγκεκριμένες περιοχές, με κάθε οικογένεια να διαθέτει και έναν επικεφαλής, κάτω από τον οποίο διορίζει έναν αναπληρωτή και μέχρι τρεις αξιόπιστους συμβούλους. Κάθε οικογένεια ελέγχεται από τον Godfather (Padrino).

Η αυθεντική σιτσιλιάνικη μαφία εμφανίστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα με τους Gabellotto, οικογένεια επιχειρηματιών, να μισθώνουν αγροτικές εκτάσεις από αριστοκράτες της εποχής.

Θα προσλάμβαναν φρουρούς, οι οποίοι είχαν διττό ρόλο: να προστατεύουν την περιουσία αλλά και να ελέγχουν τους εργάτες. Οι συγκεκριμένοι αριστοκράτες θα ήταν συνεχώς υπόχρεοι στους Gabellotto για ενοικίαση και φόρους, ενώ αργότερα θα χάνανε τις περιουσίες τους, καθώς οι Gabellotto θα γινόντουσαν αναμφισβήτητα η κυρίαρχη δύναμη στο νησί. Οι Gabellotto χρησιμοποίησαν τακτικές φόβου και βίας προκειμένου να λαμβάνουν χρήματα για την παρεχόμενη προστασία στους αγρότες.

Με το πέρασμα του χρόνου ήταν στην ουσία το ιταλικό κράτος που έδωσε άθελά του «βήμα» στη μαφία της Σικελίας. Κατά την διάρκεια μιας μικρής οικονομικής κρήσης του 1861 εν μέσω της ενοποίησης της Ιταλίας, το ιταλικό κράτος προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να ελέγξει το νησί, γα το οποίο γνώριζε ελάχιστα. Αποφάσισε, λοιπόν, να απευθυνθεί στους μαφιόζους που γνώριζαν τα πάντα για το πώς λειτουργούσαν τα πράγματα στη Σικελία. Έτσι και με τη «βούλα» του ιταλικού κράτους η μαφία θα αναλάμβανε εξουσία, αρχίζοντας με την πρακτική της ανταλλαγής ευνοιών και ψήφων.

Μέχρι εκείνη την εποχή το μεγαλύτερο μέρος των κερδών της προέρχονταν από τα «Pizzo», χρήματα που λάμβαναν για παροχή προστασίας, ενώ η μεγαλύτερη ανακάλυψη της μαφίας θα ερχόταν τον 20ο αιώνα, καθώς πολλοί Ιταλοί αναζητούσαν ένα καλύτερο μέλλον στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Μαφία της Σικελίας θα αναλάμβανε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της παράνομης μετανάστευσης, με το αντίστοιχο αντίτιμο φυσικά.

Επί Μουσολίνι, ανατέθηκε στον Cesare Mori να απαλλαγεί από τη μαφία με κάθε απαραίτητο μέσο. Σύντομα εκατοντάδες μαφιόζοι συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν. Ίσως ένα από τα πιο γνωστά γεγονότα στην ιστορία της σιτσιλιάνικης μαφίας ήταν η «Πολιορκία του Γκάνγκι» το 1926. Αυτό το μικρό ορεινό χωριό ήταν γνωστό προπύργιο της μαφίας. Εκεί, ο Vito Cascio Ferro συνελλήφθη κατά το τέλος της πολιορκίας ως ύποπτος για την δολοφονία ενός ντεντέκτιβ από την Νέα Υόρκη στην κεντρική πλατεία του Παλέρμο. Καθώς δεν ήταν λίγοι εκείνοι που βρέθηκαν με χειροπέδες, όσοι κατάφεραν να διαφύγουν την σύλληψη αναζήτησαν καταφύγιο στην Αμερική, δεσμευόμενοι να ενισχύσουν την οργάνωσή τους εκεί.

Κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η τότε Υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ θα ζητούσε τη βοήθεια των φυλακισμένων σιτσιλιάνων μαφιόζων -ανάμεσά τους οι περίφημοι Lucky Luciano και Vito Genovese- για την απελευθέρωση της Ιταλίας. Ως αντάλλαγμα οι μαφιόζοι θα κέρδιζαν την ελευθερία τους. Μόλις, λοιπόν, η Ιταλία απελευθερώθηκε από τους Ναζί, τα συγκεκριμένα «αφεντικά» θα παρέμεναν στο νησί, προκειμένου να κρατήσουν έναν πολιτικό έλεγχο.

Τώρα που το νησί βρισκόταν και πάλι υπό ιταλικό έλεγχο η μαφία αντιστάθμισε το χαμένο χρόνο, παίρνοντας ό,τι μπορούσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Η Cosa Nostra αναδείχθηκε στην κυρίαρχη δύναμη στο Παλέρμο εφαρμόζοντας τις παλιές τακτικές κέρδους και επενδύοντας σε νέες επιχειρήσεις. Με την παρεχόμενη βοήθεια στους πολιτικούς εξασφαλίζοντας ψήφους γι αυτούς, εξασφαλίζει επιπλέον «εισοδήματα».

Πρόκειται για μια εποχή που η μαφία αναπτύσσεται τόσο στην Ιταλία όσο και τις Ηνωμένες Πολιτείες, με τους εκπροσώπους της εκατέρωθεν να ξεκινούν μια σειρά συναντήσεων το 1957 προκειμένου να βρουν μια φόρμουλα για τη μεγάλη διακίνηση ναρκωτικών.

Κατά την δεκαετία του ’70 η οικογένεια Corleonesi (με επικεφαλής τον Boss Toto Riina) στόχευε να φτάσει την Cosa Nostra στο απόγειό της. Με την άνοδό τους θα σχηματιστούν δύο φατρίες, μία εκ των οποίων ήταν η οικογένεια Corleonesi με τον Michele Greco -θεωρείτο το αφεντικό των αφεντικών- στο πλευρό τους. Το 1992 αποτέλεσε σημείο καμπής για την Σιτσιλιάνικη Μαφία, καθώς η δολοφονία δύο δικαστών έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη σύλληψη και κατηγορία περίπου 450 μελών της -ανάμεσά τους και ο Toto Riina- για μεγάλο αριθμό εγκλημάτων στην περίφημη δίκη «Maxiprocesso» ή «Maxi», κάτι που εξασθένησε αρκετά την οργάνωση.

Από τότε που ο Toto Riina φυλακίστηκε, ο Bernardo Provenzano ανέλαβε την ηγεσία της Cosa Nostra, αλλάζοντας ριζικά τις πρακτικές λειτουργίας της, επιβάλλοντας μια πολιτική στην οποία οι πλουσιότερες περιοχές θα μοιράζονταν και θα υποστήριζαν τις λιγότερο τυχερές. Αυτό θεωρητικά θα ωφελούσε όλους εξίσου και θα απέτρεπε τους πολέμους. Στις 11 Απριλίου του 2006 και μετά από 43 χρόνια που κατάφερνε εντέχνως να διαφεύγει του νόμου συνελλήφθη, με τον διάδοχό του να έχει την ίδια τύχη το Νοέμβριο του 2007.

Camorra, η Μαφία της Νάπολης

Η Camorra, μία από τις παλαιότερες και μεγαλύτερες εγκληματικές οργανώσεις στην Ιταλία, εμφανίστηκε για πρώτη φορά τον 17ο αιώνα, στη Νάπολη στην περιοχή της Καμπανίας, ως συμμοφία φυλακών. Μόλις τα μέλη της απελευθερώθηκαν δημιούργησαν συμμορίες στις πόλεις συνεχίζοντας να ενισχύουν την εξουσία τους. Αποτελείται από περισσότερες από 115 συμμορίες με περίπου 500 μέλη η καθεμία, ενώ η σημαντικότερη «άνθησή» της σημειώθηκε μετά τον καταστροφικό σεισμό των 6.2 ρίχτερ στην περιοχή Ιρπίνια το 1980.

Σε αντίθεση με τη Μαφία της Σικελίας, η οποία λειτουργεί με πυραμιδική οργάνωση, η οργανωτική δομή της Camorra χαρακτηρίζεται περισσότερο οριζόντια, παρά κάθετη. Κάτι που έχει ως αποτέλεσμα κάθε επιμέρους συμμορία να ενεργεί ανεξάρτητα και έτσι οι μεταξύ τους διαμάχες να αποτελούν σύνηθες φαινόμενο.

Τα έσοδά της προέρχονται από το λαθρεμπόριο τσιγάρων και αλλοδαπών, εκβιασμούς και ληστείες, απαγωγές, πολιτική διαφθορά και παραχαράξεις, ενώ διαχειρίζεται την μεγαλύτερη υπαίθρια αγορά στον κόσμο στο Secondigliano και λαμβάνει αποζημιώσεις από άλλες εγκληματικές ομάδες της χώρας για οποιαδήποτε διακίνηση τσιγάρων μέσω της Ιταλίας. Παράλληλα, δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο για τα συνδικάτα της να διεισδύουν στην πολιτική σκηνή των αντίστοιχων περιοχών τους. Ετησίως τα έσοδα της πιο επιτυχημένης εγκληματικής οργάνωσης της Ιταλίας ανέρχονταν περίπου σε 4,9 δισ. δολάρια.

Κατά την δεκαετία του ’70 η Μαφία της Σικελίας έπεισε την Camorra να μετατρέψει τις οδούς διακίνησης τσιγάρων σε διαδρομές λαθρεμπορίου ναρκωτικών, με την βοήθεια της πρώτης, χωρίς, ωστόσο, να συμφωνούν όλοι οι ηγέτες της. Κάτι που προκάλεσε τους Πολέμους Camorra μεταξύ δύο φατριών, που είχαν ως αποτέλεσμα να δολοφονηθούν περίπου 400 μέλη τους. Όσοι, φυσικά, ήταν αντίθετοι με την διακίνηση των ναρκωτικών έχασαν τον πόλεμο.

Με την συμμετοχή της στη διακίνηση ναρκωτικών έχει αποκτήσει ισχυρή παρουσία σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ιδίως στην Ισπανία, και σε χώρες της Νότιας Αμερικής.

Εκτιμάται ότι περίπου 200 «θυγατρικές» της Camorra δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ με τις περισσότερες από αυτές να έφυγαν από την Ιταλία κατά την διάρκεια των πολέμων της οργάνωσης τον 19ο αιώνα.

Σύμφωνα με τον εισαγγελέα της Νάπολης Giovanni Melillo, κατά την διάρκεια ομιλίας της Επιτροπής κατά της Μαφίας το 2019, οι πιο ισχυρές ομάδες της Camorra σήμερα είναι η φυλή Mazzarella και η Συμμαχία Secondigliano.

Ndrangheta, οι μεγαλύτεροι λαθρέμποροι κοκαΐνης στην Ευρώπη

Η Ndrangheta ξεκίνησε την δράση της την δεκαετία του 1890 στην περιοχή της Καλαβρίας ως αγροτικές ταξιαρχίες, παίρνοντας το όνομά της από την ελληνική λέξη ανδραγαθία, που σημαίνει αρετή, ανδρεία. Ωστόσο, οι ρίζες της συναντώνται στο Τολέδο της Ισπανίας το 1412, εκεί όπου δραστηριοποιούνταν μια σπείρα τζογαδόρων γνωστή και ως Garduna. Η βασική δραστηριότητα της Ndrangheta έγκειται στο λαθρεμπόριο ναρκωτικών, ελέγχει έως και το 80% της κοκαΐνης που διακινείται στην Ευρώπη, ενώ ασχολείται, επίσης, με παραχαράξεις, παράνομο τζόγο, απάτες, ληστείες, παράνομη μετανάστευση, χορήγηση δανείων και σπανίως απαγωγές.

Η Καλαβρία ήταν, και παραμένει, η τέλεια επικράτεια για την δράση της, καθώς το τοπίο της κυριαρχείται από την οροσειρά Aspromonte. Απομακρυσμένη, μυστική και μία από τις φτωχότερες περιοχές της Ευρώπης, αποτελεί «εχθρικό» έδαφος για οποιαδήποτε μορφή επιβολής κρατικής αρχής.

Το πνευματικό «σπίτι» της Ndrangheta είναι η πόλη San Luca, ενώ σήμερα η ευρύτερη περιοχή της Καλαβρίας κυριαρχείται από κάποιες ιστορικές οικογένειες όπως οι Pelle, Romeo και Giorgi. Όπως είχε πει χαρακτηριστικά και ένας ιταλός εισαγγελέας τα μέλη της ελέγχουν «κάθε κομμάτι γης» στη νότια Καλαβρία.

Η κύρια διαφορά της με την Μαφία της Σικελίας έγκεται στον τρόπο «στρατολόγησης» των μελών της, καθώς βασικό κριτήριο αποτελεί η εξ αίματος σχέση μεταξύ των μελών της, κάτι που συνεπάγεται μια εξαιρετική συνοχή εντός της φατρίας -ένα μεγάλο και σημαντικό εμπόδιο στην αστυνομική έρευνα. Οι γιοι των «ndranghetisti» αναμένεται να ακολουθήσουν τα βήματα των πατεράδων του, γι αυτό και περνούν από μια συγκεκριμένη διαδικασί κατά την νεαρή ηλικία τους προκειμένου να γίνουν «giovani d’onore» (αγόρια της τιμής), προτού ενταχθούν στις τάξεις των uomini d’onore (άνδρες της τιμής).

Η δίωξη των μελών της Ndrangheta στην Καλαβρία εμποδίζεται από το γεγονός ότι οι Ιταλοί δικαστές και εισαγγελείς που σημειώνουν υψηλή βαθμολογία κατά τις εξετάσεις τους επιλέγουν οι ίδιοι την περιοχή που θέλουν να δραστηριοποιηθούν, ενώ εκείνοι που εξαναγκάζονται να εργαστούν στην περιοχή συνήθως ζητούν απόσπαση. Έτσι, με αδύναμη κυβερνητική παρουσία και διεφθαρμένους αξιωματούχους, ελάχιστοι είναι οι πρόθυμοι πολίτες που διατίθενται να μιλήσουν ενάντια στην οργάνωση.