Ο κόσμος άλλαξε τους πρώτους μήνες του 2020 και όλες οι χώρες η μία μετά την άλλη ήρθαν αντιμέτωπες με τον φονικό κορονοϊό. Οι άνθρωποι κλείστηκαν στα σπίτια τους και οι γιατροί βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της πανδημίας να μάχονται και για τις ζωές των ασθενών αλλά και για τις δικές τους.

Ο Νικόλας Ρήγας είναι ένας από αυτούς. Είναι ενδοκρινολόγος και εντατικολόγος στην Πανεπιστημιακή Κλινική Bergmannsheil του Bochum στη Βόρεια Ρηνανία/Βεστφαλία και μιλάει στο newsbeast.gr για το σχέδιο της Γερμανίας κατά του ιού σχολιάζοντας παράλληλα τα μέτρα που έχει λάβει η χώρα μας.

Μιλώντας για τα περιστατικά που καλείται να αντιμετωπίσει το νοσοκομείο όπου εργάζεται επισημαίνει πως αυξάνονται συνεχώς ενώ παράλληλα υπογραμμίζει πως η έγκαιρη λήψη μέτρων στην Ελλάδα σαφώς την έχει ήδη βοηθήσει στην αποφυγή μαζικής εξάπλωσης της νόσου ώστε το σύστημα υγείας να μην φτάσει στα όριά του.

«Η αύξηση του αριθμού των περιστατικών την προηγούμενη εβδομάδα ήταν ραγδαία. Σύμφωνα με τα δεδομένα που συλλέγονται από τις υγειονομικές υπηρεσίες, ο αριθμός αυξάνει κατά περίπου 15% κάθε μέρα. Η λήψη μέτρων για κλείσιμο σχολείων, καταστημάτων, εστιατορίων και οι συστάσεις για παραμονή στο σπίτι και αποφυγή συναθροίσεων αποφασίστηκε με καθυστέρηση στη Γερμανία (περίπου μία εβδομάδα μετά την Ελλάδα). Ελπίζω ότι το αποτέλεσμα αυτών των μέτρων θα φανεί την ερχόμενη εβδομάδα, με περιορισμό του αριθμού των κρουσμάτων» αναφέρει ο Έλληνας γιατρός.

– Ο κόσμος στη Γερμανία πειθαρχεί στα μέτρα της κυβέρνησης για την αποφυγή της εξάπλωσης του κορονοϊού;

Πλέον συμμορφώνεται στις συστάσεις των αρχών. Τις πρώτες μέρες βλέπαμε συναθροίσεις πολλών ατόμων σε αυλές, πάρκα κλπ. Τέτοια φαινόμενα είναι πλέον μεμονωμένα, προφανώς και υπό τον φόβο αυστηρότερων μέτρων. Στα ανοιχτά καταστήματα (σούπερ μάρκετ, φούρνοι) οι πελάτες κρατούν μια απόσταση 1,5-2 μέτρων (σύμφωνα με τις συστάσεις της Πολιτείας). Τα μέτρα για αποφυγή μετάδοσης του ιού είναι πολύ συγκεκριμένα. Τήρηση αποστάσεων, πλύσιμο/αντισηψία χεριών, βήχας και φτάρνισμα σε χαρτομάντηλο ή στον αγκώνα, ΠΟΤΕ στα χέρια.

– Πολλοί βλέπουμε πως χωρίς να νοσούν φορούν μάσκα; Θα τους βοηθήσει να μην κολλήσουν;

Η χρήση μάσκας και γαντιών στο γενικό πληθυσμό δεν έχει ιδιαίτερο νόημα, συνιστάται βέβαια σε περίπτωση που κάποιος εμφανίσει συμπτώματα. Σε περίπτωση στενής επαφής με ύποπτο ή επιβεβαιωμένο περιστατικό (συνομιλία 15 λεπτών, ή υποψία μετάδοσης ιού μέσω βήχα) ο ασθενής μπαίνει σε καραντίνα 2 εβδομάδων.

– Πότε υποβάλλεται κάποιος σε διαγνωστικό τεστ στη Γερμανία και πότε πρέπει να έρθει στο νοσοκομείο;

Το τεστ γίνεται μόνο σε περίπτωση εμφάνισης σοβαρών συμπτωμάτων και πάντα κατόπιν συνεννόησης με τον οικογενειακό γιατρό ή την υγειονομική υπηρεσία. Στόχος είναι η αποφυγή συμφόρησης των νοσοκομείων και των εργαστηρίων που διενεργούν τους ελέγχους. Κάθε πόλη διαθέτει μια αυτόνομη υγειονομική υπηρεσία με συμβουλευτική γραμμή για το κοινό 24 ώρες το 24ωρο, που επί της ουσίας μπορεί να «καθοδηγεί» τους ασθενείς για τα μέτρα που πρέπει να λάβουν. Τα μείζονα συμπτώματα, βάσει των οποίων αποφασίζεται η εισαγωγή ενός ασθενή στο νοσοκομείο είναι ο πυρετός και κυρίως η δύσπνοια. Σε περίπτωση απουσίας δύσπνοιας συνιστάται η παραμονή στο σπίτι και φυσικά η καραντίνα. Η αίσθησή μου ήταν ότι τα ιατρεία των οικογενειακών γιατρών δεν θα είχαν την κατάλληλη υποδομή για τον όγκο των ασθενών (ειδικότερα με την ανάγκη τήρησης αποστάσεων κλπ). Πάντως, χωρίς να έχω πλήρη εικόνα της κατάστασης που επικρατεί, νομίζω ότι το σύστημα λειτουργεί σε αυτό το επίπεδο. Στο νοσοκομείο τηλεφωνούν κι έρχονται σχεδόν αποκλειστικά ασθενείς με συμπτώματα, που τελικά θα εισαχθούν.

– Πώς άλλαξε η καθημερινότητα στο νοσοκομείο που εργάζεστε μετά το ξέσπασμα της πανδημίας;

Το νοσοκομείο μας (όπως κι όλα τα νοσοκομεία της χώρας) έχουν πάρει συγκεκριμένα μέτρα για την αποφυγή περαιτέρω εξάπλωσης του ιού και φυσικά για την περίθαλψη των περιστατικών. Δεν γίνονται χειρουργεία και εισαγωγές ασθενών για προγραμματισμένους ελέγχους, εισαγωγές γίνονται μόνο για επείγοντα περιστατικά. Αυτό οδηγεί σε μία πληρότητα 30-40%. Οι κλινικές έχουν συμπτυχθεί κι έτσι υπάρχουν άδειες πτέρυγες. Πολλές πτέρυγες του νοσοκομείου έχουν διαμορφωθεί κατάλληλα για την εισαγωγή ασθενών σε απομόνωση, και φυσικά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες για το νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό που έρχεται σε επαφή με τους ασθενείς. Στη μονάδα εντατικής θεραπείας της κλινικής μας υπάρχουν ειδικά διαμορφωμένα δωμάτια για βαριά νοσούντες. Υπάρχει απαγόρευση επισκεπτηρίου και η είσοδος στο νοσοκομείο επιτρέπεται μόνο με την κάρτα εργαζομένου.

– Υπάρχει κάποιο πλάνο σε περίπτωση που τα κρούσματα στο νοσοκομείο σας αυξηθούν ραγδαία;

Υπάρχει πρόβλεψη για περισσότερα κρεβάτια ΜΕΘ (για παράδειγμα στις χειρουργικές ΜΕΘ του νοσοκομείου). Το προσωπικό των χειρουργείων (αναισθησιολόγοι, εξειδικευμένο νοσηλευτικό προσωπικό) μπορεί να επιστρατευτεί σε περίπτωση ανάγκης. Υπάρχει ένα «πλάνο πανδημίας» στο νοσοκομείο, με συγκεκριμένες οδηγίες για το πώς αντιμετωπίζεται κάθε κατάσταση (εισαγωγή μεμονωμένων περιστατικών, όσο και διαχείριση μεγαλύτερου αριθμού βαριά πάσχοντων). Το πλάνο αυτό ανανεώνεται καθημερινά. Σε περίπτωση μεγαλύτερου αριθμού νοσούντων υπάρχει με πλάνο έκτακτης ανάγκης από την κυβέρνηση (περιλαμβάνει μεταξύ άλλων επιστράτευση συνταξιούχων γιατρών και φοιτητών ιατρικής, ανάκληση αδειών κλπ). Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν αρκούν τα παραπάνω μέτρα. Η κατάσταση είναι πρωτόγνωρη και δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το μέγεθος της πίεσης που θα ασκηθεί στο σύστημα υγείας. Σαφέστατα μιλάμε προς το παρόν για ασκήσεις επί χάρτου σε ό,τι αφορά τη διαχείριση μεγάλου αριθμού ασθενών. Το γεγονός βέβαια ότι τα μέτρα απομόνωσης τηρούνται και τα νοσοκομεία είναι προετοιμασμένα με κάνει να αισιοδοξώ. Ένα άλλο στοίχημα είναι βέβαια η περίθαλψη των υπόλοιπων επειγόντων περιστατικών. Πρέπει και σε συνθήκες πανδημίας να είμαστε σε θέση να περιθάλψουμε τον ασθενή με έμφραγμα, με πνευμονική εμβολή, με πανκρεατίτιδα – όπως και σε «κανονικές συνθήκες».

– Ξέρουμε πως στην Ιταλία γίνεται επιλογή ασθενών (βοηθούν τις περιπτώσεις που έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουν). Σας έχει απασχολήσει κι εσάς αυτό το πολύ σοβαρό ζήτημα βιοηθικής; Πώς θα αντιμετωπίζατε προσωπικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο;

Η απόφαση για το αν θα διασωληνωθεί ένας ασθενής ηλικιωμένος ή με βαριές χρόνιες παθήσεις λαμβάνεται πάντα σε συνεννόηση με τον ασθενή ή/και τους συγγενείς (πολλές φορές υπάρχει γραπτώς η βούληση του ασθενούς για το τι επιθυμεί και τι όχι) και βέβαια με βασικό κριτήριο το τι είναι ιατρικά σωστό και το αν αυτό βελτιώσει το προσδόκιμο επιβίωσης και την ποιότητα ζωής του ασθενή. Στην εντατικολογία υπάρχει τα τελευταία χρόνια μια μεγάλη συζήτηση για το λεγόμενο «overtreatment», για πού βάζουμε τα όρια στη θεραπεία, για το τι είναι ηθικά ορθό και τι ωφελεί τον ασθενή. Η «διαλογή ασθενών» δεν με είχε απασχολήσει ποτέ, για να είμαι ειλικρινής. Μία οδηγία της γερμανικής εταιρίας εντατικολογίας, που δημοσιεύτηκε προχθές, θίγει ακριβώς αυτό το θέμα. Οφείλουμε να εξετάζουμε τα κριτήρια εισαγωγής ενός ασθενούς σε ΜΕΘ, σε τι κατάσταση ήταν ο ασθενής πριν τη λοίμωξη (σωματικά και πνευματικά, ποια συνοδά νοσήματα υφίστανται), για να αποφασίσουμε αν η εισαγωγή σε ΜΕΘ και η διασωλήνωση «έχουν νόημα» (ο όρος είναι κάπως αδόκιμος). Η αποσύνδεση πάντως ενός ασθενούς από μηχανήματα, ώστε αυτά να χρησιμοποιηθούν για άλλο ασθενή, δεν έχει βάση, είναι ανεπίτρεπτο – ηθικά, νομικά, ιατρικά. Στην επείγουσα ιατρική υπάρχει το μοντέλο αντιμετώπισης μαζικών καταστροφών (π.χ. τρομοκρατικό χτύπημα, τροχαίο δυστύχημα με πολλούς τραυματίες), όπου «προτεραιότητα» στην περίθαλψη έχουν οι τραυματίες με «ρεαλιστική» πιθανότητα επιβίωσης. Τέτοια μοντέλα αντιμετώπισης μαζικών καταστάσεων υπάρχουν σε κάθε ΕΚΑΒ και υγειονομική υπηρεσία, δεν είναι ζήτημα απόφασης ενός γιατρού. Ελπίζω ότι δεν θα χρειαστεί να φτάσουμε σε τέτοιο σημείο. Η μέριμνα όλων των νοσοκομείων είναι να υπάρχουν αρκετά κρεβάτια ΜΕΘ με αναπνευστήρες (όπως προ είπα, και μέσω της «επιστράτευσης» κλινών σε χειρουργεία και άλλες κλινικές), ώστε να εξασφαλιστεί η περίθαλψη των βαριά πάσχοντων.

– Θεωρείτε πως η Ελλάδα που προηγήθηκε στη λήψη μέτρων είναι σε καλύτερη κατάσταση από τη Γερμανία;

Δεν μπορώ να το πω με σιγουριά, αφού δεν έχω καθόλου εργασιακή εμπειρία σε ελληνικό νοσοκομείο. Πάντως η έγκαιρη λήψη μέτρων στην Ελλάδα ήδη βλέπουμε πως βοηθά στην αποφυγή μαζικής εξάπλωσης της νόσου, ώστε το σύστημα υγείας να μην φτάσει στα όριά του. Η Γερμανία έχει το πλεονέκτημα του μεγάλου αριθμού κλινών ΜΕΘ κι ενός πολύ οργανωμένου συστήματος υγείας από το επίπεδο του οικογενειακού γιατρού μέχρι τα πανεπιστημιακά νοσοκομεία, που δίνει σαφέστατα ένα αίσθημα ασφάλειας.

  •  Οι φωτογραφίες που έχουν χρησιμοποιηθεί στο άρθρο εκτός από τη φωτογραφία του ιατρού Νικόλα Ρήγα, είναι αρχείου.