Η εικόνα του συνταξιούχου στην Ελλάδα δεν είναι πια αυτή που είχαμε συνηθίσει. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι που έχουν συνταξιοδοτηθεί επιλέγουν να παραμείνουν στην εργασία. Σήμερα, πάνω από 250.000 συνταξιούχοι εξακολουθούν να δουλεύουν, αριθμός περίπου επτά φορές μεγαλύτερος σε σχέση με πριν από λίγα χρόνια. Τότε, σημειωτέον, μόλις 35.000 το δήλωναν επίσημα, κυρίως επειδή οι νόμοι που ίσχυαν επέβαλλαν μεγάλες περικοπές στη σύνταξη όσων συνέχιζαν να εργάζονται.

Η μεγάλη αυτή αλλαγή δεν έγινε τυχαία. Προήλθε από την κατάργηση των αυστηρών κυρώσεων που αποθάρρυναν τους συνταξιούχους να δηλώσουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα. Για αρκετά χρόνια, όποιος εργαζόταν μετά τη σύνταξη έβλεπε το 60% της σύνταξής του να «κόβεται». Στη συνέχεια το ποσοστό μειώθηκε στο 30% και τελικά, με την τελευταία νομοθεσία, η ποινή καταργήθηκε εντελώς. Αντί για περικοπή, θεσπίστηκε ένας ειδικός πόρος υπέρ του ΕΦΚΑ, δηλαδή μια εισφορά: 10% στον μισθό των μισθωτών και μισή εισφορά κύριας ασφάλισης για όσους είναι αυτοαπασχολούμενοι.

Παρότι ο πόρος αυτός καταβάλλεται από περίπου τους μισούς εργαζόμενους συνταξιούχους, η άλλη μισή ομάδα εξαιρείται. Οι περισσότεροι από όσους δεν πληρώνουν την εισφορά είναι αγρότες, πάνω από 120.000, οι οποίοι συνεχίζουν την αγροτική τους δραστηριότητα χωρίς πρόσθετο κόστος. Έτσι, περίπου 135.000 συνταξιούχοι που εργάζονται καταβάλλουν εισφορές και, ως αποτέλεσμα, δικαιούνται προσαύξηση σύνταξης στο μέλλον.

Η προσαύξηση αυτή δεν δίνεται αμέσως, αλλά όταν διακοπεί οριστικά η εργασία. Υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές και τα χρόνια απασχόλησης. Για παράδειγμα, κάποιος με δύο χρόνια εργασίας και μισθό 800 ευρώ μπορεί να λάβει περίπου 12 ευρώ επιπλέον τον μήνα, ενώ για υψηλότερους μισθούς και περισσότερα χρόνια το ποσό μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 135 ευρώ τον μήνα. Αν και αυτά τα ποσά δεν φαίνονται ιδιαίτερα μεγάλα, σε βάθος χρόνου αποτελούν σημαντική ενίσχυση.

Επειδή όμως πολλοί συνταξιούχοι περιμένουν μήνες, ακόμα και χρόνια, μέχρι να καταβληθεί η προσαύξηση, το υπουργείο Εργασίας εξετάζει τρόπους να επιταχύνει τη διαδικασία. Μεταξύ των προτάσεων είναι να μπορεί ο συνταξιούχος να επιλέξει πότε θα λάβει την προσαύξηση· είτε όλη μαζί στο τέλος της εργασίας του είτε σε τμηματικές πληρωμές, έως τρεις φορές μέσα σε πέντε χρόνια. Στόχος είναι να μην συσσωρεύονται αιτήσεις και να μην δημιουργούνται καθυστερήσεις.

Η αύξηση των εργαζόμενων συνταξιούχων έχει όμως και θετικό αντίκτυπο για το κράτος. Τα ασφαλιστικά ταμεία εισπράττουν περισσότερα χρήματα και μειώνεται η αδήλωτη εργασία, καθώς πλέον δεν υπάρχει φόβος για μεγάλες περικοπές στις συντάξεις. Παράλληλα, η παρουσία ενός σημαντικού αριθμού πιο έμπειρων εργαζομένων καλύπτει ανάγκες της αγοράς εργασίας, η οποία αντιμετωπίζει ελλείψεις προσωπικού σε πολλούς κλάδους.

Πρόσφατα να θυμίσουμε ότι ρυθμίστηκε και το θέμα της εισφοράς αλληλεγγύης των συνταξιούχων. Η νέα διάταξη προβλέπει ότι όσοι λαμβάνουν προσαύξηση στη σύνταξη λόγω εργασίας δεν θα μετακινούνται αυτόματα σε υψηλότερη κλίμακα παρακράτησης. Αυτό σημαίνει ότι ένας συνταξιούχος που είχε κράτηση 3% και θα ανέβαινε στο 6% μετά την προσαύξηση, θα συνεχίσει να πληρώνει το αρχικό 3%. Η ρύθμιση αυτή εκτιμάται ότι θα ανακουφίσει οικονομικά πολλές χιλιάδες συνταξιούχους – σε ορισμένες περιπτώσεις η διαφορά μπορεί να φτάσει και τα 50 ευρώ τον μήνα.

Ωστόσο, σύμφωνα με ειδικούς, το πλαίσιο χρειάζεται και άλλες βελτιώσεις. Μεταξύ των θεμάτων που έχουν τεθεί είναι το να μπει ένα ανώτατο όριο στον ειδικό πόρο ώστε να υπολογίζεται ανά μήνα και όχι συνολικά ανά έτος, η επανεξέταση περιπτώσεων όπου κάποιος έχει παράλληλη ασφάλιση και η εξομάλυνση των διαφορών στον υπολογισμό της προσαύξησης ανάμεσα σε όσους εργάζονταν πριν και μετά τις μεταρρυθμίσεις του 2016.

Όλα αυτά εντάσσονται σε μια μεγάλη αλλαγή που έρχεται σταδιακά: η αγορά εργασίας θα πρέπει να προσαρμοστεί σε μια εποχή όπου οι εργαζόμενοι θα είναι, όλο και περισσότερο, μεγαλύτερης ηλικίας. Η Ελλάδα έχει σημαντικό δημογραφικό πρόβλημα. Οι νεότερες γενιές μειώνονται και η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους βρίσκεται πλέον στο 1,7 προς 1. Αυτό δημιουργεί πίεση στο ασφαλιστικό σύστημα, αλλά και στις επιχειρήσεις που δυσκολεύονται να βρουν προσωπικό. Σε αυτό το πλαίσιο, το φαινόμενο των συνταξιούχων που συνεχίζουν να εργάζονται δεν είναι μια πρόσκαιρη τάση. Όλα δείχνουν πως γίνεται μόνιμο χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας.