Δεν έκρυψε την ενόχλησή της η Τουρκία με την άφιξη των υψηλόβαθμων Αμερικανών αξιωματούχων στην Αθήνα αλλά και των συμφωνιών που ακολούθησαν. Διότι θεωρεί ότι η συνεργασία Ελλάδας-ΗΠΑ και το σχήμα 3+1 στην Ανατολική Μεσόγειο, την περικυκλώνει γεωπολιτικά.
Υπήρξε επίσης ενόχληση και με την ομιλία του πρέσβη των ΗΠΑ στην Αγκυρα, Τομ Μπάρακ, στο φόρουμ του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών του Μπαχρείν , όπου ο Αμερικανός διπλωμάτης δήλωσε πως «η Τουρκία και το Ισραήλ δεν θα πολεμήσουν, θα δείτε μια συνεργασία από την Κασπία θάλασσα μέχρι τη Μεσόγειο».
Η απάντηση ήρθε από τον Ντεβλετ Μπαχτεσλί : « Η δήλωση που έκανε ο πρέσβης των ΗΠΑ είναι το προχωρημένο επίπεδο αυταπάτης ενός άθλιου ανθρώπου που φιλοδοξεί να χαράξει μια πολιτική πορεία για τη χώρα που υπηρετεί . Οι ξένοι αξιωματούχοι αποστολών που υπηρετούν στη
χώρα μας πρέπει να γνωρίζουν τη θέση τους και τη χώρα τοτς. Είναι απαραίτητο να μην περάσουν ποτέ τα σύνορα».

Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις έχουν και άλλα ανοιχτά θέματα.
Το θέμα της άρσης των εμποδίων για την προμήθεια των F-35 φαίνεται ότι προς το παρόν είναι εξαιρετικά δύσκολο, ενώ υπάρχουν σοβαρά προβλήματα και στο θέμα της αγοράς των F-16 Viper, λόγω διαφωνιών που έχουν προκύψει μεταξύ της τουρκικής πλευράς και της κατασκευάστριας εταιρείας σε τεχνικής φύσεως θέματα.

Η Ουάσιγκτον γνωρίζει ακόμη πως και στο θέμα της Συρίας τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά καθώς εκεί δεν μπορεί να αποτρέψει την αυτονομία των Κόυρδων. Οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν την Αγκυρα όταν έβαλαν στο στόχαστρο το Ιράκ και τη Συρία, και σκοπεύου ν να τη χρησιμοποιήσουν ακόμη περισσότερο εναντίον του Ιράν. Κι αυτό είναι απαραίτητο, γιατί το Ιράν είναι μεγαλύτερος στόχος για
ΗΠΑ- Ισραήλ από το Ιράκ και τη Συρία.
Ο Ερντογάν λοιπόν γνωρίζει ότι μπορεί να πέρασε το κατώφλι του Λευκού Οίκου και να άκουσε καλά
λόγια από τον Τραμπ, όμως γνωρίζει ότι στη διπλωματία τίποτα δεν είναι δεδομένο.
Ο κύριος παράγοντας που εμποδίζει την εξομάλυνση της Άγκυρας με την Ουάσινγκτον απαιτεί την εξουδετέρωση των S-400 με τον έναν ή τον άλλον τρόπο: αποστολή ή πώληση σε τρίτη χώρα ή αποθήκευση στην Τουρκία υπό την επίβλεψη των ΗΠΑ. Και οι δύο επιλογές μάλλον δεν θα ενθουσιάσουν το Κρεμλίνο και θα αποτελέσουν σημείο ρήξης του Πούτιν με τον Ερντογάν.

Η Τουρκία εισάγει μεγάλους όγκους ρωσικού αργού και πετρελαϊκών προϊόντων, οι οποίοι έχουν αυξηθεί κατακόρυφα από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 και μετά. Το πετρέλαιο το επεξεργάζεται σε τουρκικά διυλιστήρια και το επανεξάγει ως τουρκικό προϊόν – μία μέθοδος αποφυγής κυρώσεων που ωφελεί τόσο τη Ρωσία όσο και την Τουρκία.