Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να άρει τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στην Τουρκία και να προχωρήσει σε πώληση μαχητικών αεροσκαφών F-35 στον σύμμαχο του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, κάλεσε τον πρόεδρο της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, να σταματήσει να αγοράζει πετρέλαιο και φυσικό αέριο από τη Ρωσία. Ο Τραμπ δήλωσε ότι, εάν οι συναντήσεις στον Λευκό Οίκο που έγιναν την Πέμπτη εξελιχθούν θετικά, θα μπορούσε «σχεδόν άμεσα» να άρει τις κυρώσεις, οι οποίες επιβλήθηκαν το 2019 λόγω της αγοράς ρωσικών πυραύλων από την Τουρκία. Μετά την αγορά του συστήματος αεράμυνας S-400 από τη Μόσχα, η Άγκυρα αποκλείστηκε από το πρόγραμμα των F-35.

Ο Αμερικανός πρόεδρος επαίνεσε τον Ερντογάν, ο οποίος επισκέφθηκε για πρώτη φορά τον Λευκό Οίκο μετά από έξι χρόνια, σε μια προσπάθεια να κερδίσει την εύνοια του Τραμπ, ύστερα από χρόνια έντασης στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας. «Κάνει καταπληκτική δουλειά στη χώρα του», είπε ο Τραμπ για τον Ερντογάν. «Θα ήθελα να σταματήσει να αγοράζει πετρέλαιο από τη Ρωσία, όσο η Ρωσία συνεχίζει αυτή την εκστρατεία εναντίον της Ουκρανίας. Έχουν ήδη σκοτωθεί εκατομμύρια άνθρωποι. Και για ποιον λόγο; Για ποιον λόγο;». Ο Τραμπ πρόσθεσε ότι θα ήταν το «καλύτερο πράγμα» που θα μπορούσε να κάνει ο Ερντογάν, ώστε να τον βοηθήσει να βάλει τέλος στον πόλεμο στην Ουκρανία.

Εάν αποφασίσει να επιτρέψει στην Τουρκία να επανενταχθεί στο πρόγραμμα των F-35, αυτό θα αναιρούσε απόφαση της πρώτης του θητείας και θα αποτελούσε σημαντικό βήμα μετά από σχεδόν μία δεκαετία εντάσεων με την Άγκυρα, λόγω της στενής συνεργασίας του Ερντογάν με τον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν. Κατά τη συνάντησή του με τον Τούρκο πρόεδρο, ο Τραμπ φορούσε στο πέτο του μια χρυσή καρφίτσα με το F-22 Raptor, το οποίο δεν εξάγεται και έχει σχεδιαστεί ειδικά για να αντιμετωπίζει τη Ρωσία. Παράλληλα, Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν τονίσει ότι η επιστροφή της Τουρκίας στο πρόγραμμα είναι αδύνατη, καθώς οι S-400 μπορούν να εκμεταλλευθούν ευπάθειες του F-35. Όπως αναφέρει η Wall Street Journal, μια τέτοια απόφαση θα προσέκρουε σε αντιδράσεις από το Κογκρέσο αλλά και συμμάχους των ΗΠΑ, όπως η Ελλάδα και το Ισραήλ, που βρίσκονται σε αντιπαράθεση με την Άγκυρα.

Ο Ερντογάν έχει πιέσει για την επανένταξη της Τουρκίας, σημειώνοντας ότι η χώρα πλήρωσε 1,4 δισ. δολάρια για αεροσκάφη που δεν παρέλαβε ποτέ. Αν και είχε διαπραγματευτεί την αγορά νέων F-16, τους τελευταίους μήνες στράφηκε εκ νέου στην προοπτική απόκτησης των F-35. «Θα συζητήσουμε για τα Patriots, για τα F-35», είπε ο Τραμπ. «Ξέρω ότι τα θέλει. Χρειάζεται ορισμένα πράγματα και εμείς χρειαζόμαστε κάποια άλλα. Στο τέλος της ημέρας θα καταλήξουμε σε μια συμφωνία». Ο Τούρκος πρόεδρος έχει θέσει ως προτεραιότητα την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας της χώρας του, εξάγοντας τουρκικά drones και ενισχύοντας το πολεμικό ναυτικό.

Ως απάντηση για την αγορά των S-400, οι ΗΠΑ είχαν επιβάλει κυρώσεις στον Οργανισμό Αμυντικής Βιομηχανίας της Τουρκίας, βάσει του νόμου CAATSA (Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act), τον οποίο υπέγραψε ο Τραμπ κατά την πρώτη του θητεία. Η άρση των κυρώσεων θα απαιτούσε πράξη του Κογκρέσου, ωστόσο ο Ερντογάν θα μπορούσε να ζητήσει από τον Τραμπ να παρακάμψει τον νόμο με προεδρικό διάταγμα. Παράλληλα, ο Τούρκος πρόεδρος έχει επεκτείνει τους οικονομικούς δεσμούς με τη Ρωσία, αποφεύγοντας να ενταχθεί στις δυτικές κυρώσεις για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ως γείτονας της Μαύρης Θάλασσας, η Τουρκία έχει αναλάβει ρόλο μεσολαβητή, παρέχοντας όπλα στο Κίεβο και φιλοξενώντας διαπραγματεύσεις, με τελευταία τον φετινό γύρο στην Κωνσταντινούπολη.

Την ίδια ώρα, η Άγκυρα υπέγραψε συμφωνία 20 ετών, αξίας 43 δισ. δολαρίων, για αγορά αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου, σε μια προσπάθεια να μειώσει την εξάρτησή της από τη ρωσική ενέργεια. Επίσης, έστειλε αεροσκάφη Awacs στη Λιθουανία για την ενίσχυση της απάντησης του ΝΑΤΟ στις παραβιάσεις του ρωσικού εναέριου χώρου. Ο Ερντογάν και ο Τραμπ φαίνεται να μοιράζονται παρόμοια προσέγγιση σε ορισμένα ζητήματα, όπως η Συρία, όπου η Ουάσινγκτον έχει αναγνωρίσει τη νέα κυβέρνηση που ανέλαβε μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ. Η άρση των κυρώσεων κατά της Συρίας αποτέλεσε σημείο ρήξης με το Ισραήλ, που αντιτίθεται στη νέα ισλαμιστική κυβέρνηση.

Ο Τραμπ έχει τοποθετήσει την Τουρκία στο επίκεντρο της στρατηγικής του για τη Μέση Ανατολή. Ο πρέσβης του στην Άγκυρα, δισεκατομμυριούχος, Τομ Μπάρακ, διαδραματίζει ενεργό ρόλο, καθώς εκτελεί χρέη ειδικού απεσταλμένου στη Συρία και χειρίζεται τις σχέσεις με τον Λίβανο. Ο Μπάρακ δήλωσε ότι ο Τραμπ αποφάσισε να ξεπεράσει μια δεκαετία «μπερδεμένων ζητημάτων» με την Τουρκία, προσφέροντας στη χώρα «νομιμοποίηση». «Τα ίδια ζητήματα συνεχίζονται εδώ και 10 χρόνια. Οι S-400, τα F-16, τα F-35, η Halkbank. Είναι φίλοι; Είναι εχθροί;», είπε ο Μπάρακ σε εκδήλωση στη Νέα Υόρκη. «Ο πρόεδρος λέει: “Κουράστηκα με όλα αυτά. Ας κάνουμε μια τολμηρή κίνηση και ας τους δώσουμε αυτό που θέλουν”».

Το 2019, Αμερικανοί εισαγγελείς κατηγόρησαν την τουρκική τράπεζα Halkbank για βοήθεια στο Ιράν στην παράκαμψη των αμερικανικών κυρώσεων, υπόθεση που επιβάρυνε ακόμα περισσότερο τις σχέσεις με την Άγκυρα. Ο Ερντογάν δήλωσε ότι θα συζητήσει την υπόθεση με τον Τραμπ. Η επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στον Λευκό Οίκο, η πρώτη μετά από έξι χρόνια, έγινε ύστερα από μια ταραχώδη περίοδο υπό τον πρώην πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, ο οποίος διατήρησε αποστάσεις όταν ο Ερντογάν απείλησε αρχικά να ασκήσει βέτο στην ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Τελικά, απέσυρε τις αντιρρήσεις του μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις.

Η συνάντηση της Τρίτης πραγματοποιήθηκε επίσης έπειτα από μια περίοδο κατά την οποία οι τουρκικές αρχές συνέλαβαν εκατοντάδες στελέχη της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένου του εκλεγμένου δημάρχου της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, σε έρευνα που η κυβέρνηση χαρακτηρίζει ως υπόθεση διαφθοράς. Η διοίκηση Τραμπ επέλεξε να μην αναμειχθεί. «Από την οπτική του Ερντογάν, πρόκειται για μια ριζική αλλαγή σε σύγκριση με την εποχή Μπάιντεν», είπε ο Αλπέρ Τσοσκούν, πρώην διευθυντής διεθνών σχέσεων ασφαλείας στο τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών. «Μένει να φανεί εάν αυτό είναι πραγματικά καλό για τη δημοκρατία στην Τουρκία και εάν αντικατοπτρίζει μια υγιή σχέση», συμπλήρωσε.