Η προπαγάνδα διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν όσοι την προωθούν θα λογοδοτήσουν ή αν θα επικαλεστούν την «ελευθερία του λόγου» ως υπεράσπιση. Πότε ακριβώς τα λόγια μπορούν να θεωρηθούν εγκλήματα πολέμου;
Η δυσκολία όσων προσπαθούν να οδηγήσουν προπαγανδιστές σε δίκη είναι να συνδέσουν τα λόγια μίσους με τις φρικαλεότητες που ακολουθούν. Στη Δίκη της Νυρεμβέργης, ο Γιούλιους Στράιχερ, εκδότης του αντισημιτικού Der Sturmer και στενός συνεργάτης του Χίτλερ, κρίθηκε ένοχος για υποκίνηση εξόντωσης των Εβραίων. Αντίθετα, ο Χανς Φριτς, αρχισυντάκτης του ραδιοφώνου του Ράιχ, αθωώθηκε, υποστηρίζοντας πως απλώς ακολουθούσε εντολές. Μεταγενέστερα αποδείχθηκε ότι είχε συμβάλει ενεργά στη δολοφονία Εβραίων στην Πολωνία, όμως ήταν πλέον αργά.
Μετά τη Νυρεμβέργη, τα αποτελέσματα υπήρξαν ανάμεικτα. Μετά τη γενοκτονία στη Ρουάντα, στελέχη των μέσων ενημέρωσης που καλούσαν σε εξόντωση των Τούτσι καταδικάστηκαν. Ωστόσο, ο Σέρβος υπερεθνικιστής Βοϊσλάβ Σέσελι αθωώθηκε, καθώς το Δικαστήριο της Χάγης δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι οι ομιλίες του στόχευαν σε συγκεκριμένες εγκληματικές πράξεις.
Όπως αναφέρει σε ανάλυσή του το Politico, σήμερα, η προσοχή στρέφεται στους Ρώσους προπαγανδιστές. Η ρητορική τους χαρακτηρίζεται από αποκαλύψεις περί «υπανθρώπων» και εκκλήσεις για «αποπαρασίτωση» των Ουκρανών. Σε προσφυγή προς το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ), στην οποία συμμετέχει και η βραβευμένη με Νόμπελ Ειρήνης Ολεξάντρα Ματβιτσούκ, τονίζεται:
«Κάθε μέρα Ουκρανοί πεθαίνουν από ρωσικούς βομβαρδισμούς. Πολίτες συλλαμβάνονται και βασανίζονται. Αυτές οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν θα ήταν δυνατές χωρίς την εκστρατεία αποανθρωποποίησης των Ρώσων προπαγανδιστών, που είναι το ίδιο ένοχοι όσο και εκείνοι που πατούν τη σκανδάλη».
Ωστόσο, υπάρχει και ένας δεύτερος μηχανισμός: τα λεγόμενα «πληροφοριακά άλλοθι». Σε αυτές τις περιπτώσεις, το ζητούμενο δεν είναι να υποτιμηθεί το θύμα, αλλά να μεταφερθεί η ευθύνη σε άλλους, συχνά στα ίδια τα θύματα, πριν ακόμα διαπραχθεί το έγκλημα.
Κοινή έκθεση του Reckoning Project και της νομικής εταιρείας Global Rights Compliance εξηγεί πως αυτή η τακτική χρησιμοποιήθηκε πρώτα στη Συρία, όταν Ρώσοι διπλωμάτες και κρατικά μέσα κατηγορούσαν την αντιπολίτευση για επιθέσεις με χημικά όπλα, πριν η συριακή κυβέρνηση κάνει χρήση αυτών.
Στην Ουκρανία, η τακτική εντάθηκε. Πριν τον βομβαρδισμό μαιευτηρίου στη Μαριούπολη το 2022, ρωσικά κανάλια και ο Ρώσος πρέσβης στον ΟΗΕ, Βασίλι Νεμπένζια, ισχυρίστηκαν ότι οι Ουκρανοί χρησιμοποιούσαν το κτίριο ως ασπίδα. Έρευνες του ΟΗΕ, αλλά και ρεπορτάζ ξένων μέσων διέψευσαν τις κατηγορίες.
Λίγο αργότερα, στη Μαριούπολη, δημοσιογράφος της Komsomolskaya Pravda ισχυρίστηκε ότι το θέατρο, όπου είχαν καταφύγει πάνω από χίλιοι πολίτες, θα βομβαρδιζόταν από Ουκρανούς ως «προβοκάτσια». Η ρωσική αεροπορία έπληξε το κτίριο με δύο βόμβες των 500 κιλών, με τους νεκρούς να εκτιμώνται στους 600 σύμφωνα με το AP. Το γεγονός επιβεβαίωσαν η Διεθνής Αμνηστία και το Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Παράλογα ή όχι, τα «πληροφοριακά άλλοθι» παρέχουν στη Ρωσία ένα πέπλο αμφισβήτησης. Παράδειγμα αποτελεί και η σφαγή στην Μπούτσα, που παρουσιάστηκε σε φιλοκυβερνητικά ουγγρικά μέσα ως «σκηνοθετημένη».
Άλλες φορές, τα άλλοθι αυτά δημιουργούνται μήνες νωρίτερα, όπως με τον ισχυρισμό ότι οι Ουκρανοί ανατίναξαν το φράγμα Καχόβκα ή ότι εκτέλεσαν αιχμαλώτους πολέμου με αμερικανικά όπλα για να ενοχοποιηθεί ο Πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Η τεχνολογία φανέρωσε και αδυναμίες. Στις 8 Απριλίου 2022, ρωσικός πύραυλος έπληξε τον σιδηροδρομικό σταθμό του Κραματόρσκ, σκοτώνοντας 63 πολίτες. Στις 10:25 π.μ., το RIA Novosti ανάρτησε ότι επρόκειτο για ουκρανικό πύραυλο Tochka-U, πριν ακόμα εμφανιστούν οι πρώτες μαρτυρίες στις 10:30 π.μ. Η ανάρτηση είχε προγραμματιστεί μέσω TweetDeck, δείχνοντας τον συντονισμένο χαρακτήρα αυτών των επιχειρήσεων.
Όπως τόνισε ο Σκοτ Μάρτιν της Global Rights Compliance: «Όταν οι προπαγανδιστές συμμετέχουν σε συντονισμένες ενέργειες με στρατιωτικές δυνάμεις και κρατικές αρχές για να καλύψουν εκ των προτέρων ένα έγκλημα, ο ρόλος τους ξεπερνά την απλή παραπληροφόρηση. Είναι σαν τον οδηγό διαφυγής σε ληστεία».
Η αναγνώριση των «πληροφοριακών άλλοθι» θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο όχι μόνο για δίκες, αλλά και για άλλες μορφές λογοδοσίας, όπως κυρώσεις ή πίεση προς τις τεχνολογικές πλατφόρμες που φιλοξενούν τέτοιο περιεχόμενο.
Το ζήτημα αυτό φωτίζει και τη λεπτή γραμμή μεταξύ ελευθερίας λόγου και εγκλήματος. Η προσβλητική πολιτική ρητορική σπάνια είναι παράνομη, όμως η συντονισμένη δημιουργία «πληροφοριακών άλλοθι» μπορεί να συνεισφέρει άμεσα σε εγκλήματα πολέμου.