Ανατριχιαστικό βίντεο κατέγραψε τη στιγμή που η 57χρονη Ανίτα Ρόουζ, μητέρα έξι παιδιών, έκανε αμέριμνα βόλτα τον σκύλο της σε επαρχιακό δρόμο του Μπράνθαμ στο Σάφολκ, την ώρα που ο μετέπειτα δολοφόνος της, Ρόι Μπάρκλεϊ, την ακολουθούσε.

Ο 56χρονος περιπλανώμενος, με γνωστή εμμονή στον αποκρυφισμό και ιστορικό βίας, επιτέθηκε τυχαία και βάναυσα στην άτυχη γυναίκα, ξυλοκοπώντας την άγρια. Η Ρόουζ εντοπίστηκε σοβαρά τραυματισμένη κοντά σε εγκαταστάσεις λυμάτων και πέθανε τέσσερις ημέρες αργότερα.

Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο του Ίπσουιτς τον έκρινε ένοχο για φόνο μέσα σε μόλις δυόμισι ώρες. Ο Μπάρκλεϊ είχε αποφυλακιστεί το 2020 αλλά δεν διέμενε σε μόνιμη κατοικία, παραβίασε τους όρους της επιτήρησής του και ήταν καταζητούμενος για δύο χρόνια.

Ο εισαγγελέας Κρίστοφερ Πάξτον KC τόνισε ότι ο κατηγορούμενος είχε κρατήσει προσωπικά αντικείμενα της Ρόουζ – ανάμεσά τους, το μπουφάν και το κινητό της – ενώ τα ορειβατικά του μποτάκια θεωρήθηκαν «το φονικό όπλο». Ο ίδιος είχε επιχειρήσει να παραπλανήσει τις αρχές αφήνοντας το τηλέφωνο του θύματος σε δημόσιο χώρο για να «παραπλανήσει τις αρχές και να τις βγάλει από τον σωστό δρόμο».

Η κόρη του θύματος, Τζες, δήλωσε μετά την απόφαση: «Θα στραφούμε τώρα προς τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στην υπηρεσία επιτήρησης και στο δικαστικό σύστημα», προσθέτοντας: «Δεν γίνεται οι εγκληματίες να παραμένουν ελεύθεροι. Το διακύβευμα είναι μεγάλο και οι κοινότητές μας χρειάζονται προστασία».

Η σύλληψη του Μπάρκλεϊ έγινε στις 21 Οκτωβρίου μέσα στη Δημόσια Βιβλιοθήκη του Ίπσουιτς. Η ποινή του αναμένεται να ανακοινωθεί σύντομα.

Ήταν ακόλουθος του εκλιπόντος Ντέιβιντ Φάραντ

Η Daily Mail είχε αποκαλύψει νωρίτερα ότι ο Μπάρκλεϊ ήταν ακόλουθος του εκλιπόντος Ντέιβιντ Φάραντ, προέδρου της Βρετανικής Εταιρείας Αποκρυφισμού και Ψυχικών Φαινομένων (British Occult and Psychic Society).

Ο Φάραντ ήταν περισσότερο γνωστός για τον ρόλο του στον πανικό της δεκαετίας του 1970 σχετικά με φερόμενες εμφανίσεις βαμπίρ στο κοιμητήριο Χάιγκεϊτ του βόρειου Λονδίνου. Ο Μπάρκλεϊ ήταν παθιασμένος ερασιτέχνης καλλιτέχνης και σχεδίαζε σκίτσα που σατίριζαν τη διαμάχη ανάμεσα στον Ντέιβιντ Φάραντ και τον αυτοαποκαλούμενο εξορκιστή Σον Μάντσεστερ — μια διαμάχη που είχε τραβήξει το ενδιαφέρον των tabloids.

Φαίνεται, ωστόσο, ότι είχε αποκοπεί από τον κύκλο υποστηρικτών του Φάραντ εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια, γεγονός που οδήγησε σε φήμες πως είχε «εξαφανιστεί κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες», σύμφωνα με όσα έγραψε ένας μπλόγκερ. Στην πραγματικότητα, είχε καταλήξει να ζει ως άστεγος περιπλανώμενος, με επιδεινούμενη ψυχική υγεία, διαμένοντας σε πρόχειρα καταλύματα και προσωρινά ενοικιαζόμενα δωμάτια, επιβιώνοντας κυρίως από φαγητό που έβρισκε σε κάδους απορριμμάτων.

Ο Μπάρκλεϊ ζούσε εκτός δικτύου όταν επιτέθηκε με αγριότητα στον Λέσλι Γκάνφιλντ, τότε 82 ετών, ο οποίος τον είχε απειλήσει ότι θα ενημερώσει την ασφάλεια επειδή τον είδε να ψαχουλεύει σκουπίδια πίσω από σούπερ μάρκετ Co-op στο Γουόλτον-ον-δε-Νέιζ του Έσσεξ. Ο κ. Γκάνφιλντ πήγαινε να αγοράσει εφημερίδα λίγο πριν τις 7 το πρωί, στις 22 Φεβρουαρίου 2015, όταν είδε τον Μπάρκλεϊ να κρατά αγκαλιά μια στοίβα πίτσες και του έκανε ένα «αθώο» σχόλιο: «Καλή ψαριά έκανες απόψε».

Η απάντηση του Μπάρκλεϊ ήταν να τον γρονθοκοπήσει επανειλημμένα στο πρόσωπο και το κεφάλι, μακριά από τα σημεία που κάλυπταν οι κάμερες ασφαλείας, προκαλώντας του πολλαπλά κατάγματα στη μύτη, στα ζυγωματικά και στις κόγχες των ματιών, ενώ του αποκολλήθηκε η κάτω γνάθος. Ο ηλικιωμένος άνδρας παραλίγο να χάσει τη ζωή του από την επίθεση, αλλά επέζησε ύστερα από χειρουργεία στο νοσοκομείο Addenbrooke’s στο Κέιμπριτζ, κατά τα οποία του τοποθετήθηκαν δέκα τιτάνιες πλάκες στο κρανίο.

Ο Μπάρκλεϊ, γνωστός για την αγάπη του προς τα σκυλιά, άφησε — σύμφωνα με την κατηγορούσα αρχή — ένα χαρακτηριστικό «σημάδι», δένοντας το λουρί του τεριέ του Γκάνφιλντ γύρω από το πόδι του θύματος, ώστε το κατοικίδιο να μην φύγει. Αρνήθηκε την κατηγορία της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης με πρόθεση στον κ. Γκάνφιλντ, αλλά άλλαξε την ομολογία του σε ένοχος την ημέρα που επρόκειτο να ξεκινήσει η δίκη του και καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλάκισης από το Ποινικό Δικαστήριο του Τσέλμσφορντ τον Αύγουστο του 2015.

Η αποφυλάκισή του στις 24 Φεβρουαρίου 2020 συνοδευόταν από τον όρο να παραμένει σε επαφή με την υπηρεσία αποκατάστασης (probation service), αλλά στην πράξη εξαφανίστηκε το 2022, αποφεύγοντας κάθε επαφή με την αστυνομία ή τις αρχές. Η παραβίαση των όρων της άδειάς του είχε ως αποτέλεσμα να θεωρείται καταζητούμενος και να εκκρεμεί εντολή επιστροφής του στη φυλακή επί δύο χρόνια.

Ο Μπάρκλεϊ κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη ζώντας «εκτός δικτύου» σε διάφορους καταυλισμούς, ανάμεσα στους οποίους και ένας καλά κρυμμένος μέσα σε πυκνή βλάστηση, κοντά σε ένα φυσικό τοπίο με την ονομασία Decoy Pond στο Μπράνθαμ του Σάφολκ, καθώς και σε μια συστάδα δέντρων κάτω από τη γέφυρα Όργουελ στην κοντινή περιοχή του Γουέρστεντ.