Όσο κι αν η λεγόμενη «Εποχή των Πιστολέρο» της Άγριας Δύσης χαρακτηριζόταν από αιματηρές μονομαχίες στους δρόμους, άλλο τόσο ήταν γνωστή για τις υπερβολικές ιστορίες και τις καυστικές ατάκες των πρωταγωνιστών της.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Πινκ Χίγκινς. Ο Χίγκινς έπεσε πάνω σε έναν ζωοκλέφτη που μόλις είχε σκοτώσει και τεμαχίσει ένα από τα ζώα του. Τον πυροβόλησε θανάσιμα και έβαλε το πτώμα του μέσα στο κουφάρι του βοδιού. Όπως αφηγείται ο Μπράιαν Μπάροουζ στο βιβλίο του «The Gunfighters: How Texas Made the West Wild» (Penguin Press, 3 Ιουνίου), «έπειτα [ο Χίγκινς] κατευθύνθηκε στην πόλη για να πει στον σερίφη πως έπρεπε να δει ένα θαύμα, μια αγελάδα που γεννάει έναν άνθρωπο».
Όπως αναφέρει η nypost ο πρώτος πιστολέρο με εθνική αναγνώριση ήταν ο «Γουάιλντ Μπιλ» Χίκοκ, του οποίου η φήμη εκτοξεύτηκε μετά από δημοσίευμα στο Harper’s Weekly το 1867, το οποίο ισχυριζόταν πως είχε σκοτώσει «εκατοντάδες» άντρες. Αν και ο αριθμός αυτός ήταν υπερβολικός, ο Χίκοκ είχε όντως σκοτώσει αρκετούς.
Η πρώτη του δολοφονία καταγράφηκε σε σταθμό της άμαξας στη Νεμπράσκα το 1861, όταν του ζήτησαν να μείνει έξω από μια έντονη διαμάχη, επειδή «δεν ήταν δική του δουλειά». Η απάντησή του ήταν ατάραχη: «Ίσως και να ’ναι… ή και όχι». Τράβηξε το πιστόλι του, σκοτώνοντας έναν άντρα και τραυματίζοντας άλλους δύο.
Όμως το να ζεις σύμφωνα με τον «Κώδικα του Πιστολέρο» σήμαινε συχνά και να πεθαίνεις από αυτόν. Ως σερίφης στο Κάνσας το 1871, ο Χίκοκ πυροβόλησε και σκότωσε έναν καουμπόι που τον αιφνιδίασε, όμως κατά λάθος σκότωσε και τον ίδιο του τον βοηθό όταν εκείνος έτρεξε με όπλο ανά χείρας. Τελικά, το 1875 στο Ντέντγουντ της Νότιας Ντακότα, ένας άντρας που είχε χάσει στο πόκερ από τον Χίκοκ τον εκτέλεσε με μια σφαίρα στην πλάτη.
Όταν πάντως οι πιστολέρο δεν σκότωναν ή δεν σκοτώνονταν, συχνά αστειεύονταν.
Ο Κλέι Άλισον, γνωστός για την ψυχολογική του αστάθεια, πιθανότατα από το μετατραυματικό στρες του Εμφυλίου Πολέμου, κάποτε περιπλανήθηκε έφιππος σε μια πόλη φορώντας μόνο τη ζώνη με το όπλο του. Πριν σκοτώσει έναν αντίπαλό του, τον προσκάλεσε πρώτα για δείπνο. Οι δυο τους αντάλλαξαν τελικά πυροβολισμούς πάνω στο τραπέζι. Όταν ρωτήθηκε γιατί προσκάλεσε τον άντρα σε γεύμα πριν τον σκοτώσει, ο Άλισον απλώς απάντησε: «Επειδή δεν ήθελα να στείλω έναν άνθρωπο στην κόλαση με άδειο στομάχι».
Υπήρχε και ο «Μυστηριώδης Ντέιβ», που ανακοίνωσε σε ένα θύμα του: «Έζησες αρκετά», πριν τον πυροβολήσει. Ο επαγγελματίας χαρτοπαίκτης Μπεν Τόμσον, όταν προειδοποιήθηκε να αποφύγει μια συγκεκριμένη πόλη επειδή «άντρες τον περίμεναν εκεί», δεν πτοήθηκε. Σύμφωνα με τον Μπάροουζ: «Είμαι ο Μπεν Τόμσον», μουρμούρισε. «Αν πάω εκεί, θα φροντίσω τα αγόρια όπως πρέπει».
Ανάλογη ψυχραιμία επέδειξε και ο Ντοκ Χόλιντεϊ στη θρυλική συμπλοκή στο Ο.Κ. Κοράλ. Όταν ένας αντίπαλος τον απείλησε ότι θα τον πυροβολήσει, ο Χόλιντεϊ απάντησε ατάραχα: «Αν το κάνεις, είσαι λουλούδι». Στο τέλος αυτής της μονομαχίας, ο Γουάιατ Ερπ είχε την τελευταία κουβέντα. Κοιτάζοντας τα νεκρά σώματα των αντρών που εκείνος και τα αδέλφια του είχαν μόλις σκοτώσει, αστειεύτηκε ότι πλέον δεν χρειάζεται «να αφοπλίσουμε εκείνη την παρέα».
Ακόμη και οι τοπικές εφημερίδες αντιμετώπιζαν με χιούμορ την καθημερινότητα των όπλων. Ένα ρεπορτάζ του 1872 στο Κάνσας σχολίαζε την απουσία πυροβολισμών εκείνο το καλοκαίρι με τίτλο: «Κανείς δεν έχει σκοτωθεί ακόμη».
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της Εποχής των Πιστολέρο ήταν οι υπερβολικές αφηγήσεις. Ο Ουίλιαμ «Γουάιλντ Μπιλ» Λόνγκλεϊ ισχυριζόταν ότι είχε σκοτώσει πάνω από 30 άντρες, όμως η πραγματικότητα πιθανώς να ήταν τέσσερις ή πέντε. Ο Τζόνι Ρίνγκο, αν και θεωρούνταν κάποτε ο πιο επικίνδυνος πιστολέρο της χώρας, έχει καταγεγραμμένα μόλις δύο πυροβολισμούς. Στον έναν τραυμάτισε κάποιον σε καβγά σε μπαρ, ενώ η άλλη περίπτωση ήταν ακόμη πιο αστεία: «Η μόνη άλλη φορά που ξέρουμε με σιγουριά ότι ο Ρίνγκο πυροβόλησε… ήταν όταν πυροβόλησε τον εαυτό του στο πόδι», γράφει ο Μπάροουζ.
Πραγματικές μονομαχίες, πάντως, υπήρχαν. Ξεσπούσαν για μικρές και μεγάλες προσβολές, από την κλοπή ζώων μέχρι το να κόψει κανείς τη χορεύτρια ενός άλλου. Σε μια πολιορκία φάρμας, η μάχη κράτησε τόσο πολύ ώστε τα γουρούνια του αγροκτήματος άρχισαν να καταβροχθίζουν τα πτώματα.
Ίσως όμως η πιο απίστευτη συμπλοκή όλων συνέβη στο Νέο Μεξικό το 1884, όταν ένας 19χρονος άπειρος και άτυπος νόμος με το όνομα Ελφέγκο Μπάκα βρέθηκε αντιμέτωπος με 80 οργισμένους Τεξανούς καουμπόηδες. Ο Μπάκα, φορώντας μόνο ένα ταχυδρομικώς αγορασμένο αστέρι σερίφη, συνέλαβε και φυλάκισε έναν από τους άντρες για διατάραξη της τάξης. Όταν οι φίλοι του ζήτησαν την απελευθέρωσή του, ο Μπάκα στάθηκε μπροστά τους και τους προειδοποίησε ότι θα αρχίσει να πυροβολεί.
Οι Τεξανοί γέλασαν, αλλά ο Μπάκα άνοιξε πυρ. Σκότωσε έναν και οι υπόλοιποι υποχώρησαν, για να επιστρέψουν με ενισχύσεις. Ο Μπάκα κλείστηκε μόνος του σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι και αντιμετώπισε τους 80 επιτιθέμενους. Τόσοι ήταν οι πυροβολισμοί που το σπίτι κατέρρευσε. Στην μπροστινή πόρτα μετρήθηκαν αργότερα 400 τρύπες από σφαίρες. Όταν τελικά έφτασαν οι αρχές, ο Μπάκα είχε σκοτώσει τέσσερις και είχε βγει σώος.
Όπως γράφει ο Μπάροουζ: «Σκεπασμένος με σκόνη, ο Μπάκα βγήκε φορώντας μόνο τα εσώρουχά του, κρατώντας δύο περίστροφα».