Για την ζωή και την δράση του Άρη Βελουχιώτη, του αρχικαπετάνιου του ΕΛΑΣ, έχουν γραφτεί πολλά. Ο άνθρωπος που πίστεψε και δημιούργησε το αντάρτικο ακόμα και ενάντια στο ίδιο του το Κόμμα είναι ακόμα και σήμερα ένα πρόσωπο που διχάζει μεγάλα τμήμα της Ελληνικής κοινωνίας. Έχει πιστούς οπαδούς αλλά και ορκισμένους εχθρούς. Αυτό, συνήθως, είναι κάτι σαν… φυσική προέκταση της πολιτικής ιδεολογίας που χαρακτηρίζει τον καθένα και δείγμα πως η αντίσταση και ο εμφύλιος έχουν αφήσει βαθιά χαραγματιά στο DNA του τόπου. Όσο γνωστή και αν είναι η ζωή του Θανάση Κλάρα (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα), ωστόσο, τόσο άγνωστες παραμένουν ακόμα και σήμερα οι τελευταίες του στιγμές. Ένα πέπλο μυστηρίου καλύπτει όλα αυτά που έγιναν λίγο πριν δώσει ο ίδιος τέλος στη ζωή του. Οι καταγραφές είναι λίγες και οι αστικοί μύθοι περισσότεροι. Η αλήθεια και το ψέμα ή η υπερβολή σχεδόν συνυπάρχουν και τα όρια τους είναι δυσδιάκριτα. Η αποκήρυξη του Άρη και το ανελέητο κυνηγητό Η τελευταία πράξη του δράματος παίχτηκε πριν από ακριβώς 70 χρόνια. Στις 15 Ιουνίου του 1945, στη χαράδρα του Φάγγου στον Αχελώο ποταμό. Εκεί όπου οι δυνάμεις που ανήκαν στον πρώην ΕΔΕΣ και του Στρατού περικύκλωσαν τον Βελουχιώτη και τους συντρόφους του. Ακόμα και πρώην σύντροφοί του τον κυνηγούσαν εκείνη την εποχή. Πριν φτάσουμε, όμως, σε εκείνο το σημείο έχουν προηγηθεί δυο σημαντικά ιστορικά γεγονότα που επί της ουσίας επίσπευσαν το τέλος. Το πρώτο έχει να κάνει με το ίδιο το κόμμα που αγάπησε ο Βελουχιώτης. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Είναι γνωστό πως την περίοδο πριν την αυτοκτονία ο Βελουχιώτης βρέθηκε σε βαθιά ρήξη με το ΚΚΕ. Διαφώνησε ανοιχτά με την Συμφωνία της Βάρκιζας (την κατήγγειλε ως προδοτική που στην ουσία αποδεχόταν την αγγλική κατοχή) και ανέβηκε και πάλι στα βουνά, τα οποία επί της ουσίας ουδέποτε εγκατέλειψε. Το να διαφωνεί κάποιος εκείνη την εποχή με το Κόμμα και μάλιστα ανοιχτά ισοδυναμούσε με πολιτικό θάνατο. Στις 12 Ιουνίου του 1945 ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει την αποκήρυξη του Βελουχιώτη. Την απόφαση υπογράφει ο τότε ΓΓ του Κόμματος Νίκος Ζαχαριάδης που χαρακτηρίζει την στάση του Άρη ύποπτη και τυχοδιωκτική ενώ θυμίζει πως επί δικτατορίας Μεταξά ο Βελουχιώτης ήταν «δηλωσίας». Παραμένει άγνωστο αν μέσα σε αυτές τις τρείς μέρες που μεσολαβούν μέχρι το θάνατο του Βελουχιώτη ο αρχικαπετάνιος του ΕΛΑΣ πρόλαβε να μάθει την αποκήρυξη του. Ακόμα και αν δεν πρόλαβε, όμως, είναι σίγουρο πως την… ένιωσε στο πετσί του. Το δεύτερο γεγονός συνδέεται άρρηκτα με το πρώτο. Οι δυνάμεις του Στρατού και του πρώην ΕΔΕΣ βρίσκονται συνέχεια στα ίχνη του Βελουχιώτη. Δεν μπορούν, ωστόσο, να τον περιορίσουν. Μετά από εκείνο το «ούτε ψωμί, ούτε νερό στον Μιζέρια (το παρατσούκλι του Άρη)», όμως, η ευκαιρία που δινόταν για την φυσική εξόντωση του ήταν ορθάνοιχτος και οι αντίπαλες δυνάμεις δεν την άφησαν να πάει χαμένη καθώς από εκείνο το σημείο και έπειτα ρίχνουν όλα τα όπλα που διαθέτουν στην καταδίωξη του Θανάση Κλάρα. Η μοιραία περικύκλωση στη χαράδρα του Φάγγου Αποκομμένος απ’ όλους και απ’ όλα ο Άρης Βελουχιώτης μαζί με λιγοστούς συντρόφους του δίνει την ύστατη μάχη προκειμένου να ξεφύγει από τους διώκτες του. Μαζί με τους αντάρτες του ο Βελουχιώτης μεταβαίνει στο Ανθηρό όπου ανταλλάσσει ομήρους με όπλα και πυρομαχικά. Δύο ή τρείς μέρες πριν το τέλος, ο Άρης βρίσκεται στο χωριό Λιάσκοβο όπου δίνει την τελευταία σκληρή μάχη στο τέλος της οποίας υποχωρεί προς το Μαυροβούνι. Την Τετάρτη 14 Ιουνίου Βελουχιώτης και οι σύντροφοί του κατευθύνεται στο Κοθώνι, από όπου και αποφασίζει να επιχειρήσει τη μεγάλη έξοδο και μέσω του Χοιρόλακκου προσπαθεί να περάσει τον Αχελώο. Αφού πέσει το σκοτάδι ξεκινούν για τη Μεσούντα. Την Πέμπτη 15 Ιουνίου ο Βελουχιώτης έχει καταλάβει πλέον πως το τέλος έφτασε. Αδιαφορεί στις παραινέσεις να περάσουν πάλι το ποτάμι προς τη Ρούμελη. Σύμφωνα με μαρτυρίες συντρόφων του έδειχνε να μην τον ενδιαφέρει τίποτα πλέον. Δίνει εντολή στους άνδρες του να φύγουν προς το ποτάμι. Εκείνος παραμένει εγκλωβισμένος στη χαράδρα του Φάγγου μαζί με ελάχιστους που αρνούνται να τον εγκαταλείψουν. Δεν θα υπάρξει άλλη μάχη. Ο Άρης όπως άλλωστε είχε προβλέψει και είχε πει στους συντρόφους του δεν πρόκειται να πιαστεί ζωντανός. Η συνάντηση με τον θάνατο και τα τελευταία του λόγια Οι θεωρίες σχετικά με τις τελευταίες δραματικές στιγμές του αρχικαπετάνιου του ΕΛΑΣ είναι δυο. Η μία (που πιθανότατα δεν ισχύει, κιόλας) αναφέρει πως ο Βελουχιώτης (που νωρίτερα είχε χτυπήσει άσχημα στην σπονδυλική στήλη από πέσιμο στα βράχια) αφού έδιωξε τους πάντες από δίπλα του, αυτοκτόνησε τραβώντας την περόνη από μια χειροβομβίδα που είχε μαζί του. Η δεύτερη και πιθανότερη εκδοχή ως προς το τέλος του Άρη είναι πως αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι και συγκεκριμένα στην δεξιά πλευρά. Υπάρχει, μάλιστα, και η μαρτυρία του Βαγγέλη Γκονέζου, που ήταν μαζί με τον Βελουχιώτη και ο οποίος προκειμένου να σωθεί κρύφτηκε σε ένα βράχο ενώ στη συνέχεια κατέφυγε στους Μελισσουργούς της Άρτας, πέρασε στη Γιουγκοσλαβία κι από εκεί στη Σοβιετική Ένωση. Ο Γκονέζος αναφέρει: «Η ώρα ήταν 9 μ.μ. Από την απέναντι μεριά του Μυροφύλλου, ένα εχθρικό πυροβόλο χτυπούσε κατ’ άξονα τη ρεματιά. Μπροστά μας σκοτώνεται ο Κόζιακας και πιο κάτω τραυματίζεται ο Λέων (ψευδώνυμο του Γιάννη Νικολόπουλου), στο δεξιό μέρος του μετώπου πάνω από το μάτι και γυρίζει πίσω γεμάτος αίματα. Για μία στιγμή ακούω τον Αρη να λέει “Έζησα 40 χρόνια, έζησα και καλά και άσχημα. Κοιτάξτε εσείς τι θα κάνετε τώρα, γεια σας” Βγάζει το πιστόλι του και αυτοκτονεί. Δεν μπόρεσα να καταλάβω τη σκέψη του ούτε και να αντιδράσω». Αμέσως, μόλις, ο Τζαβέλας, ο πιστός σύντροφός του Βελουχιώτη μαθαίνει για την αυτοκτονία, σπεύδει εκεί που βρισκόταν ο νεκρός πλέον αρχικαπετάνιος του ΕΛΑΣ, σκίζει τις φωτογραφίες που είχε ο αρχηγός πάνω του, σπάει το ρολόι του και το πιστόλι του, τον «Ελβετό», και όταν απομακρύνθηκαν οι υπόλοιποι αγκάλιασε το άψυχο σώμα του και τράβηξε την περόνη μιας χειροβομβίδας «Μιλς». Το κεφάλι λάφυρο και ο φανοστάτης στη πλατεία των Τρικάλων Την επόμενη ημέρα, στις 16 Ιουνίου, οι διώκτες του μαθαίνουν πως ο Άρης Βελουχιώτης είναι νεκρός. Ανάμεσα στους διώκτες του ήταν και ο Ζαχαρίας Π. ο οποίος άφησε γραπτή μαρτυρία από την καταδίωξη και εξηγεί πώς σκοτώθηκαν ο Κόζιακας (Κώστας Αργύρης), ο Νικήτας (Θωμάς Αρχιμανδρίτης) και πώς πέθανε τελικά ο Άρης Βελουχιώτης και ο Τζαβέλας. Η εν λόγω μαρτυρία προέρχεται από το αρχείο του Ιάσονα Χανδρινού. Όπως αφηγείται ο Ζαχαρίας Π.: «Με το πέρασμα του ποταμού, τους πήραμε είδηση και ειδοποίησα τον Βόιδαρο στην Αγία Παρασκευή (ο Βόιδαρος ήταν οπλαρχηγός της ΕΔΕΣ στην Κατοχή και επικεφαλής ένοπλης ομάδας αντικομουνιστών). Ο Άρης μετακινήθηκε την άλλη μέρα σε μία σπηλιά στη δύσβατη πλαγιά του βουνού, όπου λημέριασε και προσπάθησε να έρθει σε επαφή με τον Τζουμάνη (τοπικό στέλεχος του ΕΑΜ και οδηγός των μαυροσκούφηδων). Και πάλι ειδοποίησα τον Βόιδαρο για τις κινήσεις του Άρη και την ίδια μέρα ανέβηκα στο Μυρόφυλλο. Συναντήθηκα με τον Μόκα και τον ανθυπολοχαγό της Εθνοφυλακής Μουρελάτο. Το απόγευμα οι ένοπλες ομάδες του Μόκα και της Εθνοφυλακής κινήθηκαν από Μυρόφυλλο και πήραν θέσεις κατά μήκος του ποταμού. Από την άλλη πλευρά, ο Κώστας Βόιδαρος, ο Γιώργος Ζαγκαβιέρος και ο Κώστας Ζαφείρης (αντάρτες του ΕΔΕΣ που συμμετείχαν στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου το 1942) προχώρησαν στην κακοτράχαλη πλαγιά για την εξουδετέρωση του Άρη. Ο κλοιός από λεπτό σε λεπτό γινόταν πιο ασφυκτικός. Η μάχη κράτησε ως το σούρουπο. Η διαφυγή του Άρη ήταν πλέον αδύνατη. Ο Βόιδαρος, εκτιμώντας την κατάσταση, έστειλε συνδέσμους στον ταγματάρχη Τζινιέρη στο Τετράκωμο για να προωθήσει δυνάμεις μέσα στη νύχτα από τη βόρεια πλευρά του Αχελώου για να κλειστεί και η τελευταία πιθανή δίοδος διαφυγής. Ήταν νύχτα που έφυγα από το τμήμα του Βόδιαρου για τη Μεσούντα. Προχωρώντας πιο πέρα είδα ένα φως σε μία καλύβα στο δάσος. Την ώρα που πλησίασα μπήκε μέσα ένας γεροδεμένος άνδρας με άσπρη γενειάδα. Προτού να πει κουβέντα πρότεινα το όπλο και φώναξα “ψηλά τα χέρια”. Εκείνος φώναξε “μη με σκοτώσετε είμαι ο Δράκος και μπορώ να σας φανώ χρήσιμος”. Ήταν ο Σωτήρης Δράκος, ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Άρη που μόλις έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί πέταξε το όπλο του και έφυγε. Τον έδεσα πισθάγκωνα και τον οδήγησα στον Βόιδαρο. Εκεί ομολόγησε τη μεγάλη ταλαιπωρία τους και ότι ο Άρης με τους συντρόφους του αυτοκτόνησε πιο κάτω από το κρησφύγετο στην απότομη πλαγιά. Πέρασε εκείνη η νύχτα και πολύ πρωί με οδηγό τον Δράκο φτάσαμε στο λημέρι όπου λίγο πιο κάτω βρίσκονταν τρία πτώματα γενειοφόρων. Ο Δράκος έδειξε ένα και είπε: “Αυτό το σκυλί είναι ο Άρης”. Ο διπλανός του ήταν ο Τζαβέλας και ο τρίτος ο Νικήτας. Έδωσα το μαχαίρι στο Δράκο και έκοψε τα κεφάλια του Άρη και του Τζαβέλα, τα τοποθέτησε στην περισκελίδα του και τραβήξαμε για τη Μεσούντα. Στην πλατεία στο καφενείο του Θάνου, τοποθετήθηκαν τα κεφάλια σε κοινή θέα». Τα κεφάλια των δυο αγωνιστών, αφού πρώτα είχαν παστωθεί με ρίγανη και αλάτι προκειμένου να μη μυρίσουν, περιφέρθηκαν ως λάφυρα σε διάφορα χωριά για να καταλήξουν στην πλατεία Ρήγα Φεραίου στα Τρίκαλα όπου έμειναν κρεμασμένα σε φανοστάτη για τουλάχιστον δυο ημέρες. Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής ακολούθησε μεγάλη γιορτή με νταούλια και χορούς. Άγνωστο -παρά τις πολλές θεωρίες που κατά καιρούς έχουν ακουστεί- παραμένει και το τι απέγιναν τα κεφάλια όπως και τα σώματα των δυο ανταρτών. Το πιθανότερο σενάριο είναι πως τα κεφάλια θάφτηκαν σε άγνωστο μέρος αφού πρώτα επιθεωρήθηκαν από τον Ζέρβα ο οποίος έσπευσε γι’ αυτό το λόγο στα Τρίκαλα ενώ τα σώματα (από τα οποία είχαν κόψει χέρια και πόδια) αφέθηκαν στο σημείο της αυτοκτονίας. Τέλος, πολλές φορές έχει διαψευστεί και μάλιστα κατηγορηματικά ο ισχυρισμός πως τα κεφάλια μεταφέρθηκαν στην Αθήνα για να καταλήξουν στο (κλειστό για το ευρύ κοινό) Εγκληματολογικό Μουσείο που βρίσκεται στην Ιατρική Σχολή στο Γουδί, όπου υποτίθεται πως είναι τοποθετημένα δίπλα σε εκείνα των λήσταρχων Γιαγκούλα, Μπαμπάνη, Τζαμήτρα κ.ά. Δείτε όλα τα θέματα του Weekend