Βρίσκεται στο φινάλε της προπονητικής του καριέρας. Μια από τις τελευταίες αποστολές που έχει αναλάβει -αν όχι η τελευταία, δεν το έχει ξεκαθαρίσει- είναι να οδηγήσει την Εθνική ομάδα της Αυστραλίας στο Μουντιάλ της Ρωσίας. Ο Μπερτ φαν Μάρβαϊκ διαδέχθηκε τον άκρως πετυχημένο, Άγγελο Ποστέκογλου, ο οποίος παραιτήθηκε, όταν οι «Soceroos» εξασφάλισαν τη συμμετοχή τους στη διοργάνωση. Η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της χώρας αποτάθηκε στον έμπειρο Ολλανδό, που προερχόταν από μια άκρως πετυχημένη θητεία στον πάγκο της εθνικής ομάδας της Σαουδικής Αραβίας, την οποία οδήγησε σε απευθείας πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο 2018. Η αποστολή του κάθε άλλο παρά εύκολη είναι, καθώς πρέπει μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να μάθει την ομάδα και να περάσει τις ιδέες που έχει στο μυαλό του όσον αφορά στον τρόπο παιχνιδιού. Είναι μια αποστολή ολίγων μηνών, καθώς όπως ανακοίνωσε ο ίδιος μετά τη διοργάνωση θα αποχωρήσει από τον πάγκο της ομάδας. Η αμοιβή του γι’ αυτό το διάστημα θα είναι 650.000 ευρώ. ΜΠΕΡΤ ΦΑΝ ΜΑΡΒΑΪΚ Εξ αρχής η Ομοσπονδία του ξεκαθάρισε πως δεν διαθέτει τους πόρους, ώστε να πληρώσει τους συνεργάτες που τον πλαισιώνουν και πως θα πρέπει να συνεργαστεί με το υπάρχον προσωπικό. Με τον χρόνο να πιέζει, ο 66χρονος τεχνικός αποφάσισε να πληρώσει από την τσέπη του τους στενούς του συνεργάτες, με τους οποίους δουλεύει χρόνια. Πρόκειται για τέσσερις βοηθούς, δύο αναλυτές βίντεο και δύο σκάουτερ. Εξηγώντας την απόφασή του, η οποία προκάλεσε αν μη τι άλλο θετική εντύπωση στους Αυστραλούς, ο έμπειρος προπονητής είπε: «Χρειάζομαι τους δικούς μου ανθρώπους γιατί δεν έχω καθόλου χρόνο. Όταν προσπαθείς να εξελίξεις μια ομάδα σε ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα χρειάζεσαι ανθρώπους που να σε ξέρουν. Πρέπει να κοιτάζουν στα μάτια μου και να καταλαβαίνουν αμέσως τι εννοώ. Δεν μπορούμε να χάνουμε χρόνο λόγω προβλημάτων επικοινωνίας. Χρειάζεσαι χρόνο μέχρι να γνωρίσει ο ένας τον άλλο. Υπό διαφορετικές συνθήκες, ευχαρίστως θα συνεργαζόμουν με τους Αυστραλούς. Παίρνουν πρωτοβουλίες και δεν με φοβούνται. Ξέρω ότι μπορώ να τους εμπιστευτώ. Λόγω χρόνου όμως δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά».