Η Νικολίτσα Ντρίζη επέστρεψε για να προσφέρει για δεύτερη χρονιά μία από τις πιο δυνατές ερμηνείες της χρονιάς σε έναν μονόλογο που χωρίς να κάνει «φασαρία», αθόρυβα μάς φανερώνει μέσα από τα μάτια μιας κούριερ, όσα εμείς προσπερνάμε καθημερινά μέσα σε αυτή τη μεγαλούπολη, την πολύβουη Αθήνα.
Ο μονόλογος «Πες της» βασίζεται στο ομώνυμο διήγημα του Χρήστου Οικονόμου, ο οποίος συνθέτει ένα μωσαϊκό από εκατοντάδες μικρο-αφηγήσεις· ένα πολύπλευρο πορτρέτο της σύγχρονης Αθήνας, μέσα από τα μάτια μιας εργάτριας της σύγχρονης οικονομίας του delivery και των εφαρμογών. Ο συγγραφέας ακολουθεί την ηρωίδα στις κούρσες της, μπαίνοντας μαζί της σε σπίτια και σε αυλές, ακούγοντας και καταγράφοντας τις ιστορίες που εισπράττει.
Το «Πες της» μετά από έναν επιτυχημένο κύκλο παραστάσεων την άνοιξη στο ΚΕΤ, με την εξαιρετική ερμηνεία της Νικολίτσας Ντρίζη, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Αλέξη Βιδαλάκη, επέστρεψε για λίγες παραστάσεις στο Θέατρο 104. Και η πρωταγωνίστρια που έχει κερδίσει το κοινό και τους κριτικούς με την καθηλωτική ερμηνεία της, μίλησε στο Newsbeast για την παράσταση.
– Πώς προσεγγίσατε τον ρόλο μιας κούριερ που περιπλανιέται στην πόλη; Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση αυτού του χαρακτήρα;
Διαβάζοντας το διήγημα του Χρήστου Οικονόμου, από τις πρώτες σελίδες, μου δημιουργήθηκε μια αίσθηση μεγάλης οικειότητας με την ηρωίδα του. Είναι ένα κορίτσι που εργάζεται στους δρόμους της σημερινής Αθήνας, που κινείται αθόρυβα αναμεσά μας, και που χωρίς να δίνεται κανένα στοιχείο από το συγγραφέα, ο τρόπος που αφουγκράζεται την εποχή και τον κόσμο γύρω της φανερώνουν πολλά για την ίδια. Για μένα αντιπροσωπεύει όλους τους ευαίσθητους ανθρώπους που δουλεύουν καθημερινά και σκληρά σε πόστα που τους φέρνουν σε επαφή με τον κόσμο και που ενώ εμείς τους προσπερνάμε οι ίδιοι μπορεί να μας κοιτούν, να μας βλέπουν να μας διαβάζουν, ενώ εμείς έχουμε ήδη στρίψει στην επόμενη γωνία. Η μεγάλη πρόκληση είναι , στις ιστορίες των ανθρώπων που αφηγείται , να καθρεφτίζεται κάθε φορά και ο προσωπικός της κόσμος. Να φανερώνει τον εαυτό της χωρίς να μιλάει γι αυτόν.

– Ο μονόλογος έχει έναν έντονα εσωτερικό ρυθμό, με πολλές μικρο-αφηγήσεις. Πώς διαχειριστήκατε αυτή τη συνεχή εναλλαγή εικόνων και συναισθημάτων;
Με αφετηρία τη αίσθηση, ότι όσο διαφορετικές κι αν είναι οι ιστορίες των ανθρώπων τα συναισθήματα που βιώνουν είναι ίδια, αντιμετωπίσαμε όλες τις ιστορίες μικρές και μεγάλες σαν μία ενιαία, όπου το ένα γεγονός ακολουθεί το άλλο και αφήνοντας το ρυθμό που δημιουργεί ο Χ. Οικονόμου που είναι καταιγιστικός, να μας παρασύρει.
– Πώς ήταν η διαδικασία μεταφοράς ενός τόσο πολυεπίπεδου κειμένου στη σκηνή;
Επειδή ακριβώς το διήγημα είναι πολυεπίπεδο και ακροβατεί στα όρια πολλές φορές μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, η σκηνική μεταφορά στηρίζεται στην απλότητα και στην ανοιχτωσιά που αυτή η απλότητα φέρει , για να μπορούν να αναδυθούν αυτά τα όρια.
– Ποια ήταν η βασική σκηνοθετική γραμμή που σας έδωσε ο Αλέξης Βιδαλάκης και πώς επηρέασε τη δική σας υποκριτική προσέγγιση;
Ο Αλέξης πάντα με οδηγούσε σε μια ειλικρινή σχέση με το κείμενο, πρόθεση του ήταν πάντα να αναδυθούν οι ιστορίες και οι άνθρωποι τους, εμείς να υπηρετούμε αυτούς κι όχι το αντίθετο. Αυτό δημιούργησε ένα χώρο να αναπνέουν και να αναδύονται με ένα τρόπο που, ενώ είμαι μόνη μου στη σκηνή να μην αισθάνομαι καθόλου μόνη.

– Υπάρχει κάποια στιγμή μέσα στην παράσταση που κάθε φορά σας «ξανασυναντά» με νέο τρόπο;
Σίγουρα η αρχή της παράστασης είναι μια τέτοια στιγμή. Αντικρύζω κάθε φορά τους θεατές σα να είναι οι άνθρωποι για τους οποίους θα μιλήσω, τα βλέμματα που συναντώ είναι το «καύσιμο» για να πάρω τους δρόμους που παίρνει και η ηρωίδα.
– Η ηρωίδα βιώνει μια έντονη μοναξιά μέσα στην πόλη. Αυτή η δραματουργική μοναξιά συνδέεται καθόλου με τη δική σας σκηνική μοναχικότητα;
Αυτή η έντονη μοναξιά που βιώνει μέσα στη χαοτική πόλη είναι που την οδηγεί στην πολύ ουσιαστική στιγμιαία επαφή με τους ανθρώπους με αφορμή τη δουλειά της. Κι αυτή η ίδια πρωινή μοναξιά την οδηγεί στη βραδινή της, συνειδητή μοναχικότητα, που τη συναντάμε σκηνικά. Ξαναπερνάει τους ίδιους δρόμους, καταγράφει τις ιστορίες, κι επιλέγει αυτούς τους ανθρώπους για παρέα της.
– Πιστεύετε ότι το ελληνικό θέατρο έχει αλλάξει μετά τα τελευταία χρόνια κρίσεων; Υπάρχει νέα δυναμική ή περισσότερα εμπόδια;
Έχει αλλάξει όπως και κάθε τι γύρω μας. Τα τελευταία χρόνια αλλάζουν πολλά και πολύ γρήγορα. Στο ελληνικό θέατρο παρατηρώ μια «έκρηξη» δημιουργικότητας, δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που να μετράει τόσες παραγωγές κάθε χρόνο. Σίγουρα αυτή η «έκρηξη» δημιουργείται από μια νέα δυναμική και αυτό είναι πολύ αισιόδοξο. Το ίδιο βέβαια γεγονός εμπεριέχει τη δυσκολία μας ως κοινό να εστιάσουμε σε πράγματα που μας αφορούν και να μην κατακερματιζόμαστε, που είναι βασικό χαρακτηριστικό της εποχής μας.

Λίγα λόγια για την υπόθεση:
Μια κούριερ περιπλανιέται στη σύγχρονη πόλη. Από τη μία παράδοση στην άλλη, τριγυρνά σε χιονισμένα βουνά και ασημένιες θάλασσες, σε πάρκα, πλατείες, σε δρόμους απέραντους. Μπαινοβγαίνει σε μεζονέτες, σε βίλες, σε πολυκατοικίες. Κάνει παραδόσεις σε καλούς και κακούς ανθρώπους, αγενείς και ευγενικούς, βασανισμένους και καλοζωισμένους – σε ανθρώπους που μοιάζουν έτοιμοι να βάλουν τα κλάματα κι άλλους που μοιάζουν να μην ξέρουν τι θα πει κλάμα.
Πόσο πόνο και πόση μοναξιά μπορεί να σηκώσει ο σύγχρονος άνθρωπος;
Πολύ συχνά, κάθεται δίπλα τους και τους ακούει. Άλλες φορές είναι σαν να αφουγκράζεται την ίδια την πόλη. Κάθε δέντρο, κάθε λακκούβα, κάθε σπίτι, κάθε δρόμος, κάθε πόρτα που ανοίγει μοιάζει να κρύβει μια καινούργια ιστορία.
Ταυτότητα παράστασης
Κείμενο: Χρήστος Οικονόμου
Σκηνοθεσία: Αλέξης Βιδαλάκης
Ερμηνεία: Νικολίτσα Ντρίζη
Μουσική: Άννα Παπαϊωάννου (Anna VS June)
Φωτογραφίες: Στάμος Σέμσης
Φωνή μικρής: Βασιλική Γουρδούπη
Υπεύθυνη επικοινωνίας: Γιώτα Δημητριάδη
Παραστάσεις: Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00
Διάρκεια: 70’
Τιμές: 15 γενική είσοδος/ 12 μειωμένο
Προπώληση: more.com
Θέατρο 104
Ευμολπιδών 41, Αθήνα 118 54
Τηλέφωνο: 695 126 9828