Ο Πέτρος Ζούλιας, ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του ελληνικού θεάτρου, είναι από τους λίγους που έχει πετύχει κάτι το εκπληκτικό: συνδυάζει το ποιοτικό με το εμπορικό. Οι παραστάσεις του, που έχουν αφήσει έντονο το αποτύπωμά τους στο ελληνικό θέατρο, διέπονται από μία ποιότητα και συγκίνηση, «κόβοντας» ταυτόχρονα εισιτήρια και σημειώνοντας απανωτά sold out.
Από τη θρυλική «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», μέχρι σήμερα με το «Μια ζωή – Ο μονόλογος μιας μοδίστρας», ο Πέτρος Ζούλιας ξέρει καλύτερα από τον καθένα πώς να συν-κινεί και να συγκινεί το κοινό, που τον εμπιστεύεται και τον ακολουθεί σε κάθε του νέα δημιουργία, σημειώνοντας παράλληλα εισπρακτικούς θριάμβους.
Φέτος, εκτός από τον καθηλωτικό μονόλογο της Μοδίστρας με τη «μούσα» του, Νένα Μεντή, ανεβάζει στη σκηνή το θρυλικό «Μεγάλο μας Τσίρκο», ενώ προσκαλεί και πάλι τους παλιούς θεατές να θυμηθούν και τους καινούργιους να γνωρίσουν μία από τις μεγαλύτερες θεατρικές επιτυχίες των τελευταίων ετών, τα «Έξι μαθήματα χορού σε έξι εβδομάδες», με τη Ρένη Πιττακή να συναντά και πάλι τη μοναχική Λίλυ, έναν ρόλο για τον οποίο ξεχώρισε και επαινέθηκε ιδιαίτερα. Δίπλα στη σπουδαία ηθοποιό, στο ρόλο του δασκάλου χορού Μάικλ, συναντάμε τον Κώστα Βασαρδάνη. Ο Πέτρος Ζούλιας σκηνοθέτησε την κομεντί του Ρίτσαρντ Αλφιέρι για πρώτη φορά στην Ελλάδα πριν από 17 χρόνια.
Με αφορμή τις παραστάσεις, μιλήσαμε με τον καταξιωμένο σκηνοθέτη και μέσα από την κουβέντα που είχαμε, καταλάβαμε γιατί ο κόσμος τον αγαπά τόσο. Απλός, σεμνός, ευγενικός και με μια ειλικρινή ευαισθησία, ο Πέτρος Ζούλιας σε κερδίζει και ως άνθρωπο. Και αυτό στις μέρες μας, θα λέγαμε πως σπανίζει.
– «Μια ζωή – Ο μονόλογος μιας μοδίστρας» με τη Νένα Μεντή, ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά, με απανωτά sold-out και φέτος.
Πραγματικά, ήταν μια πάρα πολύ σπουδαία στιγμή και για μένα και για την ίδια τη Νένα Μεντή. Νομίζω, ότι ψάχναμε εδώ και πάρα πολλά χρόνια να μας προκύψει κάτι που να φτάσει αυτό που αισθανθήκαμε, όταν κάναμε την παράσταση «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», η οποία πραγματικά έσπαγε τα όρια της συγκίνησης. Οι άνθρωποι έφευγαν από το θέατρο κλαμένοι, τραγουδούσαν, ήταν όρθιοι. Πολλές φορές έχω πει ότι αυτό που έχω αισθανθεί στην παράσταση για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, είναι αυτό που νιώθει κανείς μετά από μια πολιτική ομιλία που είναι οπαδός ενός κόμματος ή μετά από μια συναυλία στην οποία συμμετέχει με όλο του το είναι. Ήταν, λοιπόν, η «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» μια οριακή εμπειρία για μένα και τη Νένα και ψάχναμε εδώ και πάρα πολλά χρόνια κάτι που να ήταν συγγενές και κάναμε τελικά ακριβώς το ανάποδο, δηλαδή έναν μονόλογο πάλι, αλλά όχι μιας γυναίκας γνωστής και εμβληματικής και ιδιαίτερης όπως ήταν η Ευτυχία. Κάναμε έναν μονόλογο που στηρίζεται σε βιώματα μιας γυναίκας της διπλανής πόρτας, ενός μέσου ανθρώπου που έχει έναν διάλογο, όμως, με τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα που σφράγισαν τα τελευταία 80 χρόνια -γιατί 80 χρονών είναι αυτή η μοδίστρα- την Ελλάδα. Ξεκίνησε πέρυσι στο «Ιλίσια – Βολονάκης», συνεχίζεται φέτος με τεράστια επιτυχία και το λέω με συγκίνηση, γιατί θέλουμε να αγγίζουν αυτά που κάνουμε εγώ και η Νένα τον κόσμο και ειδικά τον λαϊκό κόσμο. Και δίπλα σε αυτό βέβαια ήρθανε τα «Έξι μαθήματα χορού σε έξι εβδομάδες» του Ρίτσαρντ Αλφιέρι, με τη Ρένη Πιττακή και τον Κώστα Βασαρδάνη.

– Με τη Νένα Μεντή έχετε κάνει μεγάλες επιτυχίες. Είναι η «μούσα» σας κατά κάποιο τρόπο;
Νομίζω ότι πια πρέπει να το αποδεχτώ, μετά από τόσα χρόνια που συνεργάζομαι μαζί της. Η αλήθεια είναι ότι με εμπνέει η Νένα και με έναν τρόπο είμαστε συμπληρωματικοί σκηνικά. Νομίζω ότι το κοινό μας χαρακτηριστικό είναι το πάθος μας να πούμε κάτι που να αγγίζει τις ψυχές των ανθρώπων. Πιστεύω ότι ήταν μια συνάντηση, την οποία προκάλεσε πριν πολλά χρόνια -σχεδόν είκοσι- η Άννα Παναγιωτοπούλου και αποδείχτηκε τελικά μοιραία. Με τη Νένα, πραγματικά, έχουμε κάνει πολύ μεγάλες επιτυχίες από τις «Γυναίκες» του Παπαδιαμάντη, την «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», μέχρι τη «Μαρίκα» για τη ζωή της Κοτοπούλη και πιο πρόσφατα το «Μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας». Θέλω να πω, μας συνδέουν πολλά με τη Νένα και μια βαθιά φιλία νομίζω μέσα στα χρόνια.
– Πάντως, όλες οι παραστάσεις σας βγάζουν μια συγκίνηση ξεχωριστή, αλλά νομίζω πως όταν συνεργάζεστε με τη Νένα Μεντή είναι πιο βαθιά συναισθηματικές. Δεν ξέρω, αν παίζει ρόλο η σχέση σας.
Έχει σημασία ότι με τη Νένα Μεντή συναντιόμαστε πάρα πολύ σε μια τόλμη να εκφράσουμε τη συγκίνησή μας, την καρδιά μας. Δηλαδή θεωρώ τη Νένα έναν άνθρωπο βαθιά προοδευτικό και ελεύθερο να εκτεθεί επί σκηνής. Δεν είναι πάντα απλό αυτό, μπορεί να είναι πάντα το ζητούμενο, αλλά σπάνια το έχω βρει σε ηθοποιούς. Η Νένα, λοιπόν, πραγματικά τολμά να σπάει τα στερεότυπα και αναζητά απεγνωσμένα την απόλυτη αληθινή επαφή με τον αποδέκτη, που είναι πάντα ο θεατής. Εκεί, λοιπόν, συναντιόμαστε και νομίζω ότι είναι αυτό που δημιουργεί αυτές τις συγκινησιακές, ας πούμε, παραστάσεις, όπου οι άνθρωποι κλαίνε, τραγουδάνε, φωνάζουν, αντιδρούν. Είναι τόσο συμμετοχική και αυτό είναι σπουδαίο, γιατί η αλήθεια είναι ότι επειδή ζούμε σε μια εποχή παραίτησης και μελαγχολίας, για να μην πω κατάθλιψης και μίας έτσι μικρής ή μεγάλης ήττας ιδεολογικής, έχει μεγάλη σημασία να μπορεί κανείς να βγάζει μια φωνή – τη φωνή του και να λέει πράγματα που αφορούν τόσο κόσμο. Πολλά βράδια μετά το τέλος της παράστασης και πέρυσι και φέτος έρχονται κυρίως γυναίκες -γιατί όπως ξέρετε εκείνες είναι που στηρίζουν το θέατρο- και λένε «αυτή την ιστορία, αυτό το βίωμα το έχω ζήσει κι εγώ ή η μάνα μου ήταν στην εξορία». Θέλω να πω συναντιόμαστε με μια συλλογική μνήμη και ένα βίωμα και ίσως αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι παρακολουθούν με τέτοια συμμετοχικότητα τις παραστάσεις μας.
– Και στη συγκεκριμένη δεν ξέρω, η μοδίστρα ως επάγγελμα είναι συνδεδεμένη με την ιστορία μας ως Ελλάδα, δηλαδή είτε επαγγελματικά, είτε ερασιτεχνικά δεν υπήρχε σπίτι, ειδικά παλιά που να μην είχε μία ραπτομηχανή, οπότε δεν είναι και σαν μια επιστροφή στις ρίζες μας ή μάλλον μια φιγούρα από το δικό μας παρελθόν που έρχεται να μας αφυπνίσει;
Ένας λόγος που επιλέχθηκε στην παράσταση το επάγγελμα της μοδίστρας, είναι γιατί όλο το κουβάρι των αναμνήσεων και η αφορμή για να συναντηθεί με κάποιες, είτε προσωπικές είτε κοινωνικές πολιτικές στιγμές-σημαντικές για την Ελλάδα, ξεδιπλώνεται από αυτό. Μέσα από τα ρούχα άλλων εποχών τής δημιουργείται η τάση να συναντηθεί με το παρελθόν της, δηλαδή μέσα από μια παλιά στολή αξιωματικού που ήταν ο άντρας της, της έρχονται κάποιες αναμνήσεις που αφορούν τον γάμο της. Θέλω να πω παίζει οργανικό ρόλο το ότι είναι μοδίστρα ως προς το χτίσιμο της παράστασης.
– Οπότε είναι και μια παράσταση αφύπνισης μέσω των αναμνήσεων.
Ναι, γιατί ένας άνθρωπος 80 πια χρονών, σε ένα μεγάλο βαθμό ζει μέσα από το παρελθόν. Βέβαια, εδώ η ιστορία της μοδίστρας φτάνει μέχρι το παρόν και συγκεκριμένα μέχρι τον θάνατο της εγγονής της στα Τέμπη, όπου έχει μια συνομιλία και μια αγωνία, καθώς ξέρει ότι θα πεθάνει, αλλά η σκέψη που τη βασανίζει μέχρι το φινάλε της παράστασης, είναι πώς θα πεθάνει και σε τι κόσμο θα αφήσει τους επόμενους.

– Γιατί επιλέξατε η εγγονή της να ήταν ένα από τα θύματα στα Τέμπη;
Έψαχνα ένα ακραίο γεγονός, το οποίο να είναι πραγματικά μια εθνική τραγωδία, δηλαδή κάτι που να θέλω και εγώ να αναφερθώ, να τιμήσω, να καταγγείλω. Η τραγωδία στα Τέμπη μάς αφορούσε πάρα πολύ, θέλαμε οπωσδήποτε να γίνει αναφορά για όσα νιώθαμε και ήμουν κι εγώ φορτισμένος, όταν έγραφα τον μονόλογο.
– Πάντως, αυτό που μου αρέσει σε εσάς, είναι ότι κάνετε πολιτικό θέατρο, χωρίς να κουνάτε το δάκτυλο, ούτε με δασκαλίστικο τρόπο. Δηλαδή αυτό που θέλετε να πείτε ή να καταγγείλετε ενδεχομένως, το κάνετε τόσο ωραία και τόσο συγκινητικά, που ταυτίζεται το κοινό.
Πιστεύω ότι το πολιτικό έργο λείπει αυτή τη στιγμή, λείπει η φωνή που έχει να κάνει με αυτά που ζούμε, με τα προβλήματά μας. Μην ξεχνάμε ότι επί χρόνια ο πνευματικός κόσμος κατηγορείται ότι δεν συμμετέχει, δεν καταγγέλλει, δεν γράφονται έργα που να αφορούν το σήμερα: τον προβληματισμό, τις αγωνίες, την καθημερινότητα του σύγχρονου πολίτη της Ελλάδας. Εκεί, λοιπόν, νομίζω ότι υπάρχει ένα κενό και όποτε και όπως μπορώ, μπαίνω για να το καλύψω. Αν σκεφτώ τον θεατρικό χάρτη, πραγματικά νομίζω ότι ίσως να είναι δύο-τρεις παραστάσεις που έχουν και αυτή την πολιτική ας πούμε διάσταση, έχουν κείμενο το οποίο μπαίνει πιο βαθιά στο κομμάτι της πολιτικής.
– Η πολιτική ως πολιτική, ως ιδεολογία που αφορά όλους μας και όχι ως κομματική.
Όχι κομματική. Πραγματικά, στις παραστάσεις, άλλοτε θυμώνουν και θίγονται δεξιοί θεατές και άλλοτε αριστεροί, γιατί τα κακώς κείμενα και τα λάθη ανήκουν και στις δύο παρατάξεις. Τώρα πια δοκιμάστηκαν και οι δύο εξουσίες, οπότε έχουμε να προσάψουμε σαν λαός και στους μεν και στους δε. Και μην ξεχνάμε ότι αυτή τη στιγμή το μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς, ψάχνεται, είναι σε μια αναζήτηση. Είναι με έναν τρόπο άστεγοι πολίτες, γιατί δεν έχουν πια τα πιστεύω που είχαν, αφού πολλά πράγματα έχουν καταρριφθεί. Ξέρετε είναι εύκολο όταν μια κυβέρνηση είναι πάνω στην εξουσία, να χτυπάμε μόνο αυτούς που κυβερνούν. Αλλά τώρα σε ένα θεατρικό έργο, πραγματικά πρέπει κανείς να έχει ανοιχτές τις κεραίες και τις διόδους για να μπει και να μιλήσει για όλες τις πλευρές αυτού του αδιεξόδου που έχει έρθει, -δε λέω ότι όλα είναι σε αδιέξοδο- αλλά είναι πολλοί τομείς που έχουν φτάσει σε ένα αδιέξοδο.

Αυτή την περίοδο ανεβάζετε και το «Μεγάλο μας τσίρκο».
Είναι μια τεράστια πρόκληση και μια τεράστια ευθύνη, ακριβώς γιατί είναι διαχρονικά ένα πολιτικό έργο. Ξέρετε όταν ανακοινώθηκε, μου έλεγαν όλοι «γιατί τώρα αυτό το έργο», επειδή είναι ένα έργο που έχει σφραγίσει μια εποχή και συνέβαλε στην πτώση της χούντας και ανήκει πια στο παρελθόν. Αυτό το θεωρώ πάρα πολύ άδικο για το έργο του Καμπανέλλη, το οποίο είναι διαχρονικό, ποιητικό, είναι ένα έργο το οποίο είναι ανοιχτό να αναγνωσθεί και σήμερα και δεν τυχαίο με ένα νεανικό θίασο ότι καθημερινά αναφέρονται σε πράγματα τα οποία συμβαίνουν, δεν σταμάτησαν σήμερα. Οι εθνικές πληγές είναι ακόμα ανοιχτές, μιλάμε ακόμα για τον Εμφύλιο, κουβαλάμε ακόμα οράματα και αδιέξοδα της Μεταπολίτευσης. Θέλω να πω: είναι πολλές φορές άσχημο που είμαστε τόσο αυστηροί με την ελληνική δραματουργία, δεν της αξίζει να πάει στο χρονοντούλαπο. Το «Μεγάλο μας τσίρκο» στην ουσία του δεν έχει τελειώσει, ούτε η καρδιά του κειμένου. Νομίζω ότι αγγίζει το σήμερα και νομίζω ότι θα αγγίζει και το αύριο.
– Εσείς πάντως έχετε πολύ καλή σχέση με τους θεατές, δηλαδή σας εμπιστεύεται ο κόσμος, το βλέπουμε αυτό και με την επιτυχία που γνωρίζουν οι παραστάσεις σας. Και έχετε υπηρετήσει όλα τα είδη του θεάτρου, εκτός από το πολιτικό.
Πραγματικά, έχω ασχοληθεί με όλα τα είδη, εκτός από την τραγωδία. Δεν έχω ανεβάσει τραγωδία, δεν έχω πάει στην Επίδαυρο και είναι κάτι που μου λείπει στη διαδρομή.
– Αυτή ήταν η επόμενη ερώτηση που ήθελα να σας κάνω. Αλήθεια, γιατί δεν έχουμε δει τον Πέτρο Ζούλια στην Επίδαυρο; Είναι δική σας επιλογή;
Δεν είναι δική μου επιλογή και η αλήθεια είναι πως δεν έχω πιέσει ποτέ για κάτι τέτοιο. Περισσότερο δέχομαι προτάσεις, παρά κάνω η αλήθεια είναι, αλλά στον χώρο αυτό, για κάποιο λόγο, νιώθω ότι δεν είμαι μία «ελκυστική περίπτωση».
– Είναι αυτά τα παράξενα του χώρου σας.
Αν σκεφτεί κανείς ότι δεν πήγε ποτέ η Λαμπέτη στην Επίδαυρο, ναι. Ο χώρος μας δεν θα έπρεπε να έχει κόμπλεξ, να κατηγοριοποιεί τους ανθρώπους. Νομίζω ότι κουβαλάει πολλά ακόμα συμπλέγματα και λυπάμαι που το λέω, αλλά με έναν τρόπο υπάρχει ακόμα αυτό το «ποιοτικοί-εμπορικοί». Εγώ απέναντι σε αυτό, κάθε φορά λέω τη θέση του Χατζιδάκι «ο καλλιτέχνης και αυτό που δημιουργεί θέλει να είναι εμπορικό, θέλει να φτάνει και να ακουμπάει όσο το δυνατόν σε περισσότερο κόσμο». Πολλές φορές, ξέρετε, γίνεται παρεξηγήσιμο. Κάποτε στο Εθνικό Θέατρο είχα πει «εντάξει μη με μαλώνετε, δεν έχω ποσοστά, δεν κερδίζω κάτι παραπάνω. Χαίρομαι πολύ που γεμίζει το Rex κάθε βράδυ», Και πραγματικά δεν είχε οικονομικό όφελος αυτό που έλεγα, είχε μόνο την χαρά μιας επιτυχίας που φέρνει ένα μεγάλο κοινό μέσα σε μια αίθουσα του Εθνικού Θέατρου.

– Πάντως εσείς και δεν το λέω αυτό για να σας κολακέψω, αλλά είστε από τους λίγους σκηνοθέτες που συνδυάζετε ποιότητα και εμπορικότητα.
Ξέρετε σε κάθε παράσταση που κάνω, πάντα πρωταγωνιστεί το έργο και μετά η σκηνοθεσία, που σημαίνει ότι και ο πρωταγωνιστής μου είναι στην πρώτη γραμμή, είμαι σε ένα βαθμό υπηρέτης του. Νομίζω, λοιπόν, ότι αυτό δηλώνει ότι δεν είναι τόσο εγωιστική και καπελωτική αν θέλετε η προσέγγιση απέναντι στα έργα.
– Ούτε ελιτίστικη απέναντι στο κοινό, θα συμπλήρωνα εγώ.
Χαίρομαι πάρα πολύ που μου το αναγνωρίζετε, γιατί πραγματικά αυτή είναι η ταυτότητά μου, δηλαδή δεν υποστηρίζω κάτι που δεν πιστεύω. Πραγματικά, πιστεύω ότι το κοινό είναι ο προσανατολισμός μου και τελικά ο μέγας κριτής, τίποτα άλλο. Δόξα τω Θεώ, έχω πάρει πάρα πολλά βραβεία και κρατικά και το βραβείο Κουν και κοινού, αλλά από όλα αυτά κρατάω το χειροκρότημα ανώνυμων ανθρώπων που βγαίνουν έξω από μια παράστασή μου και έχουν την ανάγκη να μου σφίξουν το χέρι και να μου πούνε μία ζεστή κουβέντα. Αυτό ειλικρινά είναι ο απώτερος στόχος και γι’ αυτό ακόμη κάνω θέατρο. Όταν νιώσω ότι δεν θα υπάρχουν αυτοί που θα θέλουν στο τέλος της παράστασης να μου κάνουν μια αγκαλιά ή να μου πουν μια ζεστή κουβέντα, δε νομίζω ότι θα μπορέσω να συνεχίσω.
– Είναι αλήθεια ότι ξεκινήσατε ως σκηνοθέτης στο σινεμά;
Ναι, είχα σπουδάσει θέατρο, είχα τελειώσει πανεπιστήμιο είχα κάνει διάφορα σεμινάρια με ξένους και Έλληνες, είχα πάει σε δραματική σχολή, είχα διανύσει ένα σπουδαστικό κύκλο. Ξεκίνησα τότε από τον κινηματογράφο και το πρώτο βραβείο που πήρα ήταν το ’90 στο Φεστιβάλ Δράμας με μία μικρού μήκους ταινία που είχα κάνει, όμως τότε ο κινηματογράφος δεν προσφέρονταν για να βιοποριστεί κανείς και η αλήθεια είναι ότι ήταν πάρα πολύ κλειστό το σύστημα, οι ταινίες που κάναμε έμεναν συνήθως στο φεστιβάλ και στα βραβεία. Έβλεπα ότι δεν υπήρχε από εκεί μέλλον, εγώ είχα ανάγκη να δημιουργώ, δεν μπορούσα να περιμένω 5 και 10 χρόνια για να κάνω μια επόμενη ταινία. Με το θέατρο είχα πάντα μια πιο βαθιά σχέση από παιδάκι, με πήγαινε ένας θεατρόφιλος θείος σχεδόν κάθε Σάββατο και έβλεπα παραστάσεις και πραγματικά το αγαπούσα πάρα πολύ. Οπότε, με παρέσυρε το θέατρο, μπήκα στην Ομάδα Θέαμα τότε του Γιάννη Κακλέα και από εκεί και πέρα άρχισε η διαδρομή μου ως σκηνοθέτης του θέατρου.
– Σκηνοθέτης θέλατε από παιδί να γίνετε; Γιατί συνήθως ένα παιδί -όταν πρόκειται για τον χώρο του θεάματος- λέει ότι θέλει να γίνει ηθοποιός.
Η αγάπη μου ήταν η λογοτεχνία και όχι μόνο να διαβάζω, αλλά και να γράφω. Ήμουνα δηλαδή το παιδί που αγαπούσε να λέει και να ακούει ιστορίες, μου άρεσε η αφήγηση και να σου πω κάτι: για μένα ο σκηνοθέτης είναι ο αφηγητής ακριβώς της σκηνικής δημιουργίας, δηλαδή μας λέει μια ιστορία, τη ζωντανεύει επί σκηνής. Αυτό, λοιπόν, με έκανε να θέλω να γίνω σκηνοθέτης, γιατί είναι μια σύνθεση, μια τέχνη που έχει να κάνει πολύ με την αφήγηση μιας ιστορίας που την παρουσιάζεις, τη ζωντανεύεις τη φωτίζεις, τη ντύνεις, φτιάχνεις έναν ολόκληρο κόσμο αφηγηματικό επί σκηνής.

– Βιοπορίζεται εύκολα ένας σκηνοθέτης στο θέατρο, γιατί ο χώρος αυτός δεν έχει τις οικονομικές απολαβές της τηλεόρασης.
Για πολλά χρόνια δεν βιοποριζόμουν, έπρεπε να έχω τη στήριξη από την οικογένειά μου, από τους γονείς μου, ειδικά τα πρώτα χρόνια, νομίζω ότι ήταν πολύ δύσκολα. Από ένα σημείο και έπειτα, νομίζω ότι ναι βιοποριζόμουν, γιατί τα χρήματα ήρθαν ακριβώς γιατί δεν τα κυνήγησα και ποτέ, δηλαδή θα μπορούσα να κάνω τηλεόραση. Κάποια στιγμή μπήκα στην περιπέτεια και έγραφα σενάρια στον ΑΝΤ1 στον Μανούσο Μανουσάκη στο «Τμήμα Ηθών». Δεν με κέρδισε τηλεόραση, παρόλο που οι αμοιβές από τότε σε σχέση με εκείνες του θεάτρου ήταν πολύ πιο υψηλές. Πήγα λίγο με αυτό που πίστευα και αγαπούσα και σιγά σιγά έβλεπα ότι αυτό με δικαιώνει και όταν δικαιώνεται, πραγματικά έρχονται και οι οικονομικές απολαβές. Και το λέω, γιατί οι νεότερες γενιές βιάζονται πάρα πολύ να τα κάνουν όλα, να τα ζήσουν όλα, να τα κερδίσουν -και καλά κάνουν που διεκδικούν και θέλουν γρήγορα να συμβούν -, αλλά δεν γίνεται, θέλει νομίζω το step-by-step: να περιμένεις, να δουλεύεις και να υπομένεις. Και κάποια στιγμή θα έρθουν και τα λεφτά. Δεν έρχονται γρήγορα, ούτε εύκολα, αλλά πια σε κανένα επάγγελμα δεν έρχονται.
– Μιας και αναφερθήκατε στη νέα γενιά, έχουμε καλούς ηθοποιούς; Γιατί, η αλήθεια είναι πως έχουμε πολλούς.
Έχουμε πολύ καλούς ηθοποιούς. Ξέρετε όταν βγήκα έξω και άρχισα να βλέπω παραστάσεις στο Λονδίνο, στην Γαλλία, σταμάτησα να νιώθω κομπλεξικά για το θέατρο το δικό μας, δηλαδή έχουμε την τάση να απαξιούμε με ευκολία τις δικές μας παραγωγές, τη δική μας δραματουργία. Θεωρώ, λοιπόν, ότι έχουμε πολύ καλούς ηθοποιούς και της νεότερης γενιάς, έχουμε και πολύ καλούς νέους σκηνοθέτες και γενικά νομίζω ότι το θέατρο δεν είναι τυχαίο ότι αντέχει παρά την οικονομική κρίση, παρά την πληθώρα των θέατρων και των παραστάσεων. Εγώ βλέπω ότι υπάρχει ανταπόκριση και κάπως περπατάει σε σχέση με άλλους χώρους καλλιτεχνικούς.
– Ίσως γιατί ενδεχομένως να είναι και στο DNA μας το θέατρο;
Ναι, είναι. Δεν είναι τυχαίο, ότι είμαστε η χώρα που γέννησε το θέατρο και θεωρώ ότι και σαν λαός είμαστε λίγο θεατράλε.