Η Κατερίνα Γερονικολού είναι από τις ηθοποιούς που έχεις σχηματίσει μια θετική γνώμη μέσα από τη δουλειά τους και την εν γένει συμπεριφορά τους και όταν τις γνωρίζεις από κοντά σε εντυπωσιάζουν ακόμα περισσότερο. Γλυκιά, προσιτή, χαμογελαστή και κυρίως ευγενική, καταλαβαίνεις από τις πρώτες κιόλας κουβέντες ότι δεν θεωρείται τυχαία ένα από τα «καλά παιδιά» του χώρου.
Με την Κατερίνα Γερονικολού συναντηθήκαμε με αφορμή την παράσταση, «Η ληστεία της συμφοράς», που ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά με μεγάλη επιτυχία, αφού η παρέα στο Λαμπέτη, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Νικορέστη Χρανιωτάκη, έχει βρει τη συνταγή του γέλιου. Παρακολουθήσαμε την παράσταση από κοντά και επιβεβαιώνουμε πως για σχεδόν δύο ώρες το κοινό δεν σταματούσε να γελά. Εξάλλου, όπως λέει και στο Newsbeast η ηθοποιός, «στόχος τους είναι το γέλιο, που είναι θεραπεία, πολύτιμο και σπάνιο».
Στη συνάντηση που είχαμε με την Κατερίνα Γερονικολού μιλήσαμε για όλα. Για το θέατρο, για την εξωτερική εμφάνιση και αν αυτή τη δυσκόλεψε ή τη διευκόλυνε στη δουλειά της, για τους ανθρώπους που τη στήριξαν, για την κουλτούρα του «cancel», για τη δημοσιότητα και πολλά άλλα ενδιαφέροντα.
– Ξέρεις όταν είχε έρθει το δελτίου Τύπου για τη «Ληστεία της συμφοράς», ήταν πάνω στις μέρες που είχε γίνει η ληστεία στο Λούβρο (συμφορά και αυτή) και σκέφτηκα πόσο επίκαιρη είναι.
Ναι, πράγματι. Βέβαια, εδώ μιλάμε για τη ληστεία ενός διαμαντιού το 1958, που η αξία του είναι ένα εκατομμύριο δραχμές. Κλέβουμε το διαμάντι! Εντάξει, μιλάμε για κωμωδία, με το Λούβρο ήταν κωμικοτραγικό αυτό που συνέβη, δεν ήξερες αν θα πρέπει να κλάψεις ή να γελάσεις. Στη δική μας την περίπτωση μιλάμε για μια κωμωδία, με όλη την έννοια της λέξης, δηλαδή αν δεν γελάει ο θεατής συνέχεια, πολλές φορές κάθε λεπτό, το θεωρούμε ότι δεν είναι καλή παράσταση. Δηλαδή ο στόχος μας είναι το γέλιο και νομίζω ότι είναι ωραία να το θυμόμαστε αυτό: ότι το γέλιο είναι θεραπεία, είναι πολύτιμο, είναι σπάνιο.

– Και νομίζω ότι είναι πιο δύσκολο να κάνεις τον άλλο να γελάσει, από ό,τι να κλάψει. Δηλαδή νομίζω ότι ως συναίσθημα πιο εύκολα βγάζεις από τον θεατή το κλάμα, τη συγκίνηση, από ό,τι το γέλιο. Αυτό το να γελάσει με την ψυχή του.
Καταλαβαίνω τι λες, νομίζω ότι αυτό συμβαίνει επειδή είμαστε πιο κοντά στο κλάμα, ως προς τις ιδιοσυγκρασίες. Οπότε ναι, όταν είσαι πιο έτοιμος στο να κλάψεις, είναι πολύ πιο εύκολο στον άλλον να σ’ το βγάλει. Και είσαι πολύ πιο μακριά από το γάργαρο γέλιο. Είναι και θέμα σωματικό πια, αν μπορείς εύκολα να γελάσεις. Εγώ το καταλαβαίνω και από εμένα, ενώ γενικά είμαι σε μια πολύ ωραία φάση της ζωής μου και χαρούμενη και καλά, όταν γελάω πολύ, λέω «Αχ σε καλό μας», σαν να είναι σπάνιο. Δεν μου συμβαίνει κάθε μέρα.
– Δεν νιώθουμε και λίγο ενοχικά ή και φόβο ακόμα, όταν μας συμβαίνει; Λέμε, αμέσως: «Σε καλό να μας βγει».
Αυτό το καταλαβαίνω και από τον εαυτό μου. Όταν γελάω πολύ, μου φαίνεται -και μάλλον είναι- μία σπάνια συνθήκη.
– Η κωμωδία ως είδος σε εκφράζει περισσότερο, γιατί σε έχουμε δει και σε δραματικούς ρόλους;
Όχι, δεν με εκφράζει περισσότερο. Ειλικρινά, κάθε φορά που κάνω κωμωδία, μου λείπει το δράμα και κάθε φορά που κάνω έναν δραματικό ρόλο, μου λείπει πολύ η κωμωδία. Και πάντα, η μέρα η δύσκολη είναι όταν το είδος που κάνεις, έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με τη δική σου εσωτερική διάθεση. Δηλαδή, η κωμωδία είναι πολύ δύσκολη όταν περνάς μια δύσκολη περίοδο. Είναι πολύ δραματικό για να μιλήσω και με όρους υποκριτικής. Είναι δραματικό για έναν ηθοποιό να περνά ένα πένθος, μια απώλεια, μια δύσκολη κατάσταση, να είναι στενοχωρημένος και να πρέπει να υπηρετήσει, γιατί είναι πολύ ωραίο είδος, την κωμωδία. Αντίστροφα, να είσαι τρισευτυχισμένος και να πρέπει να βυθιστείς σε κάτι πολύ ψυχοφθόρο, όπως είναι το δράμα. Οπότε νομίζω ότι το πιο δύσκολο είναι όταν πας κόντρα σε αυτό που νιώθεις. Γιατί άμα είσαι καλά και ουσιαστικά θέλεις να διασκεδάσεις τον κόσμο, είναι πηγαίο. Το αντίστοιχο και με το δράμα. Όταν όμως όλα αυτά έρχονται σε αντιπαράθεση, δυσκολεύει το παιχνίδι.
– Όμως δεν είναι και ένα είδος ψυχοθεραπείας όλο αυτό; Δηλαδή να μην είσαι καλά, οπότε πας στο θέατρο, όπου παίζεις σε μία κωμωδία, και είναι σαν να γιατρεύεσαι κατά κάποιο τρόπο;
Σίγουρα γιατρεύεσαι, όταν ακούς ομαδικά γέλια. Όταν ακούς κάποιον να γελάει και να «κακαρίζει» και να χαίρεται, γελάς μέσα σου, χαίρεσαι και εσύ. Είναι ωραίο να βλέπεις τη χαρά του άλλου και την ευτυχία του άλλου. Αυτό είναι ψυχοθεραπευτικό.

– Και σε ανεβάζει και εκείνη τη στιγμή, οπότε σου δίνει ώθηση.
Εννοείται, εννοείται. Λειτουργεί όλο αρκετά ομαδικά και ψυχοθεραπευτικά. Αλλά ποτέ δεν μπορείς να στηριχθείς μόνο στους άλλους, πρέπει και εσύ ο ίδιος να βοηθήσεις τον εαυτό σου. Αλλά νομίζω ότι το θέατρο είναι ένα καλό παράδειγμα. Η ζωή αποτελείται από πάρα πολλά κομμάτια. Τι εννοώ: για παράδειγμα, μπορεί να μην είσαι καλά, αλλά τώρα που μου παίρνεις συνέντευξη, μπορεί η κουβέντα μας ή η δουλειά σου να σε παρασύρει κάπου αλλού και να ξεχαστείς από τα μικρά προβλήματα και ό,τι σε προβληματίζει. Και αυτό είναι ένας τρόπος ζωής. Δηλαδή πολύ συχνά λέω: «Μην το σκέφτεσαι, ζήσε». Αυτός είναι ένας δικός μου τρόπος για το πώς αντιμετωπίζω τη ζωή. «Άλλαξε τη σκέψη σου».
– Αυτή είναι η μία πλευρά του θεάτρου, από την άλλη είναι και η δημοσιότητα, την οποία βέβαια δεν σ’ τη δίνει τόσο το θέατρο, όσο η τηλεόραση. Όλο αυτό, ένιωσες να σε περιορίζει κάποια στιγμή; Να αισθάνεσαι ότι σε βάζει, ενδεχομένως, σε κουτάκια ως προς το πώς θα συμπεριφέρεσαι έξω, ξέροντας ότι όλα τα βλέμματα είναι πάνω σου. Παρακολουθούνε την κάθε σου κίνηση;
Ίσως λίγο σε πιο μικρή ηλικία που θα ήθελα να έχω χορέψει πιο έξαλλα κάπου. Ναι, δεν έχω χορέψει όσο έξαλλα θα ήθελα σε κάποιες φάσεις πριν από 10-15 χρόνια, ας πούμε. Γιατί δεν ήθελα να βγουν φωτογραφίες, γιατί ζούμε πια σε έναν «πλανήτη», όπου κάποιος οπουδήποτε μπορεί να σηκώσει το κινητό και να σε τραβήξει ένα βίντεο, να ανέβει στα social media. Οπότε, ναι, θα μπορούσα να είχα κάνει λίγο πιο πολλές τρέλες, αλλά δεν με πειράζει. Η αγάπη του κόσμου, η χαρά που παίρνεις, όταν βλέπεις ότι είσαι αρεστός, συμπαθής, που θέλουν να σε αγκαλιάσουν, να σε φιλήσουν, όλο αυτό το ισορροπεί. Μη σου πω ότι το υπερβαίνει κιόλας.
– Η «Ληστεία της συμφοράς» ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά.
Ναι, είμαστε δεύτερη χρονιά. Ουσιαστικά, πρόκειται για μία παράσταση, που προσφέρει αυτό που λέμε «πολύτιμο» γέλιο, θεραπευτικό γέλιο, εκτονωτικό. Δεν μπορώ να σου πω ότι έχει πολλά μηνύματα. Για εμένα βέβαια που παίζω, έχω ξεκλειδώσει και κωδικοποιήσει αρκετά ωραία μηνύματα. Όπως το κατά πόσο ο ερωτευμένος μπορεί να είναι και ιδιοτελής. Εγώ θεωρώ ότι ο ερωτευμένος σε σχέση με την αγάπη και τον έρωτα γίνεται εντελώς ανιδιοτελής. Μιλάμε, επίσης, για το κατά πόσο είναι «λαμόγια» οι Έλληνες. Θίγουμε αρκετά θεματάκια.
– Οι Έλληνες του 1958 ή του σήμερα;
Οι Έλληνες που διαχρονικά δεν έχουν αλλάξει. Δεν νομίζω ότι αυτό είναι στοιχείο της εποχής. Βέβαια, θα μου πεις: γιατί μόνο η Ελλάδα είναι έτσι; Όχι, δεν είναι μόνο η Ελλάδα έτσι. Απλώς, εγώ προσωπικά ως πολίτης πραγματικά απογοητεύομαι με τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα και που αυτοί, οι οποίοι έχουν θέσης εξουσίας, δεν είναι χορτασμένοι και δεν είναι εκεί για να προσφέρουν, αλλά για να λάβουν. Όλα αυτά προδίδουν έναν λαό.

– Και ξέρεις τι, βλέπεις από τη μία οι πολιτικοί που μοιάζουν να μην είναι χορτασμένοι και από την άλλη σαν να είναι η κοινωνία χορτασμένη, σαν να έχει πάθει ανοσία ως προς το πώς αντιδρά στα σκάνδαλα που βγαίνουν, διαχρονικά.
Ναι, ίσως γιατί θεωρούν ότι είναι μέρος της ταυτότητάς μας, ότι δηλαδή δεν είναι προς έκπληξη όλο αυτό. Δεν ξέρω. Πάντως, ναι, κάπως έτσι λειτουργούμε όλοι οι χαρακτήρες στη «Ληστεία της συμφοράς». Δηλαδή, στην πραγματικότητα όλοι έχουν ένα ιδιοτελές κίνητρο, κινούνται από το χρήμα και από το προσωπικό συμφέρον. Απλώς, ο άνθρωπος είναι και πολύ ευαίσθητος, έχει ανάγκη να ερωτευτεί και πολλές φορές υπερβαίνει της ταπεινής φύσης του, εκπλήσσοντάς μας ευχάριστα. Και πάει ψηλά και κάνει ωραίες πράξεις που προκαλούν ενδιαφέρον.
– Αυτό τώρα, έτσι όπως το περιγράφεις, ακούγεται ρομαντικό.
Ο ρόλος μου έχει και ρομαντική πλευρά. Ξέρεις, μπορεί ο καθένας να εστιάσει εκεί που θέλει, εκείνος που θέλει να γελάσει, μπορεί να τα προσπεράσει όλα αυτά τα περί λαμόγιων ή τη ρομαντική πτυχή του έργου και να ασχοληθεί μόνο με το γέλιο. Εγώ αγαπάω να εμβαθύνω στον ρόλο, ακόμα και αν αυτό δεν είναι πάντα εμφανές. Αλλά σίγουρα μιλάμε για μία πολύ καλή παραγωγή, με εννιά ηθοποιούς, με πολύ πλούσια σκηνικά, με ακροβατικά, με πολλές εναλλαγές, με γρήγορο ρυθμό, με ένα πολύ βιτριολικό χιούμορ. Ήταν μια τεράστια επιτυχία στο Λονδίνο για οκτώ χρόνια σερί από μια πολύ γνωστή ομάδα που ανεβάζει κωμωδίες-παρωδίες τα τελευταία είκοσι χρόνια. Και γίναμε κι εμείς ομάδα αναγκαστικά, γιατί έχει πολύ σωματική επαφή, είναι και λίγο slapstick. Το είδος αυτό είναι που είχε λίγο ο Σαρλό, λίγο ο Θανάσης Βέγγος στην Ελλάδα, όπου ουσιαστικά ο χαρακτήρας πέφτει, αλλά το κάνει θεατρικά: χτυπιέται, τον χτυπάνε, αλλά μιλάμε για ψεύτικη βία, προς χάρη του γέλιου. Και στην κωμωδία, αν το δεις και κοινωνικά, πολλές φορές βλέπεις ότι γελάνε σε ομάδες. Τι εννοώ. Ξαφνικά σε ένα αστείο θα γελάσουν 15 άτομα από αριστερά ή 5 άτομα από δεξιά που είναι μια παρέα και όλο αυτό τους φαίνεται αστείο. Και είναι φοβερό που βλέπεις το θέατρο, τμηματικά να γελάει σε διαφορετικά σημεία. Άλλος εκεί, αλλού ο άλλος, γιατί μας ευχαριστούν διαφορετικά πράγματα.
– Σου έχει τύχει σε παράσταση, όχι στη συγκεκριμένη γενικότερα, να είναι κωμωδία ή και δράμα και ο θεατής να μη γελάσει ή να μην κλάψει, αντίστοιχα;
Κοίτα, στο δράμα δεν είναι σκοπός το κλάμα, αλλά να ταυτιστεί με κάτι ο θεατής. Δεν το βλέπω σαν κριτήριο επιτυχίας το να κλάψει. Στην κωμωδία, όμως, το γέλιο είναι ο σκοπός. Έχει τύχει σε παράσταση να μη γελάνε όσο θα θέλαμε. Κι αυτό εξαρτάται και από διάφορους παράγοντες: από το να έχει συμβεί κάτι τραγικό ή κάτι πιο απλό (όπως το να κρυώνει ο θεατής ή να ζεσταίνεται), μέχρι να μην είμαι εγώ καλή σε μία παράσταση ή να μην υπάρχει σύνδεση των ηθοποιών με το κοινό.
– Πάντως, σε βλέπω να μιλάς με ενθουσιασμό για το θέατρο.
Ναι, πράγματι.

– Τι είναι για σένα το θέατρο;
Κοίταξε, όταν πηγαίνω στο θέατρο να δω μια παράσταση ως θεατής, μου αρέσει η όλη διαδικασία. Το ίδιο όταν παίζω εγώ σε μία παράσταση, μου αρέσει η όλη διαδικασία της προετοιμασίας, το βλέπω σαν ιεροτελεστία. Αλλά και όταν είμαι πάνω στη σκηνή, είναι σαν μια τελετουργία. Όλο αυτό το βλέπω σαν ένα ταξίδι. Είναι όπως η ζωή: δεν ξέρεις ποτέ τι θα γίνει. Το θέατρο είναι ζωντανό.
– Η τηλεόραση ή το σινεμά έχουν αυτή τη μαγεία και ποια είναι;
Η μαγεία του σινεμά είναι ότι, αν η ταινία είναι ωραία, θα παίζεται για πολλά χρόνια στην τηλεόραση. Είναι κάτι που μένει. Και είναι ένα έργο τέχνης αυτούσιο που μένει στον χρόνο. Στην τηλεόραση, από την άλλη (όπως και στο θέατρο) η σειρά δεν μένει, κάθε μέρα είναι διαφορετική, πρέπει να μάθεις καινούρια λόγια.
– Αυτό δεν είναι δύσκολο;
Έχει πολύ διάβασμα, κάθε μέρα. Γενικά, έχει πολλή εργατιά το να δουλεύεις ως ηθοποιός, το οποίο είναι κρυμμένο, δεν φαίνεται κάπου, το κοινό βλέπει το αποτέλεσμα. Ωστόσο, πίσω έχει πολλή δουλειά, η πρόβα, το διάβασμα, αν μου χαλάσει το ρούχο, μπορεί να πρέπει να το ράψω εγώ, να πρέπει να βρω εγώ κάποιον τρόπο εκείνη την ώρα αν μου σπάσει το τακούνι, να είμαι η μακιγιέρ μου, η κομμώτριά μου, η μοδίστρα μου. Και την ίδια στιγμή να πρέπει να παίξω, να είμαι συνεπής, να μπορέσω να μιλήσω με ανθρώπους για να δείξω ποια είναι η δουλειά μου.
– Και δεν έχει και χρήμα. Μόνο από το θέατρο φαντάζομαι δεν μπορείς να ζήσεις.
Σπάνια. Πώς να ζήσεις, αν δουλεύεις μόνο τέσσερις μήνες τον χρόνο; Πόσο να σε συντηρήσουν; Αυτός είναι ο λόγος που οι Έλληνες ηθοποιοί είμαστε πολυπράγμονες. Έχουμε μάθει να λειτουργούμε έτσι, δηλαδή νομίζω ότι αν ξαφνικά μου πεις: «Θα κάνεις μια σκηνή την ημέρα σε μια ταινία του Hollywood», θα πω: «μόνο αυτό;». Δεν θα έχω τι να κάνω. Θα νιώσω ότι είμαι άεργη. Αλλά εδώ γεννηθήκαμε, αχάριστη δεν είμαι, ίσα ίσα είμαι ευγνώμων για ό,τι μου έχει δοθεί και ό,τι έχω κερδίσει με την αξία μου. Και ό,τι μου έχει δοθεί απλόχερα από γενναιόδωρους ανθρώπους που πίστεψαν σε εμένα. Οπότε δεν τα σκέφτομαι αυτά.
– Ο ηθοποιός είναι και λίγο αθλητής; Ακολουθείς και εσύ μια αθλητική ζωή;
Ναι. Ανέβηκε πρόσφατα ο Καρυοθραύστης για δεύτερη χρονιά και για την περίοδο των γιορτών, με τη μορφή μιούζικαλ που αγαπήθηκε πολύ από το κοινό. Κι ενώ ήξερα πως πριν από το ανέβασμα θα πιεστώ για έναν μήνα, το έκανα γιατί το αγαπώ πολύ. Οπότε, ναι, εδώ το βλέπω λίγο αθλητικά. Προσπάθησα να είμαι ο απόλυτος στρατιώτης, με τον ύπνο μου, με το σωστό φαγητό μου. Αλλά και η «Ληστεία της Συμφοράς» είναι αρκετά σωματικό κι έχει αρκετές φυσικές απαιτήσεις.

– Άρα δεν αρκεί να έχει κάποιος μόνο ταλέντο. Θα πρέπει να δουλεύει και όλα τα υπόλοιπα. Σωστά;
Σίγουρα θα πρέπει να έχεις και ταλέντο, αλλά είναι και αυτό που μας έλεγαν στη σχολή και το βλέπω να συμβαίνει τώρα σε όλο του το μεγαλείο, ότι το εργαλείο μας είναι το σώμα μας, το πρόσωπό μας, η φωνή μας και πρέπει να τα φροντίζουμε.
– Επειδή ανέφερες το πρόσωπο, εσάς τους ηθοποιούς σας αγχώνει περισσότερο ο χρόνος που περνάει ως προς τα σημάδια που αφήνει πάνω στο πρόσωπό σας, που είναι και το «εργαλείο» της δουλειάς σας; Υπάρχουν ρόλοι για ηθοποιούς που είναι μεγαλύτερης ηλικίας;
Υπάρχουν. Αυτή η δουλειά και 150 χρονών να είσαι, υπάρχουν ρόλοι για σένα. Βλέπω τη Μάρω Κοντού και τον Γιώργο Κωνσταντίνου και τους χαίρομαι πραγματικά. Είναι ενεργοί, ικανοί, όμορφοι και δεν φαντάζεσαι πόσο τους ζηλεύω. Ονειρεύομαι να μπορώ να το κάνω κι εγώ αυτό. Δεν είναι όλα στο χέρι μας, αλλά θα ήθελα πάρα πολύ να τα καταφέρω. Η δουλειά μας δεν είναι ούτε του αθλητή, ούτε του μοντέλου, που ναι εκεί υπάρχει ημερομηνία λήξης. Οπότε, αναγκαστικά, απλά, μεγαλώνει το πρόσωπό σου, μεγαλώνει το σώμα σου, μεγαλώνει και η ηλικία στους ρόλους. Εγώ δεν αγχώνομαι.
– Εσύ είχες συνεργαστεί και με τον Κώστα Βουτσά, ο οποίος ήταν το απόλυτο παράδειγμα σε αυτό που συζητάμε.
Είχαμε συνεργαστεί σε τρεις παραστάσεις και πέντε χρόνια δουλεύαμε μαζί. Είχε απίστευτη ενέργεια και δοτικότητα. Αγαπούσε πάρα πολύ αυτό που έκανε, ήταν η ζωή του. Το θέατρο ήταν ζωογόνο για τον ίδιο. Και να σου πω και κάτι, για να πας μπροστά και για να πετύχεις, αν δεν το αγαπάς αυτό που κάνεις, δεν βγαίνει. Και ψυχολογικά δεν βγαίνει, δεν μπορείς να το κάνεις καταναγκαστικά. Ή επειδή πρέπει να βγάλεις χρήματα, αν δεν υπάρχει μέσα σου μια φλόγα.
– Ζορίστηκες στο ξεκίνημα της καριέρας σου; Το ότι είσαι όμορφη για παράδειγμα σε ζόρισε ως προς το πώς σε αντιμετώπιζαν; Γιατί υπάρχει και αυτό το στερεότυπο, να στέκονται μόνο στην ομορφιά και όχι στο ταλέντο και θα πρέπει να αποδεικνύεις ότι δεν είσαι μόνο αυτό.
Λίγο στην Ελλάδα υπάρχει αυτό. Νομίζω ότι σε άλλες αγορές η ομορφιά θεωρείται πάντα ατού. Αλλά δεν με έχει δυσκολέψει τόσο πολύ, ώστε να το έχω και λίγο μέσα μου. Πιστεύω ότι αυτοί που με γνωρίζουν από κοντά και με αυτούς με τους οποίους καταφέρνω τελικά να δουλέψω με εκτιμάνε ως συνεργάτιδα. Έτσι κι αλλιώς, αργά ή γρήγορα και η ομορφιά φεύγει. Είναι κάτι παροδικό και για μένα στόχος είναι η διάρκεια. Οπότε δεν έχω να αποδείξω κάτι.
– Εξάλλου, σε έχουν εμπιστευτεί και σημαντικοί ηθοποιοί, όπως για παράδειγμα, η Μιμή Ντενίση.
Έχουμε απίστευτη σχέση και κρατιόμαστε χέρι χέρι πολλά χρόνια. Και όχι μόνο η Μιμή που είναι και φίλη μου και την αγαπάω και την πιστεύω πάρα πολύ σε αυτά που κάνει και έχει φοβερό όραμα. Σχεδόν εθνικό θα το χαρακτήριζα.

– Και η οποία είχε πολεμηθεί πολύ στο παρελθόν.
Είχε δεχτεί πολύ μεγάλο πόλεμο, μεγαλύτερο από τον οποιοδήποτε. Γιατί αυτό που παρουσιάζει η Μιμή είναι αντιφατικό: είναι πάρα πολύ όμορφη, αλλά ταυτόχρονα πάρα πολύ καλλιεργημένη. Μεταφράστρια, σκηνοθέτιδα, ηθοποιός, παραγωγός και ουσιαστικά δεν τους κολλούσε η εικόνα -άλλο ένα στερεότυπο-, δηλαδή δεν μπορείς να είσαι και καλλιεργημένος και μορφωμένος και όμορφος. Το θέμα είναι ότι άντεξε, γιατί εδώ που τα λέμε, αυτό είναι το θέμα: να αντέχεις. Να έχεις γερό στομάχι.
– Εσύ έχεις;
Νομίζω πως έχω. Υπάρχουν, βέβαια, στιγμές που στεναχωριέμαι.
– Την κουλτούρα του «cancel» και όλο αυτό που συμβαίνει με τα social media, πώς τα βλέπεις;
Νιώθω πως εισερχόμαστε σε μια περίεργη εποχή. Με φοβίζει το AI, αν και με διευκολύνει σε αρκετά πράγματα. Με φοβίζει αυτή η ευκολία του «cancel», όπου ακυρώνεις τα πάντα εύκολα. Με φοβίζει ότι όλα λειτουργούν μέσα από τα social media. Με φοβίζει που τα νέα παιδιά είναι πάρα πολύ στο κινητό.
– Εσύ στα social media δέχεσαι τοξικά σχόλια;
Δεν μπορώ να πω ότι έχω στοχοποιηθεί έτσι. Δηλαδή τώρα, αν μιλάμε για πέντε φορές στον χρόνο, το θεωρώ αμελητέο ως νούμερο, δηλαδή, δεν θυμάμαι καν κάποιο τοξικό σχόλιο.
– Πάντως, είσαι ένας άνθρωπος που βγάζει μία γλυκύτητα. Εκτός από ταλαντούχα, σε έχουμε στο μυαλό μας και ως μια γλυκιά ηθοποιό και -αυτό που λέμε- «καλό παιδί».
Χαίρομαι, αν ισχύει αυτό, γιατί είναι κι ένας στόχος. Ταλέντο υπάρχει παντού, είναι άπλετο.
– Αλήθεια, έχουμε καλούς ηθοποιούς;
Έχουμε πάρα πολύ καλούς ηθοποιούς. Φανταστικούς, που λειτουργούν σε αντίξοες συνθήκες. Να έχουν γύρισμα για την τηλεόραση και το βράδυ θέατρο. Αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα και αναγκάζονται να κάνουν και δυο και τρεις δουλειές. Οπότε ταλέντο υπάρχει άπλετο, ο ανταγωνισμός είναι φοβερός, γιατί ανεβαίνει το επίπεδο ουσιαστικά. Γι’ αυτό με ενδιαφέρει να ξεχωρίζω στη συμπεριφορά, στον χαρακτήρα, στον επαγγελματισμό και στην εργατικότητα. Θέλω να στηρίζονται πάνω μου, να ξέρουν ότι θα είμαι διαβασμένη και συνεπής. Θέλω να πηγαίνει, για παράδειγμα, καλά η παράσταση. Δεν το βλέπω σαν δουλειά, να πάρω τον μισθό μου και να φύγω. Το βλέπω ως ομάδα. Κρινόμαστε κάθε μέρα οι ηθοποιοί.

– Αυτό δεν είναι και λίγο αγχωτικό; Να κρίνεσαι κάθε μέρα από το κοινό, που ουσιαστικά είναι άνθρωποι που δεν σε γνωρίζουν προσωπικά.
Σε κάνει όμως και πιο έτοιμο και πιο ανεκτικό μετά. Είμαι πολύ ανεκτική στην κριτική, θέλω να ακούσω τι λάθος έκανα, δεν θα παρεξηγηθώ. Εμένα με βοηθάει αυτό. Είναι σίγουρα πολύ στρεσογόνο, σκέψου να είμαι άρρωστη και εκείνη τη μέρα να μην μπορώ να μιλήσω ή να έχω 38 πυρετό και να έρθεις από τις Σέρρες να με δεις και να είμαι στην πιο χάλια φυσική κατάσταση, να μην έχω κουράγιο να παίξω. Και λες: «Τώρα τι θα κάνω, σήμερα θα με κρίνουν 300 άνθρωποι από αυτό το δίωρο». Αλλά πρέπει να ζήσουμε με αυτό. Να το αποδεχτούμε.
– Θα μπεις να διαβάσεις μια κριτική;
Θα μπω, αλλά όχι πολύ, με επιμέλεια. Δηλαδή δεν θα τρέξω να τη διαβάσω. Και έχει περάσει λίγο και η εποχή που τρέχαμε να διαβάσουμε τις κριτικές. Τώρα είναι και λίγο «κατευθυνόμενες». Και για αυτόν τον λόγο νομίζω πως πια το κριτήριο ίσως είναι το «από στόμα σε στόμα». Θα εμπιστευτώ για μια παράσταση τη γνώμη μιας φίλης που την είδε προηγουμένως, που δεν έχει κανένα λόγο να την αποθεώσει ή να τη «θάψει».
Λίγα λόγια για το έργο και για την ιστορία του
Αθήνα 1958.
Μία τρελή απόδραση. Ένα τεράστιο διαμάντι. Έξι εντελώς ανίκανοι κλέφτες. Ένας αιώνια μαθητευόμενος ταμίας. Ένας απελπισμένος φύλακας που κοιμάται -κυριολεκτικά- όρθιος.
Οι οιωνοί δεν είναι και οι καλύτεροι!
Δύο κατάδικοι δραπετεύουν από τις φυλακές της Δραπετσώνας και σχεδιάζουν να κλέψουν ένα διαμάντι αμύθητης αξίας που φυλάσσεται στην Alexandras Bank, μια περιφερειακή ελληνική τράπεζα επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας!
Όταν, όμως, μπλέκουν κι άλλοι στο κόλπο, οι εξελίξεις είναι απρόσμενες και όλα πάνε στραβά.
Θα καταφέρει ο δραπέτης Μάκης Ρέτζος και η συμμορία του να κάνουν τη ληστεία της χρονιάς;
Σε μία νύχτα θεαματικής τρέλας όλα να τα περιμένει κανείς…
Μήπως η «ληστεία της χρονιάς» καταλήξει σε «ληστεία… της συμφοράς»;
Ταυτότητα παράστασης
Η ληστεία της συμφοράς των Henry Lewis, Jonathan Sayer & Henry Shields
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Διασκευή-Σκηνοθεσία-Στίχοι: Νικορέστης Χανιωτάκης
Πρωτότυπη Μουσική: Γιάννης Μαθές
Διεύθυνση καλλιτεχνικού προγραμματισμού και επικοινωνίας: Ελίνα Λαζαρίδου
Πρωταγωνιστούν (με αλφαβητική σειρά): Ιωάννης Απέργης, Κατερίνα Γερονικολού, Παναγιώτης Γουρζουλίδης, Δημήτρης Κουρούμπαλης, Θάνος Μπίρκος, Αρετή Πασχάλη, Θάνος Σκόπας, Γιάννης Στεφόπουλος, Γιώργος Χρανιώτης.
Ημέρες & Ώρες παραστάσεων:
Τετάρτη, Πέμπτη: 20:00
Παρασκευή: 21:00, Σάββατο: 18:00 και 21:00
Κυριακή: 19:00
Διάρκεια παράστασης: 120’ (με διάλειμμα)
Εισιτήρια: more.com
Θέατρο Λαμπέτη
Λεωφ. Αλεξάνδρας 106, Αθήνα
Τηλέφωνο: 211 1000 365