Η συμμετοχή στο Μουντιάλ είναι όνειρο για κάθε ποδοσφαιριστή και όλοι είναι διατεθειμένοι να κάνουν ό,τι χρειαστεί προκειμένου να το ζήσουν έστω μία φορά, αλλά υπάρχουν και αυτοί -και συγκεκριμένα είναι πέντε- που το έζησαν όχι απλά περισσότερες από μία φορά αλλά και με περισσότερες από μία εθνικές ομάδες, όσο περίεργο κι αν ακούγεται αυτό…

Το να γίνονται μεταγραφές παικτών από τον ένα σύλλογο στον άλλο είναι κάτι αυτονόητο, κάτι απολύτως φυσιολογικό αλλά και απαραίτητο, πλέον, ώστε να κινείται το χρήμα σε αυτή την τεράστια βιομηχανία που λέγεται ποδόσφαιρο. Το να γίνονται μεταγραφές παικτών από τη μία εθνική ομάδα στην άλλη, αντιθέτως, δεν είναι αυτονόητο, λογικό ή απαραίτητο, αλλά γίνεται και αυτό. Ή τουλάχιστον γινόταν κάποτε, επειδή έτσι ήθελαν οι πολιτικοί. Και ως γνωστόν, όπου μπλέκουν πολιτικοί τίποτα δεν γίνεται σωστά.

Η ιστορία, για παράδειγμα, έγραψε ότι η Ιταλία κατέκτησε το Μουντιάλ του 1934, το οποίο και διοργάνωσε. Αυτό είναι που μένει, στην τελική. Το αποτέλεσμα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να παραβλέπουμε και το πώς έφτασε σε αυτό το αποτέλεσμα. Με τον Μπενίτο Μουσολίνι να αντιλαμβάνεται το Παγκόσμιο Κύπελλο ως την τέλεια ευκαιρία για να κάνει την προπαγάνδα του, η Σκουάντρα Ατζούρα… απέκτησε ξαφνικά τον Λουίς Μόντι. Έναν από τους καλύτερους, αν όχι τον καλύτερο, παίκτες της Αργεντινής που είχε φτάσει στον τελικό της διοργάνωσης πριν 4 χρόνια στην Ουρουγουάη.

Τότε, ο Αργεντίνος Μόντι είχε φύγει ηττημένος από το γήπεδο. Το 1934, ο Ιταλός Μόντι έγινε παγκόσμιος πρωταθλητής με τη νίκη επί της Τσεχοσλοβακίας. Όσο για το πώς κατέστη εφικτό να αλλάξει εθνικότητα; Απλό. Είχε ιταλικές ρίζες, είπαν, από τους προγόνους του, οπότε από εκεί και πέρα ήταν πολύ εύκολο για το καθεστώς του Μουσολίνι να βάλει έναν μη Ιταλό στην εθνική Ιταλίας. Κι όλα αυτά, για να κρατήσει ψηλά το φρόνημα των Ιταλών. Ό,τι να ‘ναι…

Κάποια χρόνια μετά, η γειτονική χώρα θα ήταν και πάλι αυτή που θα προχωρούσε σε κάτι τέτοιο αλλά με Βραζιλιάνο αυτή τη φορά. Το 1958, στο Μουντιάλ της Σουηδίας, η Σελεσάο στέφθηκε για πρώτη φορά παγκόσμια πρωταθλήματα και ένας από τους παίκτες στο ρόστερ της ήταν ο Ζοσέ Αλταφίνι. Το ίδιο καλοκαίρι ο Βραζιλιάνος επιθετικός πήρε μεταγραφή στη Μίλαν και τελικά παρέμεινε μέχρι και το τέλος της καριέρας του το… 1980. Ιταλός, όμως, δεν έγινε τότε αλλά πολύ νωρίτερα και συγκεκριμένα το 1962, τέσσερα χρόνια μετά την άφιξή του στη χώρα.

Έτσι, κατάφερε να πάρει μέρος και στο Παγκόσμιο Κύπελλο που έγινε εκείνη τη χρονιά στη Χιλή. Οι εμφανίσεις του, όμως, δεν ήταν καλές και κατηγορήθηκε ότι δεν έβαζε τα πόδια του στη φωτιά, οπότε μετά το τέλος της διοργάνωσης αφοσιώθηκε στους συλλόγους, αφού δεν ξανακλήθηκε στην εθνική Ιταλίας. Ούτε, φυσικά, σε αυτή της Βραζιλίας. Πώς έγινε Ιταλός ο Αλταφίνι; Όπως και ο Μόντι, είχε ρίζες από εκεί…

Ο Πούσκας και ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας

Ο Πούσκας με την εθνική Ισπανίας

Στο Μουντιάλ 1962, όμως, ο Αλταφίνι δεν ήταν ο μοναδικός που έπαιζε με άλλη εθνική ομάδα και όχι με αυτή της χώρας του. Το ίδιο συνέβη και με τους Φέρεντς Πούσκας και Χοσέ Σανταμαρία. Ο Πούσκας, ως γνωστόν, ήταν ο ηγέτης της Ουγγαρίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954, όπου έχασε στον τελικό από τη Γερμανία. Τέσσερα χρόνια μετά, το 1958, πήρε μεταγραφή στη Ρεάλ Μαδρίτης και για τον Φράνκο ήταν πολύ απλά τα πράγματα από εκεί και πέρα: Τον έκανε Ισπανό και τον έβαλε στην εθνική ομάδα, η οποία πάντως δεν κατάφερε κάτι σημαντικό το 1962.

Όσο για τον Σανταμαρία, έπαιξε το 1954 στο Παγκόσμιο Κύπελλο με την Ουρουγουάη, στην οποία άλλωστε γεννήθηκε. Οι γονείς του, όμως, ήταν Ισπανοί, οπότε είχε από την αρχή και τις δύο εθνικότητες. Η ευκαιρία, επομένως, ήταν πολύ μεγάλη για να την αφήσουν οι Ίβηρες να πάει χαμένη: Στην εθνική ομάδα κι αυτός, όπως και ο Πούσκας, για το Μουντιάλ 1962.

Και η λίστα με τους παίκτες που έπαιξαν σε Παγκόσμιο Κύπελλο με δύο διαφορετικές εθνικές ομάδες κλείνει με έναν πιο… σύγχρονο, τον Ρόμπερτ Προσινέτσκι. Το καλοκαίρι του 1990, ο Γιουγκοσλάβος παικταράς ήταν, φυσικά, στην αποστολή της εθνικής ομάδας της χώρας του για το Μουντιάλ της Ιταλίας. Την τελευταία μεγάλη διοργάνωση στην οποία οι Πλάβι πήγαν ως μία ενωμένη χώρα, αφού τα επόμενα χρόνια θα άρχιζε ο πόλεμος και η διάλυσή της.

Το 1998, επομένως, ο Προσινέτσκι, ο οποίος ήταν Κροάτης, πήρε ξανά μέρος στην κορυφαία ποδοσφαιρική διοργάνωση αλλά αυτή τη φορά με την εθνική Κροατίας που έφτασε ως τους ημιτελικούς, κατακτώντας τελικά την 3η θέση. Και ο Προσινέτσκι, ο παικταράς με τα γυάλινα πόδια όπως τον αποκαλούσαν οι συμπατριώτες του λόγω των πολλών τραυματισμών, ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές.