Φως στη διαδρομή που ακολούθησε το φορτίο των 230 κιλών καθαρής κοκαΐνης από την Λατινική Αμερική έως τη βίλα της Βούλας αλλά και τα πρόσωπα κλειδιά της ιστορίας καλούνται να ρίξουν με τις απολογίες τους οι τρεις κατηγορούμενοι στην πολύκροτη υπόθεση.

Οι αρχές περιμένουν με μεγάλο ενδιαφέρον τη στάση που θα τηρήσουν, ενώπιον του ανακριτή, οι κατηγορούμενοι για βαρύτατα κακουργήματα, που τιμωρούνται ακόμη με ισόβια κάθειρξη, καθώς μέχρι τώρα οι πληροφορίες τους θέλουν να κρατούν το στόμα τους ερμητικά κλειστό.

Και οι τρεις φέρονται ως μέλη ενός από τα πλέον οργανωμένα διεθνή δίκτυα εισαγωγής και διακίνησης κοκαΐνης από την Κεντρική Αμερική στη χώρα μας και σε άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης. Όσο για το τεράστιο φορτίο καθαρής κοκαΐνης που έπεσε στα χέρια των αρχών εκτιμάται ότι αξίζει πάνω από δέκα εκατομμύρια ευρώ.

Πρόκειται για έναν 25χρονο υπήκοο Μεξικού ο οποίος σύμφωνα με την αστυνομία είναι αρχηγικό μέλος της οργάνωσης, έναν 69χρονο Καναδό, γεννημένο στην Κολομβία και έναν 62χρονο Έλληνα. Σε βάρος τους έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για εγκληματική οργάνωση ( συγκρότηση, ένταξη, διεύθυνση), ιδιαίτερα διακεκριμένη περίπτωση διακίνησης ναρκωτικών ( εξαγωγή , μεταφορά, εισαγωγή, κατοχή) κατά συναυτουργία και οπλοκατοχή.

Οι έρευνες για την συγκεκριμένη υπόθεση συνεχίζονται καθώς οι εκτιμήσεις των αρχών είναι ότι εμπλέκονται τουλάχιστον ακόμα δυο άτομα, μεταξύ των οποίων ένας 35χρονος Μεξικανός που φέρεται μάλιστα και ως ο εγκέφαλος του εγκληματικού κυκλώματος και ένας 36χρονος Αμερικανός γεννημένος στο Λίβανο.

Τα μέχρι τώρα στοιχεία που έχουν συγκεντρώσει μετά από συντονισμένες και πολύμηνες έρευνες η Δίωξη Ναρκωτικών, το ΣΔΟΕ αλλά και η αμερικανική υπηρεσία δίωξης ναρκωτικών (DΕΑ) οδηγούν, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, σε μια οργάνωση που επεδίωκε να δημιουργήσει «πύλη» εισόδου, μέσω της Ελλάδας για την διακίνηση ναρκωτικών προς την υπόλοιπη Ευρώπη.

Σύμφωνα με την αστυνομία ήταν μια καλοστημένη «επιχείρηση» που είχε συστήσει ακόμη και εταιρία με στόχο τη νομιμοφανή μεταφορά και εισαγωγή των εμπορευμάτων. Τα ναρκωτικά ταξίδευαν μέσω θαλάσσης, σε εμπορικά πλοία υπερπόντιων δρομολογίων, μέσα σε εμπορευματοκιβώτια με φρούτα και φυλάσσονταν σε ειδικούς χώρους αποθήκευσης.