Σοκαριστικές είναι οι εικόνες από το σπίτι της 75χρονης στη Σαλαμίνα που δολοφόνησε η νύφη της, καθώς φαίνεται ότι τη χτύπησε με τόση αγριότητα την πεθερά της, ώστε οι αρχές να εξετάζουν αν ήταν προμελετημένο το έγκλημα.

Οι εικόνες δημοσιεύτηκαν από το Live News και δείχνουν αίματα από τους τοίχους και τις εικόνες Αγίων, μέχρι και σε καρέκλες, ακόμη και στο πι της 75χρονης.

Σύμφωνα με την εκπομπή του Mega, αυτό το σκηνικό σε συνδυασμό με την απολογία της 46χρονης προβληματίζει τους αστυνομικούς, που εξετάζουν αν ήταν προμελετημένο το έγκλημα.

ΠΡΟΣΟΧΗ. Ακολουθούν σκληρές εικόνες από το σπίτι όπου σημειώθηκε η δολοφονία:

Δείτε το σχετικό ρεπορτάζ:

«Εγώ είμαι ένας άνθρωπος πονεμένος»

Η 46χρονη, μέρες μετά το θέατρο που έπαιζε, ομολόγησε ότι δολοφόνησε την πεθερά της. Επίσης, υποστήριξε ότι είναι ένας πονεμένος άνθρωπος, εθισμένος στον τζόγο, αναφέροντας ότι δεν ήταν προμελετημένο το έγκλημα.

Ακολουθεί η απολογία της, όπως την παρουσίασε το Live News:

«Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω και εγώ γιατί το έκανα αυτό το κακό. Είναι το θέατρο του παραλόγου. Θα σας τα εξηγήσω όμως όλα. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος πονεμένος. Έχω περάσει πολλά στη ζωή μου. Προσπαθούσα για χρόνια να κάνω παιδί. Έχω κάνει και εξωσωματικές, αλλά δεν τα κατάφερα. Είχα πολλές αποβολές. Μετά από τις αποβολές μου, το έριξα στον τζόγο για να ξεχαστώ. Δεν ήταν όμως αυτός ο λόγος που έκανα αυτό το κακό. Ό,τι και να σας πω, δεν έχω δικαιολογία. Το ξέρω, αλλά θέλω να με ακούσετε και να με καταλάβετε.

Εκείνη την ημέρα, τα ξημερώματα, αποφάσισα να πάω στο σπίτι της πεθεράς μου. Ήξερα ότι η πεθερά μου έχει κάποια λεφτά στο σπίτι της για ώρα ανάγκης. Επειδή φοβόμασταν να τα έχει εκεί η πεθερά μου, κάποια στιγμή τα είχε πάρει ο άντρας μου για να τα φυλάει στο σπίτι μας και να μην είναι στο σπίτι της μάνας του. Αυτά τα λεφτά όμως χάθηκαν. Δεν τα πήρα εγώ. Από ό,τι καταλάβαμε με τον άντρα μου, τα πήραν κάποιοι φίλοι των παιδιών. Τα παιδιά αυτά είναι δύο αγόρια που έχει ο άντρας μου από προηγούμενο γάμο και μένουμε όλοι μαζί στο σπίτι μας, που ήρθατε και μας βρήκατε. Έτσι, λοιπόν, αναγκαστήκαμε να τα επιστρέψουμε στην πεθερά μου, γιατί από το δικό μας σπίτι χάθηκαν, οπότε δικό μας ήταν το φταίξιμο.

Είχαμε επιστρέψει στην πεθερά μου κάποιο ποσό, 8.000 € για την ακρίβεια, αλλά έπρεπε να της δώσουμε και τα υπόλοιπα. Όλο το ποσό ήταν γύρω στις 10.000 €. Τον τελευταίο μήνα, όμως, η πεθερά μου μας πίεζε να της δώσουμε και τα υπόλοιπα. Είχαμε μαζέψει ακόμη 1.100€ για να της δώσουμε, αλλά τα είχα παίξει στον τζόγο. Ο άντρας μου δεν το ήξερε. Εγώ δεν δουλεύω κι ο άντρας μου για να μας ζήσει κάνει δύο δουλειές. Σκέφτηκα, λοιπόν, να πάω να της πάρω τα λεφτά που είχε κρυμμένα στο σπίτι της, αυτά που της είχαμε δώσει εμείς δηλαδή, και μετά να τα δώσω στον άντρα μου και εκείνος να της τα δώσει ως τα υπόλοιπα που της χρωστούσαμε. Δεν είχα άλλο τρόπο να βρω χρήματα.

Η ανατριχιαστική περιγραφή για τη δολοφονία

«Στις 23:30 το βράδυ έπεσε ο γενικός διακόπτης στο σπίτι μας. Μετά από λίγο, πήγε ένα από τα παιδιά του άντρα μου και τον ανέβασε γιατί δεν είχε ίντερνετ. Πριν φύγω από το σπίτι μου για να πάω στο σπίτι της πεθεράς μου, έκλεισα τον διακόπτη του σαλονιού. Αυτό το έκανα για να μην καταγράφει η κάμερα που έχουμε στο σαλόνι. Να μην φανεί δηλαδή ότι φεύγω από το σπίτι και με καταλάβουν. Όταν επέστρεψα στο σπίτι μου μετά από το κακό που έκανα, ανέβασα τον διακόπτη του σαλονιού και τότε άρχισε να καταγράφει πάλι η κάμερα του σαλονιού.

Έβαλα μαύρα ρούχα, πήρα μία μάσκα μαύρη full face κουκούλα και κατέβηκα να πάω στο αυτοκίνητό μου. Ξεκίνησα από το σπίτι μου μετά τις 02:30 τα ξημερώματα. Είχαν κοιμηθεί τα παιδιά και δεν με κατάλαβαν. Ο άντρας μου δούλευε βράδυ στη δεύτερη δουλειά του. Έτσι, λοιπόν, ήταν η ευκαιρία μου για να μην με καταλάβει κανείς. Πήγα κατευθείαν στο σπίτι της πεθεράς μου. Πάρκαρα το αυτοκίνητο στο δίπλα στενό από αυτό που μένει. Έμεινα στο αυτοκίνητο αρκετή ώρα, γιατί φοβόμουν, γύρω στο 20λεπτο. Το σκεφτόμουν ξανά και ξανά, γιατί δεν έχω κάνει ποτέ κάτι τέτοιο, αλλά δεν είχα άλλη λύση.

Δεν ήμουν σίγουρη τι πάω να κάνω. Δεν ήξερα πώς να το κάνω. Σκεφτόμουν τι ακριβώς να κάνω για να φανεί σαν κανονική ληστεία, ότι μπήκαν δηλαδή άγνωστοι. Δεν ήθελα να την σκοτώσω. Μόνο να πάρω τα λεφτά ήθελα. Αφού, λοιπόν, το σκέφτηκα και το πήρα απόφαση, πήγα στο σπίτι της πεθεράς μου. Πήγα στο πίσω μέρος του σπιτιού, πήδηξα τον φράχτη και έσπασα το τζάμι για να μπω. Το τζάμι το έσπασα με ένα κόκκινο εργαλείο, σαν σφυρί που πάμε τζάμια. Δεν θυμάμαι από πού το πήρα αυτό. Αφού έσπασα το τζάμι, μπήκα μέσα. Η πεθερά μου με είδε, αλλά φορούσα κουκούλα όπως σας είπα. Φορούσα και γάντια. Είχα βρει ένα ζευγάρι παλιά γάντια του άντρα μου, που ήταν μικρά και τα φόρεσα. Έψαξα για τα λεφτά, αλλά δεν τα βρήκα. Δεν ήθελα να την σκοτώσω την πεθερά μου. Αφού δεν έβρισκα τα λεφτά, την πλησίασα και την ρώτησα πού είναι. Δεν ήθελα κάτι άλλο. Να φανταστείτε, κάτι κοσμήματα που είχε μέσα στην ντουλάπα και τα βρήκα, δεν τα πήρα.

Δεν με ενδιέφερε ο εαυτός μου. Την οικογένειά μου ήθελα να βοηθήσω. Αυτή μου απάντησε ότι δεν είχε μέσα στο σπίτι λεφτά, αλλά τότε φοβήθηκα ότι με κατάλαβε. Ότι κατάλαβε δηλαδή πως ήμουν εγώ αυτή που μπήκε στο σπίτι της. Τρόμαξα και άρχισα να την χτυπάω. Την χτύπησα στο κεφάλι με ένα γυάλινο μπουκάλι που βρήκα στο δωμάτιό της. Εκείνη είχε ένα μαχαίρι δίπλα της. Τρόμαξα όταν το είδα. Πήγα στην κουζίνα και βρήκα ένα άλλο μαχαίρι και άρχισα να την χτυπάω με αυτό, γιατί φοβήθηκα ότι πλέον ήταν σίγουρη για εμένα. Δεν θυμάμαι πόσες φορές την χτύπησα. Προσπαθώ να το βγάλω από το μυαλό μου. Λυπάμαι πάρα πολύ. Δεν ήθελα να το κάνω και δεν ξέρω γιατί το έκανα».