Είναι αλήθεια ότι η αντιδεοντολογική λογική της λογοκρισίας θα είχε παρέμβει πολύ λιγότερο στα πράγματα αν δεν υπήρχε ο σκοτεινός αμερικανός πολιτικός από το Ουισκόνσιν. Ο Μακάρθι όχι μόνο ενορχήστρωσε το αποδοτικότερο και φρικτότερο κυνήγι κομμουνιστών στον 20ό αιώνα, αλλά διεκδίκησε μέχρι και δικό του λήμμα στο παγκόσμιο λεξικό της ανηθικότητας: «μακαρθισμό» αποκαλούμε κάθε πρακτική πολιτικών διώξεων εις βάρος πολιτών και συγκεκριμένων πεποιθήσεων με την καλλιέργεια κλίματος εκφοβισμού και την κατασυκοφάντησή τους. Κανείς δεν πίστευε φυσικά πως όταν εκλεγόταν γερουσιαστής ο άσημος πολιτικός Μακάρθι το 1946 θα άνοιγε ένα τέτοιο ζοφερό κεφάλαιο για τη σύγχρονη Ιστορία! Όλα ξεκίνησαν στις 9 Φεβρουαρίου 1950, όταν ο παντελώς άγνωστος ρεπουμπλικανός γερουσιαστής σε άλλη μια χαμηλού προφίλ ομιλία του σε ομάδα γυναικών του κόμματός του στη Δυτική Βιρτζίνια ισχυρίστηκε ότι είχε «μια λίστα 205» στελεχών του υπουργείου Εξωτερικών που ανήκαν στο κομμουνιστικό κόμμα των ΗΠΑ, «μια λίστα ονομάτων που ήταν γνωστά στον υπουργό Εξωτερικών και που παρ’ όλα αυτά συνεχίζουν να εργάζονται και να διαμορφώνουν πολιτική στο υπουργείο Εξωτερικών»! Ήταν η αρχή του αντικομμουνιστικού παραληρήματος του Μακάρθι, ο οποίος στην ίδια τρομακτική ομιλία έθεσε και τον δεύτερο πυλώνα του πολιτικού του στίγματος: «Ο μακαρθισμός είναι αμερικανισμός με τα μανίκια σηκωμένα»! Κανείς δεν τόλμησε να μουρμουρίσει το παραμικρό, καθώς το πράγμα φαινόταν πού θα πήγαινε: όλοι φοβούνταν πως θα κατηγορηθούν ως «ένοχοι απείθειας προς το Κογκρέσο», ως «μη συνεργάσιμοι» και γενικά «ως επικίνδυνα κομμουνιστικά στοιχεία». Παρά το γεγονός ότι η κατηγορία του Μακάρθι ήταν αβάσιμη, εκείνος την επανέλαβε συχνά τις επόμενες μέρες, δίνοντας υπόσταση στην γκεμπελική τεχνική της λάσπης. Κι έτσι, σε μια κοινωνία κατατρομοκρατημένη από τον «κόκκινο εφιάλτη», καταμεσής καθώς είμαστε στον Ψυχρό Πόλεμο, οι δηλώσεις του γερουσιαστή πήραν μεγάλη δημοσιότητα στα ΜΜΕ, έκαναν τον ίδιο αστέρι της μαχόμενης πολιτικής και έριξαν βαριά τη σκιά του αντικομμουνισμού στην εσωτερική ζωή των ΗΠΑ. Ενδεικτικό είναι εδώ το γεγονός ότι όταν πολιτικοί και δημοσιογράφοι πίεζαν τον Μακάρθι να αποκαλύψει τα ονόματα, καθώς η κατηγορία του στηριζόταν σε παλιότερη -και εξίσου ανυπόστατη- υπόθεση με σοβιετικούς πράκτορες που είχαν παρεισφρήσει στο υπουργείο Εξωτερικών στη δεκαετία του 1940, εκείνος άλλαζε ουσιαστικά θέμα εξαπολύοντας νέες καταγγελίες. Κι αυτό γιατί δεν είχε ούτε ονόματα ούτε στοιχεία, παπαγάλιζε απλώς την παλιότερη δήλωση του υπουργού Εξωτερικών, Τζέιμς Μπερνς, από το 1946, ότι από 284 υπαλλήλους του υπουργείου του με ύποπτα στοιχεία είχαν κριθεί υπεράνω υποψίας οι 79. Αυτό άφηνε 205, για τους οποίους ο Μακάρθι δεν είχε ιδέα αν είχαν και αυτοί κριθεί υπεράνω υποψίας στη συνέχεια: έτσι προέκυψε ο μαγικός αριθμός των 205! Πολιτικοί, δημοσιογράφοι και αναλυτές που είχαν ασχοληθεί βέβαια με το ζήτημα της διείσδυσης της σοβιετικής κατασκοπείας στις υπηρεσίες των ΗΠΑ γνώριζαν ότι οι καταγγελίες του Μακάρθι στερούνταν σοβαρότητας. Το ευρύτερο κοινό εντυπωσιάστηκε ωστόσο από τους αστήρικτους ισχυρισμούς του, που προκάλεσαν αυξανόμενη μαζική υστερία. Είμαστε εξάλλου σε μια εποχή που ο κομμουνιστικός κίνδυνος είχε την τιμητική του: οι Σοβιετικοί έχουν μόλις δοκιμάσει επιτυχημένα τη δική τους ατομική βόμβα, την ίδια ώρα που η πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου περνούσε στην «κόκκινη» διακυβέρνηση του Μάο Τσετούνγκ… Αυτή θα ήταν η αρχή μόνο για τον σκληροπυρηνικό δημόσιο κατήγορο και κομμουνιστοφάγο, από τη δράση του οποίου τόσες ζωές μαστίστηκαν και τόσες καριέρες έφτασαν στο απρόοπτο τέλος τους. Παρά το γεγονός ότι δεν αποκάλυψε ποτέ ούτε μία πραγματική περίπτωση, η αοριστολογία του και οι θεωρίες συνωμοσίας για τα υψηλά κλιμάκια του αμερικανικού έθνους συντήρησαν ένα φοβικό κλίμα που άφησε βαθιά τη σκιά του στην κοινωνία… Πρώτα χρόνια Ο Τζόζεφ Ρέιμοντ «Τζο» Μακάρθι γεννιέται στις 14 Νοεμβρίου 1908 ως το πέμπτο από τα εφτά παιδιά μιας οικογένειας προσφύγων ιρλανδο-γερμανικής καταγωγής. Η καταραμένη φτώχεια ανάγκασε μάλιστα τον μικρό να εγκαταλείψει στο σχολείο στα 14 για να δουλέψει στα οικογενειακά χωράφια, αν και θα επέστρεφε αργότερα για να αποφοιτήσει σε ηλικία 22 ετών. Αντίστοιχες ήταν και οι περιπέτειές του στο πανεπιστήμιο (1930-1935), όπου γράφεται πρώτα σε σχολή μηχανικών, πριν μεταπηδήσει τελικά στη νομική σχολή του Marquette University στο Μιλγουόκι, απ’ όπου πήρε τελικά το πτυχίο του στα νομικά, υπηρετώντας μάλιστα ως πρόεδρος της φοιτητικής παράταξης. Αφού απέτυχε να γίνει εισαγγελέας, λειτούργησε ως ανεξάρτητος δικηγόρος, αν και η πομπώδης φύση του και η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του δεν τον έκαναν καθόλου συμπαθή στο σινάφι. Κατάφερε ωστόσο να εκλεγεί δικαστής μεταβατικού δικαστηρίου, με την εκστρατεία του αυτή να έχει όλα τα στοιχεία της μετέπειτα πορείας του: νοθείες, πόλεμο λάσπης και παραπληροφόρηση! Κίνηση-ματ για την καριέρα του, καθώς οι φιλοδοξίες του δεν μπορούσαν πια να μείνουν στο περιθώριο, ήταν η εθελοντική στράτευσή του τον Ιούλιο του 1942 στα χαρακώματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και μάλιστα ο υπολοχαγός των Ειδικών Δυνάμεων (Πεζοναύτες) υπηρετούσε ακόμη τη θητεία του όταν αποφάσισε να κατέβει στον στίβο της πολιτικής, παίρνοντας το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών για τις εθνικές εκλογές. Παρά το γεγονός ότι έχασε, η όρεξή του ήταν πια αδηφάγα και στην επόμενη εκλογική κούρσα του 1946 θα ήταν πανέτοιμος, εφαρμόζοντας πια όλες τις προεκτάσεις του μακαρθισμού του… Ο Μακάρθι γερουσιαστής: το ξεκίνημα της αντικομμουνιστικής ρητορείας Το 1946, αφού εξασφάλισε με πρωτόγνωρη επιτυχία το χρίσμα του υποψήφιου γερουσιαστή του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, βάζοντας όπως είπαμε σε λειτουργία την τακτική της λασπολογίας, εξελέγη το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου γερουσιαστής, ο νεότερος μάλιστα εκπρόσωπος στην Αμερικανική Βουλή! Ήταν η πρώτη πράξη ενός δράματος που θα σκορπούσε το αντικομμουνιστικό μένος στην αμερικανική κοινωνία. Συντηρητικότατος πάντα στις απόψεις του, τίποτα δεν προμήνυε την κατακλυσμιαία άνοδο του άσημου και νεαρού γερουσιαστή του Ουισκόνσιν στα πολιτικά πράγματα των ΗΠΑ. Τα θέματα που απασχολούσαν εξάλλου την ατζέντα του ήταν ζητήματα στέγασης και εμπορίου, παραμένοντας εν πολλοίς στην αφάνεια του πολιτικού συστήματος. Σήμερα βέβαια ξέρουμε ότι απλά τρόχιζε τα μαχαίρια του και προετοίμασε περίσσεια λάσπης για αργότερα! Όλα άλλαξαν λοιπόν όπως είπαμε το 1950, όταν σχεδόν από το πουθενά ο άσημος γερουσιαστής επανέφερε στην ημερήσια ατζέντα τις υπόνοιες για παρείσφρηση κομμουνιστών και σοβιετικών κατασκόπων στην αμερικανική κυβέρνηση και τους μηχανισμούς της. Ο Μακάρθι θα προσωποποιούσε σύντομα την πιο ακραία ψυχροπολεμική νοοτροπία στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας. Μετά την παρουσίαση της διαβόητης «λίστας με τους 205» στις γυναίκες του κόμματός του, ο Μακάρθι έφερε τις κατηγορίες ενώπιον της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας: οι 205 κομμουνιστές υπάλληλοι του υπουργείου Εξωτερικών χρεώνονταν έτσι τις διπλωματικές αποτυχίες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής! Ο μαγικός αριθμός άλλαξε ωστόσο λίγο αργότερα, δηλωτικό του πώς κινούταν πολιτικά ο Μακάρθι, καθώς πλέον ισχυριζόταν ότι υπήρχαν 57 κομμουνιστές στο υπουργείο Εξωτερικών (ο αριθμός βασιζόταν πάλι σε παλιές πληροφορίες, γνωστές ήδη από το 1948). Και πάλι αρνιόταν να πει τα ονόματα, καθώς δεν υπήρχαν φυσικά ονόματα! Απτόητος ο Μακάρθι, περιέβαλε τις κατηγορίες του με άρωμα συνωμοσίας καλώντας την Επιτροπή Αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων της Βουλής των Αντιπροσώπων (Κάτω Σώμα του Κογκρέσου) σε εκτεταμένη έρευνα: ήταν οι τίτλοι αρχής του διαβόητου «Red Scare»… Το «Red Scare» και οι πολιτικές διώξεις Ο Μακάρθι επανεξελέγη γερουσιαστής το 1952 και ήταν πια πιο δυνατός από ποτέ. Διάσημος κομμουνιστοφάγος, είχε ήδη σπείρει το γονίδιο της αμφιβολίας καταφεύγοντας σε αδιανόητες σήμερα θεωρίες συνωμοσίας. Το 1951, για παράδειγμα, δεν δίστασε να ισχυριστεί ότι η «παρακμή της ισχύος μας από το 1945 ως το 1951» ήταν «το προϊόν μιας μεγάλης συνωμοσίας, μιας συνωμοσίας τόσο τεράστιας ώστε να επισκιάζει κάθε προηγούμενο τέτοιο εγχείρημα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ποιοι είναι οι υψηλότεροι κύκλοι της συνωμοσίας αυτής; Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι … Ο πρόεδρος [Τρούμαν]; Είναι αιχμάλωτός τους». Η αντικομμουνιστική σταυροφορία του, που είχε ήδη ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1940, έβρισκε πια το πλήρες πρόσωπό της, μετατρέποντας κάθε οπαδό της «κόκκινης» ιδεολογίας σε εχθρό του έθνους. Παρά το γεγονός ότι ήδη από την κατάθεσή του ενώπιον της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας δεν κατάφερε να προσκομίσει κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο, μην κατονομάζοντας ούτε ένα μέλος του κομμουνιστικού κόμματος που να υπηρετεί σε κυβερνητική θέση, κατάφερε να προλειάνει το έδαφος για τις μεταγενέστερες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του, εκμεταλλευόμενος τις φοβικές τάσεις της αμερικανικής κοινωνίας από την άνοδο του «κόκκινου εφιάλτη» διεθνώς. Κι έτσι το 1952 θα τον βρει στον ρόλο του αντικομμουνιστή σταυροφόρου ως πρόεδρος της περιβόητης HUAC (House on Un-American Activities Committee – Επιτροπή των Αντι-Αμερικανικών Ενεργειών), που είχε συσταθεί ήδη από το 1938 με απώτερο στόχο να πατάξει κάθε αντεθνική δραστηριότητα. Για τα δύο επόμενα χρόνια, επιδόθηκε σε ένα πρωτοφανές κυνήγι «κόκκινων» μαγισσών, με ανακρίσεις-μαραθωνίους που κάθισαν στο εδώλιο πάμπολλα κυβερνητικά στελέχη… Ο ανεξέλεγκτος πια μακαρθισμός έβαλε στο στόχαστρο ακόμα και το Χόλιγουντ, καθώς οι κομμουνιστές είχαν παρεισφρήσει πια σε όλες τις εκφάνσεις της εγχώριας ζωής, απειλώντας να μαχαιρώσουν πισώπλατα το αμερικανικό όνειρο: ανακρίσεις, διώξεις κατά παντός και ένα άγριο «ψαλίδισμα» ταινιών έδωσαν στον μακαρθισμό την τελική του μορφή, με εκατοντάδες σκηνοθέτες, ηθοποιούς και παραγωγούς να καταθέτουν αναγκαστικά μπροστά στην επιτροπή του, μόνο και μόνο για να δουν τις καριέρες τους να καταστρέφονται εν μία νυκτί. Κάποιοι συμμορφώνονται, άλλοι αρνούνται πεισματικά να συνεργαστούν και μπαίνουν έτσι στη μαύρη λίστα (ο Τσάρλι Τσάπλιν στέκει εδώ ορόσημο, ο οποίος αναγκάστηκε τελικά να διαφύγει στο εξωτερικό), ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που ενδίδουν και καταδίδουν συναδέλφους τους, ζώντας πια με τη ρετσινιά του χαφιέ (ενδεικτικός εδώ είναι ο Ηλίας Καζάν). Παρά το γεγονός ότι η επιτροπή του δεν απέδιδε καρπούς, ο Μακάρθι ήταν πια προβεβλημένο μέλος της κυβέρνησης και ο απόλυτος μοχλός πολιτικών εξελίξεων. Η ρητορική του μιλούσε πάντα αόριστα για συνωμοσία σε υψηλούς κύκλους του αμερικανικού κράτους, με τον ίδιο να ρίχνει συχνά-πυκνά λάσπη σε συγκεκριμένα πρόσωπα για να συντηρεί το κλίμα φοβίας έναντι μιας αόριστης αντιπατριωτικής συνωμοσίας. Προστάτης των αμερικανικών ιδανικών και Νο 1 πατριώτης, η δημοτικότητα του Μακάρθι ήταν τέτοια πλέον που κανείς δεν μπορούσε να του αντιταχθεί: φωνές υπήρχαν κατά του μακαρθισμού, υποτάσσονταν ωστόσο κι αυτές στην κοινή γνώμη που τόσο αγαπούσε τα συνωμοσιολογικά του σενάρια. Οι Δημοκρατικοί προσπάθησαν να αντιδράσουν στο κυνήγι μαγισσών το 1950, συστήνοντας επιτροπή για την έρευνα των κατηγοριών του γερουσιαστή, η οποία δεν βρήκε φυσικά τίποτα το μεμπτό στις αοριστολογίες του κομμουνιστοφάγου, την ίδια ώρα που εκείνος κατηγόρησε το πόρισμα της επιτροπής των δημοκρατικών συναδέλφων του ως «σήμα προς τους προδοτικούς κομμουνιστές και τους συνοδοιπόρους τους στην κυβέρνησή μας ότι δεν χρειάζεται να φοβούνται την αποκάλυψή τους»! Αντίστοιχη απόπειρα εφτά ρεπουμπλικανών γερουσιαστών είχε μάλιστα την ίδια κατάληξη, καθώς η ρητορική του είχε τεράστια απήχηση στην κοινωνία. Κι έτσι παρά το γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα θεωρούσε αβάσιμη τη σταυροφορία του Μακάρθι, η προτίμηση που του έδειχνε η κοινή γνώμη απέτρεψε κάθε ανοιχτή σύγκρουση μαζί του. Σύσσωμο σχεδόν το πολιτικό κατεστημένο πιάστηκε έτσι στα δίχτυα του γερουσιαστή και στις απόπειρές του για περιστολή των κοινωνικών ελευθεριών. Οι επιθετικές στρατηγικές του, ο πόλεμος λάσπης και η δίωξη αναρίθμητων αθώων ενσάρκωσαν τον μακαρθισμό σε όλη του τη ζοφερή μεγαλοπρέπεια… Η ηχηρή πτώση (σε ζωντανή μάλιστα μετάδοση!) Οι κατηγορίες του Μακάρθι εκτοξεύονταν πια, είμαστε στα 1954, ακόμα και κατά προβεβλημένων στελεχών της δημόσιας ζωής του τόπου και ο γερουσιαστής υπαινίχθηκε κάποια στιγμή εμπλοκή ακόμα και του προέδρου Αϊζενχάουερ! Ο μακαρθισμός είχε βάλει πια στο στόχαστρο τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ, ένα θέμα ιδιαιτέρως ευαίσθητο για τον πρώην στρατηγό Αϊζενχάουερ, ο οποίος αποφάσισε έτσι ότι ήταν ώρα να μαζέψει από τη δημόσια ζωή τον μπόγια των κομμουνιστών εκφράζοντας ανοιχτά τη δυσαρέσκειά του για τις μακαρθικές μεθόδους. Την άνοιξη του 1954 λοιπόν ο Αϊζενχάουερ είπε το μεγάλο «όχι» στον Μακάρθι και την επιτροπή του απαγορεύοντας την κλήτευση κυβερνητικών υπαλλήλων και απόρρητων εγγράφων. Η εξαιρετικά δραστική αυτή (και πιθανότατα αντισυνταγματική) προεδρική στάση αφαίρεσε από τον γερουσιαστή τη δυνατότητα να χώνει τη μύτη του ανεξέλεγκτα στα αρχεία της εκτελεστικής εξουσίας, στερώντας του πια τη δυνατότητα να αμαυρώνει συνειδήσεις και να σπιλώνει όποιον ήθελε, τώρα αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων και της ομοσπονδιακής δημόσιας διοίκησης. Το τέλος του Μακάρθι ήταν ηχηρότατο, καθώς ο γερουσιαστής αυτοκαταστράφηκε και μάλιστα ζωντανά στην τηλεόραση! Ο Μακάρθι κλήθηκε σε επιτροπή της Γερουσίας (η ακροαματική διαδικασία της οποίας έπαιζε ζωντανά στην τηλεόραση για 36 μέρες) να αποδείξει την εμπλοκή του ειδικού συνηγόρου του στρατού Joseph Nye Welch, αν και το μόνο που θα έκανε είναι να δείξει πόσο αδίστακτος λασπολόγος ήταν! Στριμωγμένος καθώς ήταν πια αφού δεν μπορούσε να προσκομίσει αποδεικτικά κατά του «εγκλήματος» του Welch, βάλθηκε να αμαυρώσει τη φήμη του, κάτι που προσυπέγραψε τον εξευτελισμό του μπροστά στα μάτια του αμερικανικού κοινού. Μνημειώδες εδώ στέκει το απεγνωσμένο παράπονο του Welch προς τον γερουσιαστή «δεν έχετε καμία αίσθηση ευπρέπειας, κύριε; Δεν σας έχει μείνει ίχνος ευπρέπειας;»! Η τηλεοπτική εικόνα του αδίστακτου Μακάρθι σήμανε και την αισθητή πτώση της επιρροής του στα δημόσια πράγματα: η βαναυσότητα και το παράλογο των ανακρίσεών του ήταν πια τηλεοπτικό θέαμα! Το άστρο του έσβησε εντελώς όταν οι Ρεπουμπλικανοί έχασαν την πλειοψηφία στη Γερουσία: ο Μακάρθι αντικαταστάθηκε άρον άρον στην προεδρία της HUAC, η ζοφερή προσφορά του ωστόσο στον χαφιεδισμό δεν θα παρερχόταν έτσι εύκολα… Κατοπινά χρόνια Η πτώση του Μακάρθι ήταν εξίσου κατακλυσμιαία με την άνοδό του: μετά την ψήφο επίπληξής του (με 67 έναντι 22) στη Γερουσία τον Δεκέμβριο του 1954, ο Μακάρθι έγινε persona non grata για το πολιτικό κατεστημένο των ΗΠΑ. Ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ τον διέγραψε από τις λίστες των προσκεκλημένων του Λευκού Οίκου, ενώ δύο χρόνια αργότερα, όταν ο αντιπρόεδρος Νίξον βρέθηκε στο Ουισκόνσιν για την προεκλογική του εκστρατεία και ο Μακάρθι επιχείρησε να καθίσει δίπλα του, ο σύμβουλος του Νίξον τού ζήτησε να σηκωθεί και να φύγει! Ξεφτισμένος πια και στις παρυφές τώρα του πολιτικού συστήματος, παρά το γεγονός ότι ήταν ακόμα γερουσιαστής, αποτραβήχτηκε από τη δημόσια ζωή και το έριξε στο ποτό. Λίγο αργότερα, σύμβουλος του Λίντον Τζόνσον τον συνάντησε συμπτωματικά στην Ουάσιγκτον και δυσκολεύτηκε να τον αναγνωρίσει: «Αξύριστος, σαν να χρειαζόταν επειγόντως μπάνιο, πρησμένος από το ποτό, σχεδόν ασυνάρτητος». Ο Μακάρθι ήταν ακόμα γερουσιαστής όταν έφυγε από τη ζωή ξεχασμένος στις 2 Μαΐου 1957, σε ηλικία 48 χρόνων, από οξεία ηπατίτιδα, αν και όλοι ήξεραν ότι ήταν ο αλκοολισμός που είχε επηρεάσει το συκώτι του. Στο πλευρό του ήταν μόνο η σύζυγός του Jean Kerr… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr