Θετική μεν η απόφαση του Eurogroup για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κορονοϊού στα συστήματα υγείας των κρατών-μελών και στην κοινωνική συνοχή, αλλά απαιτούνται περισσότερα βήματα θεωρεί η Ελλάδα και ως εκ τούτου θα επιμείνει για κορονο-ομόλογο στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, που θα πραγματοποιηθεί τις επόμενες ημέρες.

Γράφει η Βίκυ Σαμαρά

Ως γνωστόν, χώρες-φανατικοί οπαδοί της δημοσιονομικής σταθερότητας, κυρίως του Βορρά, με προεξάρχουσα τη Γερμανία και στην πρώτη γραμμή την Ολλανδία, είναι κάθετα αντίθετες στην έκδοση ευρω-ομολόγου ή έστω μίας λύσης σε αντίστοιχη λογική όπως ζητούν Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία και η χώρα μας. Οι Βόρειοι λένε όχι σε αμοιβαιοποίηση των χρεών, οι Νότιοι επιμένουν ότι τα κοινά προβλήματα απαιτούν κοινές λύσεις, καθώς άλλωστε η κρίση του κορονοϊού δεν είναι θέμα μίας χώρας και δεν έχει να κάνει με επίδειξη δημοσιονομικής υπευθυνότητας.

Ερωτηθείς ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, τι θα διεκδικήσει η Ελλάδα στη Σύνοδο Κορυφής στην οποία είχε παραπέμψει το Eurogroup για τα επόμενα βήματα, υπενθύμισε καταρχήν ότι ήδη έχουν ληφθεί σημαντικά μέτρα σε κοινοτικό επίπεδο, όπως η βέλτιστη δυνατή ευελιξία στη χρήση των κοινοτικών ενισχύσεων, η ανακατανομή πόρων μεταξύ προγραμμάτων του ΕΣΠΑ, η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ευρωπαϊκής κεντρικής Τράπεζας, η υιοθέτηση του waiver, δηλαδή ένα πακέτο χρηματοδοτικό που μπορεί να ενισχύσει τη ρευστότητά της οικονομίας, καθώς και η γενική ρήτρα διαφυγής ώστε να μην εφαρμόζονται φέτος οι δημοσιονομικοί στόχοι.

«Πάνω σε αυτό το πλαίσιο, θα συμπληρωθούν τα μέτρα του Eurogroup. Αλλά λείπει ένα βασικό συστατικό και σε αυτό το βασικό συστατικό θα επιμένουμε το επόμενο διάστημα. Αυτό το βασικό συστατικό το έχει περιγράψει ο πρωθυπουργός με την κοινή επιστολή των εννέα ηγετών της ΕΕ προς τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ζητούμε ένα εργαλείο, το οποίο να δίνει απαντήσεις στα κοινά προβλήματα. Τέτοιο εργαλείο κατά την άποψή μας, είναι ένα κοινό ευρωομόλογο ή ένας άλλος μηχανισμός, ο οποίος θα μπορέσει να ενισχύσει όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και να πείσει τις αγορές και τους πολίτες ότι η Ευρώπη στέκεται στο ύψος των περιστάσεων» πρόσθεσε ο κ.Πέτσας.

Ερωτηθείς εξάλλου εάν θα προσφύγει στον ΕΜΣ η ελληνική κυβέρνηση, ο κ. Πέτσας είπε ότι οι αποφάσεις του Eurogroup είχαν ορισμένα θετικά στοιχεία, πρόσθεσε όμως ότι υπάρχουν και άλλα στοιχεία τα οποία θα πρέπει να συνοδεύσουν την απόφαση αυτή και για αυτό έχει παραπεμφθεί το ζήτημα να εξεταστεί και από τους ηγέτες της ΕΕ στη συνεδρίαση με τηλεδιάσκεψη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μετά από λίγες μέρες. Όσον αφορά στον ΕΜΣ, επισήμανε ότι μπορεί να χορηγήσει πίστωση στα κράτη-μέλη μέχρι 2% του ΑΕΠ τους, με όρους που σχετίζονται μόνο με την αντιμετώπιση του κορονοϊού, δηλαδή τα χρήματα αυτά να πηγαίνουν τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την αντιμετώπιση του κορονοϊού, και δεν συνδέεται με άλλες προϋποθέσεις μνημονιακής λογικής. Σημείωσε δε ότι: «Πρέπει να κάνουμε συνετή χρήση των διαθέσιμων του Κράτους, προκειμένου να καλύψουμε όσους έχουν ανάγκη, αλλά ταυτόχρονα να μην διαταράξουμε την εμπιστοσύνη που με τόσο κόπο χτίσαμε το προηγούμενο διάστημα στις αγορές», θέλοντας να στείλει ένα μήνυμα δημοσιονομικής υπευθυνότητας από πλευράς της Αθήνας.

Κληθείς τέλος να σχολιάσει τις δηλώσεις της προέδρου της Κομισιόν Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, η οποία κάλεσε τους Ευρωπαίους να μη βιαστούν να κλείσουν τις καλοκαιρινές τους διακοπές, ο κ.Πέτσας επισήμανε ότι είναι πολύ πρόωρο να πει κανείς πώς θα εξελιχθεί η μάχη κατά του κορονοϊού, υπενθύμισε ότι ένα από τα μέτρα που προωθεί η κυβερνηση με τη σημερινή ΠΝΠ είναι η χορήγηση Voucher σε όσους έχουν κάνει προκρατήσεις, ώστε να μη χάσουν τα χρήματά τους και να κάνουν τις διακοπές τους ακόμη και αργότερα αν χρειαστεί, ενώ όσον αφορά την τουριστική περίοδο αυτή καθαυτή , σημείωσε ότι οι μεσογειακές χώρες όπως η Ελλάδα έχουν ήδη πληγεί όσον αφορά στον τουρισμό του Απριλίου και του Μαΐου, υπενθύμισε ότι η κυβέρνηση ήδη έχει αποφασίσειμέτρα στήριξης της οικονομίας αν χρειαστεί και το Μάιο και τον Ιούνιο και πρόσθεσε: «Από εκεί και πέρα είναι πολύ νωρίς να πει κανείς τι θα γίνει. Αυτό που είναι βέβαιον, είναι ότι θα είμαστε έτοιμοι να ενισχύσουμε τον τουριστικό κλάδο, ώστε να μην πληγεί τόσο όσο θα μπορούσε να έχει πληγεί».