Σοβαρά προβλήματα μπορεί να προκαλέσει στην Ελλάδα υπό συνθήκες η Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία έχει στοιχεία που θα έπρεπε να έχουν εξεταστεί πιο διεξοδικά, υποστηρίζει ο καθηγητής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Μιχάλης Τσινισιζέλης, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο newsbeast.gr.

Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Κάλτσα

«Το όλο ζήτημα είναι πραγματικά πολύ σημαντικό θέμα και το γεγονός ότι υπάρχει μία διαφωνία μεταξύ δύο κρατών που κρατάει 25 χρόνια, αυτό επιβεβαιώνει και τη σημασία του προβλήματος. Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, ο κ. Κοτζιάς, είχε πει κάποια στιγμή ότι το πρόβλημα με τη FYROM έχει κακοφορμίσει. Και επειδή έχει κακοφορμίσει θα πρέπει να έχουμε τη γενναιότητα, ή εν πάση περιπτώσει τη διάθεση, να προσπαθήσουμε να το αντιμετωπίσουμε με κάποιο τρόπο. Όταν επί 25 χρόνια δεν υπάρχει καμία διαφοροποίηση σε κανένα από τα ζητήματα τα οποία έχουν δημιουργηθεί με βάση, κατ’ αρχήν τουλάχιστον, το ζήτημα της ονομασίας, αυτό δεν έγινε διότι υπήρχε ένα έλλειμμα ευφυίας ή ήταν ανίκανη η πολιτική ηγεσία και δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει. Εμείς είχαμε ορισμένες κόκκινες γραμμές και εκείνοι είχαν επίσης. Και έπρεπε με κάποιον τρόπο αυτές οι κόκκινες γραμμές να αποτελέσουν ένα αντικείμενο συμβιβασμού» τονίζει ο κ. Τσινισιζέλης, ο οποίος στη συνέχεια αναφέρεται στο ζήτημα της ένταξης της γείτονος χώρας στο ΝΑΤΟ:

«Το ερώτημα είναι βέβαια αν αυτός ο συμβιβασμός, ο οποίος έγινε τελικά, είναι προς όφελός μας ή είναι ένας συμβιβασμός ο οποίος, όπως είναι τουλάχιστον διατυπωμένος και όπως έχει δημιουργηθεί πλέον η εικόνα μετά και τις τροποποιήσεις του Συντάγματος της FYROM, της Βόρειας Μακεδονίας πλέον, είναι αυτό το οποίο θα ονομάζαμε έντιμος συμβιβασμός. Εκεί υπάρχουν διάφορα προβλήματα. Το ένα πρόβλημα, το οποίο δεν αναφέρεται, αλλά υπάρχει στο παρασκήνιο, είναι ότι είναι μια προϋπόθεση, τουλάχιστον από την πλευρά της Ελλάδας, ώστε να μπορέσει να δεχθεί την έκκληση των Σκοπίων να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και αργότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο θέμα του ΝΑΤΟ, αν υποθέσουμε ότι όντως κυρώνεται η συμφωνία στη Βουλή, που φαίνεται ότι είναι πολύ πιθανόν να υπάρχει μία πλειοψηφία έστω και οριακή, αν γίνει η ένταξη αυτό σημαίνει ότι η Βόρεια Μακεδονία πλέον θα είναι μία σύμμαχος χώρα. Μία σύμμαχος χώρα, και καταλήγω στη βασική μου αντίρρηση, είναι και η Τουρκία. Και με την Τουρκία είμαστε τόσα χρόνια μαζί στο ΝΑΤΟ, αλλά αυτό δεν την έχει αποτρέψει από το να απειλεί κατά καιρούς σε διάφορα ζητήματα τα οποία άπτονται των ελληνοτουρκικών σχέσεων».

Ο καθηγητής μιλάει για τα προβλήματα που μπορεί η Συμφωνία των Πρεσπών να φέρει σε μία μελλοντική συγκυρία, εκφράζοντας την ανησυχία του συγκεκριμένα για το Άρθρο 36 του Συντάγματος της ΠΓΔΜ, στο οποίο το όνομα Μακεδονία δεν έχει δώσει τη θέση του στο Βόρεια Μακεδονία:

«Με το παράδειγμα της Τουρκίας θέλω να πω ότι αν υπάρχει μία διάθεση και μία πολιτική ατζέντα και αν υπάρχουν και οι κατάλληλες πολιτικές ισορροπίες, οι συμφωνίες αυτές και μάλιστα οι συμφωνίες που εμπεριέχουν και διατάξεις οι οποίες αναφέρονται σε ταυτότητες, κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι ένα χρήσιμο διπλωματικό εργαλείο. Κοντολογίς μία συμφωνία τέτοιου είδους ή μία αναθεώρηση του Συντάγματος της άλλης πλευράς δεν λύνει το πρόβλημα με κάποιον πειστικό τρόπο. Δεν μας δημιουργεί εμάς τις εγγυήσεις ότι θα υπάρξει ένα πλαίσιο αμοιβαίας κατανόησης και ειρηνικής συνύπαρξης από εδώ και πέρα. Ότι δεν φαίνεται η Βόρεια Μακεδονία να είναι μία χώρα η οποία δημιουργεί έναν άμεσο και υπαρκτό κίνδυνο για την Ελλάδα, προφανώς ισχύει. Αλλά οι συγκυρίες αλλάζουν. Αυτό είναι μία λύση η οποία δίνεται τώρα επειδή υπάρχει μια κατάλληλη συγκυρία και στις δύο χώρες. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα υπάρχει και μετά από 10 χρόνια. Άρα λοιπόν χρειαζόμαστε ένα πλαίσιο, μια συμφωνία, η οποία θα δίνει σε εμάς τουλάχιστον και σε εκείνους προφανώς, τις απαραίτητες εγγυήσεις που χρειαζόμαστε προκειμένου να δεχθούμε αυτό που κάνει αυτή η συμφωνία. Και εγώ αναφέρομαι και επιμένω στη διατύπωση του άρθρου 36. Δεν ξέρω γιατί, δεν έχω καταλάβει, και με τις ελάχιστες γνώσεις που έχω αντιλαμβάνομαι ότι η διατύπωση του άρθρου 36, αν υπάρχει μια κατάλληλη πολιτική συγκυρία, μπορεί να δημιουργήσει καταστάσεις οι οποίες δεν θα είναι ευχάριστες για την ελληνική πλευρά».

Ο κ. Τσινισιζέλης εξηγεί την αντίθεσή του στον τρόπο που το ελληνικό ΥΠΕΞ διαχειρίστηκε το ζήτημα:

«Μην με παρεξηγήσετε. Δεν είμαι ούτε ποτέ ήμουν ένας που να εκπροσωπεί μια εθνικιστική πλευρά στην Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά όμως προσπαθώ να αντιμετωπίσω αυτή τη συμφωνία με βάση τις λίγες γνώσεις που διαθέτω. Έπρεπε να είχε επιμείνει το υπουργείο Εξωτερικών στην αλλαγή του άρθρου 36. Να σας πω κάτι, διαβάστε το άρθρο. Η χρησιμότητά και η σκοπιμότητα για την οποία βρίσκεται στο Σύνταγμα της Βόρειας Μακεδονίας είναι εξαιρετικά συζητήσιμη. Δεν προσθέτει κάτι. Μετά τις αναθεωρήσεις, έχει ενδιαφέρον αυτό, όπως ψηφίστηκε από τη Βουλή των Σκοπίων, άλλαξε η ονομασία σε όλο το Σύνταγμα εκτός από το άρθρο 36. Ένας κακόπιστος αναλυτής θα μπορούσε να πει ότι αυτό που λέει στην πραγματικότητα το άρθρο 36 και το αποδέχεται η ελληνική πλευρά, είναι ότι δεχόμαστε εμείς την ύπαρξη μίας μακεδονικής εθνότητας. Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο βήμα για την ελληνική πλευρά. Μπορώ να καταλάβω ότι για να πάρεις κάτι θα πρέπει να δώσεις κάτι όταν κάνεις μια διαπραγμάτευση. Αλλά αυτό το οποίο δίνει η ελληνική πλευρά δεν το έχει ξανακάνει ποτέ. Δεν έχει ξανατεθεί ποτέ αυτό το ζήτημα».

Ο καθηγητής προχωρά και σε μία κριτική για το πώς έχει διαχειριστεί η ελληνική πολιτική ηγεσία το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ μέχρι στιγμής:

«Εμείς αυτό που συζητούσαμε, με τα λάθη μας όλα αυτά τα χρόνια, γιατί εγώ θα σας πω ότι έπρεπε να είχαμε δεχθεί ενδεχομένως το πακέτο Πινέιρο από την αρχή της ιστορίας και να είχαμε ξεμπερδέψει με αυτό το πράγμα, δεν ήταν ποτέ η αναγνώριση μακεδονικής εθνότητας. Είχαμε μείνει στο θέμα της ονομασίας με γεωγραφικούς προσδιορισμούς erga omnes. Αυτή ήταν η βασική τοποθέτηση της Ελλάδας. Αλλά όταν έρχεσαι και λες ότι υπάρχουν στην πραγματικότητα δύο εθνότητες, μία σε αυτό το οποίο ονομάζεται Βόρεια Μακεδονία και μια άλλη σε αυτό που ονομάζεται ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας, και μάλιστα δίνεις και το όνομα Βόρεια Μακεδονία στους μεν εξυπακούεται ότι το θέμα θα πάει στο να μιλάνε κάποιοι για Νότια Μακεδονία. Δημιουργείς μόνος σου ένα ζήτημα το οποίο έχει αλυτρωτικές προεκτάσεις. Όποια χώρα και να κοιτάξεις που έχει αντίστοιχα προβλήματα παγκοσμίως θα δεις ότι είναι έτσι: Βόρεια Κορέα και Νότια Κορέα, Βόρεια Υεμένη και Νότια Υεμένη».

Ο κ. Τσινισιζέλης κάνει και μια εκτίμηση για τους περαιτέρω κινδύνους που «κρύβει» η Συμφωνία των Πρεσπών:

«Ακόμη και η επιλογή της ονομασίας, ίσως επειδή το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών ήθελε να δώσει μια καινούργια αίσθηση ανάγνωσης στο πρόβλημα, απέφυγε να επιμείνει ενδεχομένως στο θέμα του ονόματος; Μπορεί δεν το ξέρω. Αλλά ακόμη και η επιλογή του ονόματος δεν είναι η καλύτερη δυνατή. Θα μπορούσαμε να βάλουμε Νέα Μακεδονία ή ο,τιδήποτε. Κάτι το οποίο να απομακρύνει λίγο από την όποια αλυτρωτική διάθεση. Σε τελευταία ανάλυση ανεξαρτήτως των συνταγματικών επιταγών και ανεξαρτήτως των περιεχομένων των διατάξεων των συνταγμάτων, αν υπάρχουν πραγματικές προϋποθέσεις για τη λειτουργία μιας αλυτρωτικής διάθεσης αυτή θα δημιουργηθεί. Δηλαδή το γεγονός ότι έχουμε βάλει αυτές τις διατάξεις δεν σημαίνει ότι οι Αιγαιάτες πληθυσμοί οι οποίοι μετακινήθηκαν προς τη Βόρεια Μακεδονία θα σταματήσουν να μιλάνε για χαμένες πατρίδες. Δεν γίνεται αυτό το πράγμα. Η συζήτηση περί ταυτοτήτων σε μία διεθνή συνθήκη είναι ατελέσφορη και αλυσιτελής. Μπορεί ανά πάσα στιγμή να ερμηνευθεί με όποιον τρόπο θέλει ο καθένας. Δεν μας λύνει το πρόβλημα. Αντιθέτως μας δημιουργεί πρόβλημα, διότι αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει μακεδονική εθνότητα».

Όσο για τις τυχόν ευθύνες της ελληνικής κυβέρνησης και για τον διεθνή παράγοντα, ο κ. Τσινισιζέλης επισημαίνει:

«Δεν μπορώ να καταλογίσω ούτε σκοπιμότητα ούτε προχειρότητα στην ελληνική κυβέρνηση. Αυτό το οποίο μπορώ να ερμηνεύσω είναι όλη αυτή η συζήτηση που γινόταν και γίνεται ακόμη για τον ανταγωνισμό μεταξύ της Δύσης χονδρικά, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ με τη Ρωσία για τη διείσδυση στα δυτικά Βαλκάνια συνολικά. Και γι’ αυτό υπάρχει η συζήτηση που έχει ξεκινήσει εδώ και μερικά χρόνια, η οποία προς το παρόν προχωράει με πολύ αργούς ρυθμούς με εξαιρέσεις, για την ενδεχόμενη ένταξη των δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ. Αυτό έχει τοποθετηθεί γύρω στο 2025 με 2030. Το ίδιο ακριβώς ζήτημα είχαμε αντιμετωπίσει με τη μεγάλη διεύρυνση της ΕΕ το 2004, όταν θεωρήθηκε ότι έπρεπε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης να εντάξουμε τις χώρες αυτές του παλιού Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Ευρώπη για να μην έχουμε θύλακες αστάθειας στα σύνορά μας. Αλλά έχω την αίσθηση ότι αυτό μπορεί να έχει και ένα στοιχείο υπερβολής. Δεν έχω την αίσθηση της αμεσότητας των κινδύνων που πολλές φορές έχουν οι εταίροι μας έχουν επικαλεστεί σε σχέση με τη ρωσική, την τουρκική, την κινεζική ή τη σαουδαραβική διείσδυση στον χώρο των Βαλκανίων. Αλλά δεν είμαι τόσο βέβαιος ότι μία λύση διαφορετική ή αν επιμέναμε εμείς στα ζητήματα, όπως αυτό του 36, και θα έπαιρνε αναγκαστικά περισσότερο χρόνο, θα δημιουργούσε εντονότερους κινδύνους. Δεν το νομίζω».

Και πώς φτάσαμε στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα;

«Έχω την αίσθηση ότι πολλοί κινήθηκαν στη λογική ότι τώρα γρήγορα να τελειώνουμε, τώρα που υπάρχει η ευκαιρία. Είναι κρίμα που στην Ελλάδα δεν κάναμε μια συζήτηση για το θέμα αυτό. Μια μεγάλη συζήτηση ή τουλάχιστον μια θεσμική συζήτηση για αυτό το θέμα. Ας πούμε αν γινόταν ένα συμβούλιο πολιτικών αρχηγών. Είναι ένα πρόβλημα που μας απασχολεί εδώ και 25 χρόνια. Είμαι βέβαιος ότι αν είχε γίνει κάτι τέτοιο ενδεχομένως η λύση η οποία θα είχε προτιμηθεί θα ήταν πολύ καλύτερη και δεν θα εγκυμονούσε κινδύνους. Ή τουλάχιστον δεν θα εγκυμονούσε κινδύνους με βάση τη δική μου αντίληψη για την κατάσταση».