Καθώς η Μέση Ανατολή έχει εισέλθει σε μια νέα περίοδο αποσταθεροποίησης με επίκεντρο τις συγκρούσεις στη Γάζα, την ένταση στον Λίβανο και στη Συρία και την απρόβλεπτη δυναμική των στρατιωτικών σχέσεων μεταξύ Ιράν και Ισραήλ, συμπεριλαμβανομένης και της εμπλοκής των ΗΠΑ, διαμορφώνεται ένα ρευστό περιφερειακό περιβάλλον που προσελκύει την προσοχή των διεθνών δρώντων.

Σε αυτό το πλαίσιο, αρκετοί αναλυτές εκφράζουν ανησυχίες πως η Τουρκία, ιστορικά ευέλικτη στη διαχείριση ευκαιριών εντός κρίσεων, μπορεί να επιχειρήσει να μεταφέρει μέρος της πίεσης προς δυσμάς -προς την Ελλάδα, δηλαδή- με στόχο την προώθηση μακροχρόνιων στρατηγικών της επιδιώξεων, τη δημιουργία τετελεσμένων και την ενίσχυση της επιρροής της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, κάτι που κάνει την Αθήνα να βρίσκεται σε εγρήγορση.

Νέο κύμα αποσταθεροποίησης στη Μέση Ανατολή και η τουρκική «ευελιξία»

Κι αυτό γιατί η Τουρκία έχει αποδείξει επανειλημμένα στο παρελθόν τη διάθεση (και ενίοτε την ικανότητά της) να παρεμβαίνει και να κεφαλαιοποιεί περιφερειακές κρίσεις, είτε πρόκειται για τη Συρία, είτε για τη Λιβύη, είτε για το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Σε περιόδους όπου η διεθνής προσοχή αποσπάται εξαιτίας των πολεμικών μετώπων ή ενδοσυμμαχικές εντάσεις, η Άγκυρα δείχνει να θεωρεί πως υπάρχει μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων εκ μέρους της, καθώς μειώνεται ο κίνδυνος άμεσων διπλωματικών επιπτώσεων ή σκληρών αντιδράσεων.

Αυτή την περίοδο λοιπόν, με το ενδιαφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών στραμμένο σχεδόν αποκλειστικά στην προστασία του Ισραήλ και τη διαχείριση των σχέσεών τους με το Ιράν και τις σιιτικές πολιτοφυλακές σε Ιράκ και Συρία, η Τουρκία μπορεί να θεωρήσει ότι η γεωστρατηγική σημασία του Αιγαίου υποβαθμίζεται προσωρινά στην ατζέντα της Δύσης. Αυτό ενδέχεται να δώσει στη γείτονα χώρα το απαραίτητο «παράθυρο ευκαιρίας» για να επαναφέρει στο προσκήνιο παγιωμένες αξιώσεις και να δημιουργήσει τετελεσμένα που, υπό άλλες συνθήκες, θα προκαλούσαν έντονη αντίδραση.

Οι ενδεχόμενοι τρόποι εκδήλωσης μιας τέτοιας στρατηγικής δεν είναι καινοφανείς: θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την αναζωπύρωση της ρητορικής περί αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, την αύξηση των στρατιωτικών υπερπτήσεων πάνω από ελληνικά νησιά, ακόμα και την έξοδο ερευνητικών σκαφών ή πολεμικών πλοίων σε περιοχές όπου η Ελλάδα διατηρεί κυριαρχικά δικαιώματα. Η τουρκική ηγεσία γνωρίζει καλά ότι μια τέτοια πρόκληση, σε συνθήκες διεθνούς απορρόφησης, ενδέχεται να μην τύχει της ίδιας δημοσιότητας ή διεθνούς πίεσης όπως σε άλλες χρονικές περιόδους.

Παράλληλα, δεν πρέπει να υποτιμάται επίσης ο εσωτερικός παράγοντας: με μια τουρκική οικονομία που εξακολουθεί να βρίσκεται υπό πίεση, τον πληθωρισμό να «ροκανίζει» το πολιτικό κεφάλαιο του Ταγίπ Ερντογάν (αν και έχει πέσει λίγο κάτω από το… 40% όταν στη χώρα μας κινείται στο 3,3%) και τις δημοτικές εκλογές της περασμένης άνοιξης να έχουν επιφέρει ηχηρό πλήγμα στο κυβερνών κόμμα που έχασε τους τρεις μεγάλους δήμους (Κωνσταντινούπολης, Άγκυρας και Σμύρνης), η χρήση της εξωτερικής πολιτικής ως μέσο εσωτερικής συσπείρωσης είναι ένα σενάριο που δεν μπορεί να αποκλειστεί. Η κατασκευή ενός «εξωτερικού εχθρού» -με την Ελλάδα ως τον πιο προσβάσιμο και «δοκιμασμένο» στόχο- έχει άλλωστε επανειλημμένα λειτουργήσει στην τουρκική πολιτική κουλτούρα ως μέθοδος ενίσχυσης της εθνικής ενότητας και μετάθεσης της κοινωνικής δυσαρέσκειας.

Η Ελλάδα προετοιμάζεται σε όλα τα επίπεδα για πιθανές προκλήσεις

Πολεμικό ναυτικό

Απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο, η ελληνική πλευρά πάντως επιδεικνύει ετοιμότητα, τόσο στρατιωτική όσο και διπλωματική. Η ενίσχυση των στρατηγικών σχέσεων με τη Γαλλία, τις ΗΠΑ, αλλά και με δυνάμεις της περιοχής όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ, προσφέρει μια ασπίδα αποτροπής, που συνοδεύεται από συνεχή εγρήγορση.

Η Αθήνα θα αποφύγει, ιδίως αυτή την περίοδο, να πέσει στην παγίδα της κλιμάκωσης χωρίς λόγο. Η διατήρηση της ψυχραιμίας, αλλά και της αποφασιστικότητας, είναι βασικό στοιχείο στην αποτροπή μιας πιθανής τουρκικής προβοκάτσιας.

Γνώστες των ελληνοτουρκικών σχέσεων σημειώνουν πως, στην παρούσα συγκυρία, η γείτονα δεν μπορεί να προβεί σε μια μετωπική σύγκρουση, αλλά είναι πιθανό να επιδοθεί σε έναν «πόλεμο φθοράς» σε επίπεδο δηλώσεων, διπλωματικών κινήσεων και στρατιωτικών κινήσεων χαμηλής έντασης, με στόχο τη δημιουργία μιας νέας «κανονικότητας» στο Αιγαίο.