Από μία άποψη η καριέρα του Aleix Espargaro είναι αντιπροσωπευτική εκείνης εκατοντάδων ή χιλιάδων άλλων ελπιδοφόρων οδηγών που παλεύουν με τα χίλια κύματα να αποδείξουν ότι αξίζουν μια ευκαιρία για να αναδείξουν το ταλέντο τους.

Αυτό που την κάνει ξεχωριστή, είναι ότι ο Aleix κατάφερε να ξεφύγει από την κοινή τους μοίρα και συνάντησε την ευκαιρία του. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους δεν βρίσκουν ποτέ τον δρόμο και μετά από λίγα χρόνια γλιστρούν στην αφάνεια και χάνονται.

O Aleix Espargaró είναι η «Αποκάλυψη» της νέας κατηγορίας OPEN και στις δοκιμές του χειμώνα θάμπωσε τους πάντες με την ταχύτητά του πάνω στη Yamaha M1 Open. Είναι να αναρωτιέται κανείς γιατί η καριέρα του ήταν μέχρι σήμερα τόσο δύσκολη και μουντή…

Φέτος το χειμώνα ο νέος στην ομάδα NGM Forward Racing Espargaró βρέθηκε στο στόμα όλων. Κατά τα δύο τριήμερα δοκιμών στην πίστα Sepang έκανε τον 4ο καλύτερο χρόνο και μετά πάλι στις δοκιμές του Κατάρ -όπου οι 6 εργοστασιακοί αναβάτες απουσίαζαν-, ήταν ταχύτερος όλων!

Κράτησε πίσω του ακόμη και τον πιο «φανταχτερό» αδερφό του, Pol, που οδηγεί την εργοστασιακή Μ1 της Tech3, μια καλύτερη μοτοσυκλέτα.

Ο μεγάλος των αδερφών Espargaro είναι ήδη διπλός παγκόσμιος πρωταθλητής. Δυστυχώς ο τίτλος αφορά τη νεκρή ήδη υποκατηγορία CRT και η επιτυχία του ήταν πάντα στην σκιά των εργοστασιακών πρωταγωνιστών των MotoGP. Η CRT ήταν ο φτωχός συγγενής «από το χωριό» που απλά ανεχόμαστε λόγω των οικογενειακών «πρέπει».

Ωστόσο μέχρι να φτάσει ως την κορυφή της CRT, ο πάντα γελαστός Ισπανός είχε μια καριέρα γεμάτη σκαμπανεβάσματα και δυσκολίες. Ενώ ο μικρότερος Pol οδηγούσε πάντα τις καλύτερες μοτοσυκλέτες για τις καλύτερες ομάδες, ο Aleix συχνά οδηγούσε σαν αντικαταστάτης ενός τραυματισμένου αναβάτη, ή για τις πιο φτωχές ομάδες.

Όμως οδηγώντας τα «κουρέλια» των GP μαθαίνεις πολλά για το πως να χειρίζεσαι μια αγωνιστική μοτοσυκλέτα. Και τώρα ήρθε η ώρα να χρησιμοποιήσει όλη αυτή τη γνώση προς όφελός του.

Γεννημένος στις 30 Ιουλίου 1989, έλαβε μέρος στον πρώτο του αγώνα, ένα enduro για παιδιά, το 1993. Το 1999, σε ηλικία 10 ετών, κατέκτησε τον πρώτο του τίτλο, Πρωταθλητής mini Enduro της Καταλονίας. Την επόμενη χρονιά άρχισε να οδηγεί σε αγώνες ταχύτητας. Το 2001 κατέκτησε το Κύπελο Rieju Supermotard της Καταλονίας και Ισπανίας.

Το 2002 έκανε το ντεμπούτο του στο Πρωτάθλημα της Καταλωνίας, συμμετέχοντας στα 125 κ.εκ. Έτρεξε με την ομάδα TJT Racing και τερμάτισε 5ος. Το 2003 έγινε ο νεότερος αναβάτης που στέφθηκε ποτέ Πρωταθλητής Ισπανίας στα 125. Η επιτυχία αυτή του απέφερε μια θέση στο World Cup.

Το 2005 οδήγησε για την ομάδα Seedorf RC3, η οποία ανήκε στους διεθνείς ποδοσφαιριστές Clarence Seedorf και Roberto Carlos. Ήταν η πρώτη και τελευταία πλήρης του σαιζόν στα GP125. Το 2006 ξεκίνησε πάλι στα 125 με την ομάδα BQR, όμως από τον αγώνα του Assen και μετά ανέβηκε στα GP250.

To 2007 και το 2008 ήταν πολύ δύσκολες χρονιές. Το 2007 ο Aleix βρέθηκε να οδηγεί για πρώτη φορά στην καριέρα του μοτοσυκλέτα που δεν ήταν Honda, μία ιδιωτική Aprilia της Ομάδας Blusens.

Ο Roland Kern, πρώην μηχανικός της ομάδας με τον οποίο μάλιστα το 2007 είχε συμμετάσχει και ο Stefan Bradl στο ισπανικό πρωτάθλημα, θυμάται τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο Ισπανός.

«Πρώτα οδήγησε την Aprilia ο Arturo Tizon, αλλά ήταν πολύ αργός, δεν μιλούσε αγγλικά και δεν άντεχε την πίεση. Από το Essen και μετά αντικαταστάθηκε από τον Efren Vazquez. Ο Aleix οδηγούσε το την εργοστασιακή RS αλλά της προηγούμενης χρονιάς, η οποία στις χειμερινές δοκιμές πριν την έναρξη της σαιζόν είχε τρομάξει τον Pablo Nieto με τη δύναμή της. Όταν κατέβηκε μετά από 4 γύρους, τα χέρια του έτρεμαν!»

Όμως ο Aleix έμπλεξε, γιατί επέκρινε τον αρχιμηχανικό του ότι δεν μπορούσε να φέρει βόλτα τη μοτοσυκλέτα. Σαν «τιμωρία» τον έστειλαν με την ιδιωτική Aprilia να τρέξει στο Donington έχοντας υπερβολική πίεση στα λάστιχα, με αποτέλεσμα να μην έχει καθόλου πρόσφυση.

Ωστόσο καταγοητεύτηκε από το πόσο ολοκληρωμένη ήταν η μοτοσυκλέτα. Στον αγώνα της Sepang είχε ήδη βρει τα χούγια της και στον τελευταίο γύρο της χρονιάς ο Aleix βρισκόταν στην 11η θέση, όταν είδε τον Andrea Dovizioso να πέφτει ενώ ήταν 2ος.

Ανέβασε ρυθμό, οδήγησε στο τελευταίο τμήμα της πίστας ταχύτερα από κάθε άλλον, τον πρόλαβε και τον πέρασε. Εκείνη η 10η θέση, ανάμεσα σε 15 εργοστασιακές μοτοσυκλέτες, ήταν για την ομάδα του σαν νίκη.

Το 2008 ο Aleix οδήγησε για τον ομάδα Lotus πάλι μιαν ιδιωτική Aprilia. Αναδείχθηκε καλύτερος ιδιώτης αναβάτης, τερματίζοντας 12ος στη βαθμολογία. Παρόλα αυτά, το 2009 δεν βρήκε συμβόλαιο. Στον πρώτο αγώνα, στο Κατάρ, δεν πήρε μέρος.

Μη βρίσκοντας ομάδα, αποφάσισε να συμμετάσχει στο ισπανικό πρωτάθλημα Μoto2. Στο Assen και το Sachsenring αντικατέστησε τον Balázs Németh στην Ομάδα Balatonring (GP250), αποσπώντας μια 4η και στη συνέχεια μια 7η θέση.

Τον Αύγουστο η Pramac Ducati του πρόσφερε τη θέση του Mika Kallio που είχε φύγει για να αντικαταστήσει τον Casey Stoner στην εργοστασιακή ομάδα Ducati. Φυσικά δέχτηκε και έτσι έγινε ο νεότερος αναβάτης που οδήγησε ποτέ στη μεγάλη κατηγορία.

Μετά από αυτό ο Ισπανός εξασφάλισε μια θέση στην ομάδα Pramac και το 2010. Τερμάτισε 14ος στη βαθμολογία, μαζεύοντας με τη δύστροπη Desmosedici 65 βαθμούς. Τη επόμενη χρονιά αναγκάστηκε να κατέβει πάλι κλάση, γιατί η Pramac άλλαξε τακτική, προτιμώντας να προσλάβει τους πιο έμπειρους Loris Capirossi και Randy de Puniet.

Οπότε και πάλι για τον Espargaro οι πόρτες της μεγάλης κατηγορίας έκλεισαν. Αγωνίστηκε με την Ομάδα Team Pons Racing στη Moto2. Στον αγώνα της Βαρκελώνης ανέβηκε για πρώτη φορά στο βάθρο ενός GP. Εκείνη τη χρονιά τερμάτισε 12ος.

Έπειτα ήρθε η ώρα του. Η δημιουργία της κατηγορίας CRT του έδωσε την ευκαιρία να αναδείξει το ταλέντο του. Οδηγώντας με απόλυτη αφοσίωση, με ελεγχόμενα ρίσκα και απίστευτο έλεγχο την Aprilia ART, αναδείχθηκε τη διετία 2012-2013 πρωταθλητής της κατηγορίας.

Τα υπόλοιπα είναι γνωστά και θα τολμήσουμε να πούμε ότι τα καλύτερα έπονται…