Διαβάσαμε στο Πρώτο Θέμα: «Ο Σωκράτης Γκιόλας, ο «Σωκ», όπως τον αποκαλούσαν οι στενοί συνεργάτες του, γεννήθηκε στην πόλη Κουξχάφεν της πρώην Δυτικής Γερμανίας στις 13 Φεβρουαρίου 1973. Έκανε τα πρώτα του βήματα εκεί στις νοτισμένες από την υγρασία περιοχές της Κάτω Σαξονίας που ποτίζει ο Έλβας προτού εκβάλλει στη Βόρεια Θάλασσα.
Ως το μικρότερο παιδί μιας οικογένειας μεταναστών με καταγωγή από την Αιτωλοακαρνανία, δεν διατηρούσε έντονες αναμνήσεις από τη γενέθλια γερμανική πόλη του και σπανίως μιλούσε γι αυτήν. Εξάλλου, την εγκατέλειψε νωρίς, όταν ήταν μόλις 6 χρόνων, προτού καλά καλά πάει σχολείο.
Στις αρχές τις δεκαετίας του ’80 μαζί με τα τέσσερα αδέλφια του, τον Περικλή, την Ευαγγελία, τον Νίκο και τον Σωτήρη, και τη μητέρα τους Κατερίνα –στην οποία είχε ιδιαίτερη αδυναμία ο Σωκράτης- επέστρεψαν στην Ελλάδα δίχως δραχμή στην τσέπη.
Τα παιδικά χρόνια του Σωκράτη στην Αθήνα ήταν δύσκολα, καθώς συντονίζονταν στον σκληρό αγώνα της επιβίωσης. Μετά το πρώτο σάστισμα η πολύτεκνη οικογένεια, με αξιοπρέπεια που περιχαράκωνε τη συμπόνια των «ξένων», βάδισε άμεσα στο μονοπάτι της καθημερινής βιοπάλης. Για να εξασφαλίζουν τα προς το ζην όλοι μαζί, μάνα και ανήλικα παιδιά, πουλούσαν σκόρδα και σφουγγάρια σε πάγκο στη λαϊκή αγορά. Αρχικά στην Ηλιούπολη και αργότερα σε άκρες και άλλων λαϊκών αγορών της Αθήνας, δούλευαν αγόγγυστα χωρίς ίχνος παραπόνου και οργής για τις δυσκολίες της ζωής. «Έχει ο Παντοδύναμος», έλεγε η μάνα διαπαιδαγωγώντας τα παιδιά σύμφωνα με τις αξίες της τίμιας εργασίας. Δουλειά –σχολείο –σπίτι ήταν το μόνιμο δρομολόγιο του μικρού Σωκράτη, ενώ στα «διαλείμματα» μαζί με τον αδελφό του Περικλή πουλούσαν την «Αυριανή» του Κουρή, η οποία για ένα διάστημα είχε προβλήματα διανομής στους δρόμους γύρω από τη Βαρβάκειο Αγορά. Τσόνταραν έτσι κάποια «έξτρα» στο πενιχρό εισόδημα της οικογένειας στο οποίο συνέβαλε ενίοτε και η φιλανθρωπία της Εκκλησίας. Αυτή τη συγκινητική αλληλεγγύη για την Εκκλησία δεν την ένιωθε σαν χρέος, αλλά σαν γαλήνια αγκαλιά που φιλοξενούσε απαλά τα όνειρα ενός παιδιού που μεγάλωνε σε μια συννεφιασμένη πραγματικότητα.
Για πολλά χρόνια ζούσε με την οικογένειά του σε ένα παλιό σπίτι που νοίκιαζαν στην Ηλιούπολη, με τη στέγη του να μπάζει νερό και την πόρτα μισοσπασμένη. Κι όμως, δεν ένιωθε παρακατιανός στις συνθήκες διαβίωσης που του είχε επιβάλει η οικονομική απελπισία. Πράος, σχεδόν στωικός, αυτοσαρκαζόταν χαμογελαστός με εκείνη τη μεγαλειώδη ολοκλήρωση που του είχε προσφέρει η αυτογνωσία. Κάθε φορά που έβρεχε μάλιστα και ήταν στη δουλειά, καλυπτόταν με σακούλες και πήγαινε με το μηχανάκι του στο σπίτι για να βάλει μια λεκάνη ώστε να μαζεύονται εκεί τα νερά. Αλλά δεν διαμαρτυρόταν. Απλώς αστειευόταν. «Πάλι πρέπει να πάω στο σπίτι γιατί θα πλημμυρίσουμε».

Από το 1986 ο Σωκράτης και ο Περικλής στράφηκαν στον αθλητισμό. Αυτός έκανε βάδην και ο αδελφός του έγινε δρομέας. Κατάφερε να μπει στην εθνική ομάδα και να γίνει πρωταθλητής Παίδων και Εφήβων. Ο στίβος ήταν η ζωή του. Ένας σοβαρός τραυματισμός στάθηκε η αιτία για να σταματήσει αιφνιδίως τον αθλητισμό. Απογοητεύτηκε, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Ήταν πεισματάρης και ποτέ δεν τα παρατούσε εύκολα. Κατάφερε να κάνει το χόμπι του επάγγελμα και να περνάει και πάλι αμέτρητες ώρες με τους αγαπημένους του φίλους μέσα στο γήπεδο –ως δημοσιογράφος αυτή τη φορά.

Αρχές του 1990, μοίραζε τον χρόνο του ανάμεσα στη δουλειά στις λαϊκές αγορές και τις σπουδές του στο Εργαστήρι Δημοσιογραφίας. Με το μεροκάματο πλήρωνε τη σχολή του. Στην αρχή της καριέρας του εργάστηκε στο Radio Club –έναν ραδιοφωνικό σταθμό μικρής εμβέλειας. Εκεί παρουσίαζε αθλητικές προσωπογραφίες και πήρε συνεντεύξεις από τον Φάνη Χριστοδούλου και τον Παναγιώτη Γιαννάκη. Στη συνέχεια οι συνεντεύξεις του αναδημοσιεύτηκαν στην ιταλική εφημερίδα «Gazzetta delo Sport» -κατόρθωμα για ένα πιτσιρικά που πρωτοάφηνε αμυδρά χνάρια στην άμμο της δημοσιογραφίας. Στα 18 του χρόνια ο προπονητής του Περικλή κ.Σπήλιος Ζαχαρόπουλος τον συστήνει στον τότε εκδότη της εφημερίδας «Ώρα για Σπορ». Με πρώτο μισθό 1.500 δραχμές, ένιωθε σαν να ψήνεται από πυρετό ευημερίας… Ήταν μια «τακτοποίηση» που θα βοηθούσε και το σπίτι. Μαθημένος στις βαριές δουλειές, έπεσε με τα μούτρα στο χαρτί. Ο εκδότης της «Ώρας» Ευάγγελος Σέμπος τον συμπαθούσε και αναγνώρισε γρήγορα τη δουλειά του, με αποτέλεσμα ο μισθός του να φτάσει τις 5.000 δραχμές. Με την αφοσίωση και τις αποκαλύψεις του, ο Σωκράτης έγινε η αιτία που δόθηκε χώρος στις εφημερίδες για τον στίβο σε καθημερινή βάση, διότι μέχρι τότε ανάλογες σελίδες έβγαιναν μόνο κάθε Δευτέρα και Τετάρτη.»