Ο Παναγιώτης Σπύρου, που έχει φύγει από τη ζωή, εδώ και δεκατρία χρόνια υπήρξε ο καρδιοχειρουργός που άνοιξε το δρόμο των μεταμοσχεύσεων καρδιάς στην Ελλάδα, δημιουργώντας το 1983 την πρώτη σχετική μονάδα στο Νοσοκομείο Γ. Παπανικολάου στην Θεσσαλονίκη.
Η πρώτη μεταμόσχευση καρδιάς όπως και η πρώτη τοποθέτηση μηχανικής καρδιάς στη χώρα μας έγινε από τον ίδιο που κατηγορήθηκε ως εκρηκτικός χαρακτήρας για τις πολιτικές απόψεις του.
Στην πραγματικότητα, και για όσους τον γνωρίζαμε, υπήρξε ένας υπέροχος γιατρός, καθόλου σνόμπ και περίφημος οικοδεσπότης αρκεί να μην του κατηγορούσες τον ΑΡΗ και την ικανότητα του να πλοηγεί ένα σκάφος ανοιχτής θαλάσσης.

Για όλα τα υπόλοιπα, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών του πεποιθήσεων ήταν πάντα «ανοιχτός» στη συζήτηση, ωστόσο γνώριζες πως πάντα θα υπήρχε τεκμηριωμένος αντίλογος από εκείνον.
Η ενέργεια που είχε ως άνθρωπος τον είχε οδηγήσει να πετάξει με μαχητικό αεροσκάφος να ταξιδέψει με υποβρύχιο αλλά και να διασχίσει τον επικίνδυνο Βόρειο Ατλαντικό με το σκάφος του, το «Σοφία» που του έδωσε το όνομα της κόρης του.
Ωστόσο επειδή δεν μπορούσε να κάνει τις βαριές εργασίες σε αυτό για να μην πληγώσει τα χέρια του, που είχαν σώσει χιλιάδες ανθρώπων, επέβλεπε από κοντά όλες τις εργασίες που γινόντουσαν κατά καιρούς σε αυτό.
Αν και κάποια στιγμή είχε γίνει γνωστό πως ήθελε να ταξιδέψει στο διάστημα με κάποια αποστολή το μεγάλο του όνειρο ήταν να κάνει με το σκάφος του, το διάπλου της γης. Ένα ταξίδι ιδιαίτερα απαιτητικό.
Είχε μάλιστα ξεκινήσει να κάνει κάποιες ετοιμασίες για το γύρο του κόσμου με ιστιοπλοϊκό, αργά και σταθερά, καθώς γνώριζε πως τα χρόνια περνούσαν και έπρεπε να είναι είναι σε τέλεια φυσική κατάσταση για να πράξει ένα τέτοιο ταξίδι, δεδομένου και της ηλικίας που είχε τότε.
Ο θάνατος ωστόσο της κόρης του, Σοφίας, ήρθε να βάλει φραγμό στα σχέδια του αυτά . Υπήρξε άλλωστε και ένας άνθρωπος ιδιαίτερα ανυπόμονος, που ήθελε όλες του οι δουλειές να γίνονται γρήγορα και σωστά.
Όπως μου είχε εκμυστηρευθεί, στην τελευταία μας συνάντηση, ήταν μια συνήθεια που απέκτησε κατά την παραμονή του στην Αμερική, όπου «ο τρόπος ζωής επέβαλε όλα να γίνονται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Ακριβώς απέναντι από το γραφείο του, όπου σε περίοπτη θέση, υπήρχαν οι φωτογραφίες του ταξιδιού του από τον διάπλου του Βόρειου Ατλαντικού με τις ημερομηνίες αναχώρησης και άφιξης του σκάφους του, έκαιγε πλέον ένα κρεμαστό καντήλι για την ζωή της κόρης του που έφυγε εντελώς απρόσμενα, στο διαμέρισμα της οικογένειας επί της λεωφόρου Νίκης στη Θεσσαλονίκη.
Η πορεία ωστόσο της οικογένειας και του ιδίου έπρεπε να συνεχιστεί, μετά το θάνατο της κόρης του, και σε εκείνες τις στιγμές η ιατρική ήταν που του «κράτησε» συντροφιά μαζί με την παρουσία του γιού του, μέχρι η εγκεφαλική ανεπάρκεια να τον «καθηλώσει» σε κλινική της Θεσσαλονίκης, όπου νοσηλεύτηκε, μέχρι και το θάνατο του, χωρίς να εκπληρώσει ένα όνειρο ζωής που ήταν ο γύρος του κόσμου, δια θαλάσσης.