Τον κώδωνα του κινδύνου για όσους καταναλώνουν επεξεργασμένα τρόφιμα σε μεγάλο βαθμό κρούουν οι επιστήμονες τονίζοντας πως συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.

Η νέα ελληνική έρευνα, που διεξήχθη στο πλαίσιο της μελέτης ATTICA, με επικεφαλής την κλινική διαιτολόγο-διατροφολόγο δρα Ματίνα Κούβαρη του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, η οποία παρουσιάστηκε στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας στη Γαλλία, πραγματοποιήθηκε σε 2.020 άνδρες και γυναίκες με μέση ηλικία 45 ετών, που παρακολουθήθηκαν σε βάθος δεκαετίας για θανατηφόρα και μη καρδιαγγειακά περιστατικά, όπως εμφράγματα, ασταθή στηθάγχη, καρδιακή ανεπάρκεια, καρδιακή αρρυθμία κ.α. (υπήρξαν 317 τέτοια περιστατικά). Οι συμμετέχοντες κατανάλωναν κατά μέσο όρο 15 μερίδες άκρως επεξεργασμένων τροφίμων την εβδομάδα.

Διαπιστώθηκε ότι όσο μεγαλύτερη ήταν η κατανάλωση τέτοιων τροφίμων, τόσο μεγαλύτερος ήταν στη συνέχεια ο καρδιαγγειακός κίνδυνος. Με μια μέση κατανάλωση 7, 13 και 18 μερίδων εβδομαδιαίως, η πιθανότητα καρδιαγγειακής νόσου ήταν 8,1%, 12,2% και 16,6% αντίστοιχα. Κάθε επιπρόσθετη μερίδα πολύ επεξεργασμένων τροφίμων μέσα στην εβδομάδα σχετιζόταν με μια αύξηση κατά 10% της πιθανότητας καρδιαγγειακής νόσου μέσα στην επόμενη δεκαετία.

Όπως αναφέρουν οι επιστήμονες όσο λιγότερο ακολουθούσε κανείς τη μεσογειακή διατροφή, άρα έτρωγε πιο ανθυγιεινά, τόσο σημαντικότερη ήταν η αρνητική επίπτωση των επεξεργασμένων τροφών. Στις τροφές αυτές ανήκουν το μαζικά παραγόμενο ψωμί, τα έτοιμα φαγητά, τα φαγητά φαστ φουντ, τα γλυκά, τα αλμυρά σνακ, τα δημητριακά του πρωινού, τα επεξεργασμένα κρέατα και ψάρια, οι κονσέρβες λαχανικών με πρόσθετο αλάτι, τα αποξηραμένα φρούτα με ζάχαρη, τα αναψυκτικά κ.α.

«Αυξάνονται οι ενδείξεις για τη σχέση ανάμεσα στα άκρως επεξεργασμένα τρόφιμα και στους αυξημένους κινδύνους για αρκετές χρόνιες παθήσεις. Η μελέτη μας δείχνει ότι η επιβλαβής σχέση με την καρδιαγγειακή νόσο είναι ακόμη ισχυρότερη για όσους γενικά κάνουν ανθυγιεινή διατροφή», δήλωσε η κ. Κούβαρη.