Οι «λιμνάζοντες» φοιτητές, προβλήματα ή ελλείψεις στις υποδομές, δυσαναλογία του αριθμού διδασκόντων προς διδασκομένους, αλλά και μεγάλος αριθμός εισακτέων, είναι μερικά από τα προβλήματα που εντοπίζονται στα ακαδημαϊκά ιδρύματα της χώρας (ΑΕΙ και ΤΕΙ), όπως προκύπτει από την αξιολόγηση της Αρχής Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΔΙΠ), η οποία έχει ολοκληρώσει το έργο της αξιολόγησης (εκτός από ελάχιστα τμήματα) και σκοπεύει να προχωρήσει στα δύο επόμενα σημαντικά έργα που αφορούν τα πανεπιστήμια: την ιδρυματική αξιολόγηση και την πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών, από την οποία θα κριθεί όχι μόνο η χρηματοδότηση, αλλά και η βιωσιμότητά τους.

Οι τελευταίες εξελίξεις σε ό,τι αφορά την διασφάλιση ποιότητας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και η αποτίμηση των αξιολογήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί, παρουσιάστηκαν από μέλη της ΑΔΙΠ σε ενημερωτική ημερίδα που πραγματοποιήθηκε στο πανεπιστήμιο Μακεδονίας με θέμα “Αξιολόγηση Ιδρυμάτων και ιστοποίηση Σπουδών – Δύο νέες Δράσεις της ΑΔΙΠ”.

Σύμφωνα με το μέλος της ΑΔΙΠ, Μαρία Λαζαρίδου, έχει ήδη ολοκληρωθεί ο πρώτος κύκλος της εξωτερικής αξιολόγησης των ΑΕΙ, τα αποτελέσματα και τις λεπτομερείς αναλύσεις του οποίου η Αρχή σκοπεύει να αποστείλει στα πανεπιστήμια, προς ενημέρωσή τους, εντός του καλοκαιριού. Αξιολογήθηκαν 21 ΑΕΙ και 12 ΤΕΙ (όπως προέκυψαν από το σχέδιο “Αθηνά”) και συνολικά 439 τμήματα, από τα οποία δεν έχουν ολοκληρώσει ακόμη περίπου 50 τμήματα (που άλλαξαν τίτλο από το σχέδιο “Αθηνά”).

Από τις παρατηρήσεις των αξιολογητών προκύπτουν πολλές θετικές εκτιμήσεις, αλλά και ορισμένες αρνητικές. Μεταξύ των θετικών αποτιμήσεων περιλαμβάνεται το υψηλό επίπεδο των μελών ΔΕΠ ή του Εκπαιδευτικού Προσωπικού των ΤΕΙ, το αξιόλογο ερευνητικό έργο (σε σχέση με την χρηματοδότηση) και οι διεθνείς συνεργασίες, τα ικανοποιητικά προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών, η ανεπτυγμένη κινητικότητα των φοιτητών, η σύνδεση διδασκαλίας και έρευνας, η ανάπτυξη δεσμών με την κοινωνία και τους παραγωγικούς φορείς κ.α. Στις αρνητικές παρατηρήσεις που αφορούν τα ΤΕΙ περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων, η μη κατοχύρωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων (κάτι που ισχύει και για τα ΑΕΙ), η μη εφαρμοσμένη έρευνα, ο ανεπαρκής αριθμός μόνιμων μελών εκπαιδευτικού προσωπικού, προβλήματα στις υποδομές και στα εργαστήρια κ.α.

“Κάποιες παρατηρήσεις μπορούν να θεραπευτούν από τα τμήματα και τα ιδρύματα και άλλες από το κράτος. Για παράδειγμα οι “λιμνάζοντες” φοιτητές, οι υποδομές ή ο αριθμός των εισακτέων, λίγο οφείλονται στα τμήματα” δήλωσε η κ. Λαζαρίδου. Σύμφωνα με την ίδια, το επόμενο διάστημα θα γίνει το λεγόμενο feedback των δεδομένων της ΑΔΙΠ προς τα ακαδημαϊκά ιδρύματα, προκειμένου να ενημερωθούν λεπτομερώς για τα ευρήματα που προέκυψαν, ενώ θα ακολουθήσει η πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών και η αξιολόγηση των ιδρυμάτων, δύο πολύ σημαντικά θέματα για την ανώτατη εκπαίδευση.

Γενικότερα για τις υποδομές προκύπτει ότι υπάρχουν ελλείψεις, αλλά ταυτόχρονα και υποχρησιμοποίηση, κυρίως στα ιδρύματα των μεγάλων αστικών κέντρων, για την έρευνα επισημαίνεται ότι το έργο της είναι αξιόλογο, αλλά δεν υπάρχει η κουλτούρα των “ευρεσιτεχνιών”, για τα προγράμματα σπουδών ότι υπάρχουν ασαφείς στόχοι, μεγάλος αριθμός μαθημάτων και πολλές κατευθύνσεις, για την διδασκαλία ότι δεν παρακολουθούνται τα θεωρητικά μαθήματα και ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός εξεταστικών περιόδων, καθώς και ότι υπάρχει αύξηση των εισακτέων και μείωση του αριθμού των αποφοίτων.

Οι δύο νέες δράσεις της ΑΔΙΠ

Η πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών ξεκίνησε για κάποια τμήματα όπως οι Ηλεκτρολόγοι Μηχανολόγοι, τα Λογιστικά και η Πληροφορική. Πρόκειται για ένα περίπλοκο και επίπονο θέμα, καθώς σύμφωνα με το μέλος της ΑΔΙΠ, Κωνσταντίνο Μέμο, τίθενται περισσότερα ειδικά κριτήρια. Η δράση αυτή θα έχει άμεση σχέση με την χρηματοδότηση των ιδρυμάτων και με την βιωσιμότητά τους, ενώ στόχος είναι οι ΜΟΔΙΠ των πανεπιστημίων να καταφέρουν να δίνουν με δική τους ευθύνη τις πιστοποιήσεις των προγραμμάτων σπουδών, χωρίς την εμπλοκή της ΑΔΙΠ, αφού πρώτα πιστοποιηθούν τα ίδια τα ιδρύματα. “Κεντρικό ζητούμενο είναι η βελτίωση της ποιότητας των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων” τόνισε ο κ.Μέμος. Στην πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών συμμετέχουν εξωτερικοί αξιολογητές.

Σημαντικότερη κρίνεται η δεύτερη δράση της ΑΔΙΠ, η πιστοποίηση των ιδρυμάτων, που όμως δεν μπορεί να ολοκληρωθεί πριν από την αξιολόγησή τους, με αυστηρό χρονοδιάγραμμα το τέλος του 2015. Η δράση αυτή θα οδηγήσει στην πιστοποιημένη αρχή διασφάλισης ποιότητας που θα επιτρέψει στα ιδρύματα να παρακολουθήσουν και να ελέγξουν τα τμήματά τους. «Αυτό θα το αναλάβει η ΜΟΔΙΠ, η οποία παίρνει πλέον ένα πολύ σοβαρό ρόλο από εδώ και πέρα, κάτι που δεν το έχουν καταλάβει όλες οι πρυτανικές αρχές», δήλωσε η κ.Λαζαρίδου. Η πιστοποίηση των προγραμμάτων θα διαρκέσει κάποια χρόνια, αφού αφορά 439 τμήματα.

Αντιστοίχιση του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων προς το Ευρωπαϊκό

Σύμφωνα με την διευθύντρια Πιστοποίησης Προσόντων ΕΟΠΠΕΠ, Ιωάννα Δέδε, έχει αναπτυχθεί το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων που αφορά σε όλους τους τίτλους που χορηγεί το τυπικό εκπαιδευτικό σύστημα από την πρωτοβάθμια έως την ανώτατη εκπαίδευση και ταυτόχρονα έχει αντιστοιχηθεί το εθνικό πλαίσιο προσόντων με το ευρωπαϊκό. Οι τίτλοι σπουδών του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος αναλύονται σε μαθησιακά αποτελέσματα, με βάση τα οποία οι τίτλοι εντάσσονται σε τύπους προσόντων, σε οχτώ επίπεδα που αντιστοιχούν στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Επόμενο στάδιο είναι η μη τυπική εκπαίδευση, με την καταγραφή των τίτλων της και την ανάλυση των μαθησιακών αποτελεσμάτων. Μη τυπική εκπαίδευση αφορά στην αρχική επαγγελματική κατάρτιση, στην συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση, στην γενική εκπαίδευση ενηλίκων και στην άτυπη μάθηση και ορίζει ως φορείς τα Ινστιτούτα και τις Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης, τα Κολέγια και τα Κέντρα Δια Βίου Μάθησης. Μέχρι το τέλος του 2015, θα πρέπει να έχει γίνει κατάταξη τίτλων και ανάλυση των μαθησιακών τους αποτελεσμάτων και ένταξή τους στο εθνικό πλαίσιο προσόντων.

Η ίδια διαδικασία θα ακολουθηθεί και για τα κλαδικά προσόντα που είναι τα προσόντα που απονέμονται σε κλάδους αιχμής όπως ο τουρισμός, η ναυτιλία, τα πράσινα επαγγέλματα και ο πρωτογενής τομέας.