Η φονική πυρκαγιά που έπληξε τη Χαβάη, είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν 101 άνθρωποι, πάνω από 1.000 να παραμένουν αγνοούμενοι, καθώς η Λαχάινα του Μάουι έχει καταστραφεί ολοσχερώς. Στην Ελλάδα, η φονική καταστροφή ξυπνά μνήμες της πυρκαγιάς στο Μάτι, η οποία είχε στοιχήσει τη ζωή σε 100 ανθρώπους.

Για τις παρόμοιες συνθήκες που επικράτησαν και στις δύο περιπτώσεις μίλησε ο εντεταλμένος ερευνητής του Αστεροσκοπείου Αθηνών και πυρομετεωρολόγος, Θοδωρής Γιάνναρος στην εκπομπή συνδέσεις της ΕΡΤ. Ο κ. Γιάνναρος αναφέρθηκε στο ότι και οι δύο φωτιές, στο Μάουι και το Μάτι, προκλήθηκαν και πυροδοτήθηκαν από την «αλληλεπίδραση του ανέμου με την τοπογραφία».

«Μιλάμε για δύο καταστροφικές πυρκαγιές, οι οποίες έχουν πάρα πολλά θύματα. Είχαμε την αλληλεπίδραση των ανέμων που έπνεαν στην περίπτωση της περιοχής της Λαχάινας στη Χαβάη με τον ορεινό όγκο ακριβώς στα ανατολικά της πόλης. Αντίστοιχα, στην περιοχή της Πεντέλης είχαμε την αλληλεπίδραση των θυελλωδών δυτικών ανέμων με το βουνό. Και στις δύο περιπτώσεις δημιουργήθηκαν αυτό που ονομάζουμε “καταβάτες άνεμοι“, οι οποίοι είναι πάρα πολύ θερμοί και πάρα πολύ ξηροί άνεμοι και που συνδέονται σε παγκόσμιο επίπεδο, σε όλες τις περιοχές, με τις πλέον φονικές και πλέον καταστροφικές δασικές πυρκαγιές», ανέφερε, αρχικά, ο πυρομετεωρολόγος.

Οι καταβάτες άνεμοι

Στη συνέχεια, ο κ. Γιάνναρος αναφέρθηκε στους «καταβάτες άνεμους» και πως επηρεάζουν την πορεία της πυρκαγιάς. «Και οι δύο περιοχές είναι ζώνες μίξης ανάμεσα στον αστικό ιστό και στο φυσικό περιβάλλον, οπότε αυτό συνεισφέρει στο να έχουμε αυτά τα καταστροφικά αποτελέσματα. Φυσικά, ρόλο παίζει και η ξηρασία, καθώς το 20% Μάουι ήταν στο επίπεδο 1 με βάση το Παρατηρητήριο της Εργασίας της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ».

«Όταν έχουμε τους καταβάτες ανέμους, δηλαδή αυτοί οι οποίοι “κατρακυλούν” στην πλαγιά ενός βουνού, ανεβαίνει πάρα πολύ η θερμοκρασία, πέφτει πάρα πολύ υγρασία, οπότε αυτό ξεραίνει σχεδόν ακαριαία τη δασική καύσιμη ύλη, καθιστά πάρα πολύ εύκολη την ανάφλεξη και φυσικά ενισχύει και κάνει πολύ ακραία τη συμπεριφορά της φωτιάς», ανέφερε ο ίδιος.

Ο κ. Γιάνναρος ανέφερε πως εκείνες τις μέρες, όλο το νησιωτικό σύμπλεγμα της Χαβάης βρισκόταν στο ανώτατο επίπεδο επικινδυνότητας με βάση τα στοιχεία των Αμερικανών συναδέλφων του.

Ο τυφώνας που προηγήθηκε της καταστροφικής φωτιάς

«Ο τυφώνας Ντόρα, ο οποίος πέρασε περίπου 1.000 χιλιόμετρα νοτιότερα από τη Χαβάη, δεν έπαιξε ουσιαστικό ρόλο» διευκρίνισε ο πυρομετεωρολόγος. «Μιλάμε περισσότερο για μία συνοπτική κατάσταση, η οποία ενίσχυσε πάρα πολύ τους ανατολικούς, βορειοανατολικούς ανέμους, οι οποίοι ούτως ή άλλως έπνεαν στην περιοχή, τους ενίσχυσε σε θυελλώδεις εντάσεις και αλληλεπιδρώντας αυτοί οι άνεμοι με την τοπογραφία, οδήγησαν σε αυτή την εκρηκτική εξάπλωση και συμπεριφορά της φωτιάς».

Για το εάν θα μπορούσε να είχαν προειδοποιηθεί οι άνθρωποι της Χαβάης για την εξάπλωση της φωτιάς, ο πυρομετεωρολόγος ανέφερε ότι «η εξάπλωση της φωτιάς θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί, αξιοποιώντας ένα μοντέλο, όπως αυτό που έχουμε στο Αστεροσκοπείο Αθηνών. Αυτό που δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί είναι η έναρξη της φωτιάς». «Η μεγαλύτερη αξία αυτών των μοντέλων είναι η δουλειά που κάνουν εκ των προτέρων».

«Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι όταν θα έχουμε αυτούς τους πολύ θερμούς ξηρούς ανέμους, με αυτές τις θυελλώδεις εντάσεις, οι οποίες αρχίζουν να καίνε και μέσα σε αστικό ιστό, μιλάμε στην πραγματικότητα για συνθήκες πυροθύελλας», σημείωσε ο ίδιος.

Όπως τόνισε, οι ακραίες πυρκαγιές είναι δύσκολο να κατασταλούν όταν μπαίνουν στο δασικό ιστό. Ο ίδιος αναφέρθηκε στα μαθηματικά μοντέλα που υπάρχουν για την εξέλιξη μιας πυρκαγιάς ώστε να υπάρχει μια καλύτερη προετοιμασία των Αρχών.

«Θα πρέπει να αλλάξουμε πλέον τον τρόπο που εξετάζουμε το περιβάλλον στο οποίο δρα και λειτουργεί το περιβάλλον στη χώρα μας» δήλωσε ο κ. Γιάνναρος καλώντας τις Αρχές να υπάρχει μια καλύτερη επιτήρηση σε πραγματικό χρόνο.